ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ: Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ (ΔΙΗΓΗΜΑ)
Την τελική σου απόφαση, πάντως, θα πρέπει να την πήρες όταν άκουσες σε μια
σύσκεψη για τον Κρητικό Αγώνα, ένα νεαρό δικηγόρο, τον Έσλιν, να μιλά. Σου είχε
κάνει μεγάλη εντύπωση που απέρριπτε την προσφορά, χρημάτων, με λόγια της φωτιάς: «Χρήματα, φίλοι μου και
τροφάς και όπλα δύναται η Κρήτη και παρ'
άλλων να προσδοκά, παρ' ημών δε των νεωτέρων ουδέν άλλο απαιτεί ή τους βραχίονας.
Όστις λοιπόν είνε πρόθυμος μετ' εμού να χύση το αίμα του υπέρ της ελευθερίας
της Κρήτης και υπέρ της όλης Ελλάδος, ας
λάβη το όπλον του κι ας ακολουθήση».
Τον άκουσες. Πήρες
το όπλο σου κι ακολούθησες. Μαζί με σένα κι άλλοι πολλοί, κυρίως αξιωματικοί
του Ελληνικού Στρατού και διανοούμενοι. Ενάντια στην αδυναμία της Ελληνικής
Κυβέρνησης και στις μηχανορραφίες των
Μεγάλων Δυνάμεων.
Από την πρώτη μέρα
που ξεκίνησε το «Πανελλήνιον», το καράβι που θα σας μετέφερε στην Κρήτη,
βρέθηκες κοντά στον αρχηγό, Ιωάννη Ζυμβρακάκη τον έλεγαν, κι ήταν ταγματάρχης
του Ελληνικού Στρατού. Άκουσες να λένε ότι ο πατέρας του ο Εμμανουήλ
Ζυμβρακάκης ήταν φιλικός και σφάχτηκε από τους Τούρκους στα Χανιά το '21. Ίσως γι' αυτό μιλούσε με
τόσο πάθος για τη λευτεριά της Κρήτης και την Ένωση της με την Ελλάδα.
Στη Σύρο, όπου έπιασε το καράβι,
πήρατε κι άλλους εθελοντές κι έτσι γίνατε τριακόσιοι. «Είναι άραγε συμβολικό
αυτό;» αναρωτήθηκες όταν άκουσες τον υπολοχαγό Πραΐδη να λέει στον δικηγόρο τον
Βαφειάδη κάτι για Θερμοπύλες.
Όταν, ύστερα από
μέρες, την 1η Οκτωβρίου, το
καράβι έφτασε στο Λουτρό των Σφακιών, δεν ήταν ούτε οι ταλαιπωρίες του
ταξιδιού, ούτε οι όποιες δυσκολίες της τελευταίας στιγμής που κυριαρχούσαν στο μυαλό σου. Ήταν
κυρίως οι φωτιές που έβλεπες ν' ανάβουν δυνατές στα μάτια των συναγωνιστών σου,
όπως και στα δικά σου. Φωτιές που μαρτυρούσαν την απόφαση σας να βρεθείτε μια
ώρα αρχύτερα στο πεδίο της μάχης. Να νικήσετε ή να πεθάνετε!
Έχοντας αυτές τις φωτιές σαν οδηγούς, πήρατε
στις 5 Οκτωβρίου τον δρόμο για τον Βαφέ. Δεν είχατε προλάβει να μπείτε στο
χωριό και «η σκληρά αλήθεια, φοβερωτάτην έχουσαν την όψιν» έκανε κιόλας την πρώτη της
εμφάνιση.
Στην αρχή ήταν ο καπνός που έβγαινε απ' τα χωριά που πυρπολούσαν οι Τούρκοι.
Ήσουν στην εμπροσθοφυλακή και τον είδες από τους πρώτους. «Ο καπνός δεν είναι
μόνο σημείο ζωής. Είναι και σημάδι θανάτου», ψιθύρισες. Ήταν η πρώτη και η
τελευταία φορά που φανερώθηκε φωναχτά η ευαισθησία σου. Τρόμαξες. Ο επικεφαλής
σ' επανέφερε στην τάξη. Έπρεπε, είπε, να φτάσετε μέχρι το χωριό που γινόταν η
μάχη, ο Στύλος ήταν. Κανένας σας δεν ένιωθε κούραση. Τόσες ώρες πορεία μέσα στα
χιόνια, φορτωμένοι με τις κάπες, τα όπλα και τα βαρέλια το μπαρούτι,, κι όμως
ήταν σαν να είχατε φτερά. Η δόξα ήταν κοντά, ΄τσι νομίζατε.
Βγαίνοντας από τον Βαφέ, συναντήσατε τα πρώτα γυναικόπαιδα να
τραβούν αλαλιασμένα για τα βουνά, για να γλυτώσουν το μαχαίρι του Τούρκου.
Διάβασες τον τρόμο και την απόγνωση στα μάτια τους. Ήταν μια ανάγνωση που θα
την έκανες πολλές φορές τις επόμενες 24 μέρες. Το ίδιο αποκρουστική όπως θα
ήταν και οι επίσης βιωματικές αναγνώσεις της πείνας, της γύμνιας και του κρύου.
Λίγο πριν από τον Τζιτζιφέ η δόξα απομακρύνθηκε. Ένας
φλογερός αρχιμανδρίτης, ο Παρθένιος Περίδης, της Επαναστατικής Επιτροπής, σας
το είπε ορθά κοφτά. Έπρεπε να γυρίσετε στο Βαφέ. Η μάχη στον Στύλο τελείωσε.
Την άλλη φορά...
Έτσι αναγκαστικά ξαναήρθατε στον Βαφέ, όπου με τα
λιοβασιλέματα έφτασε κι ο Ζυμβρακάκης με το υπόλοιπο σώμα.
Τ' άκουσες κι εσύ ότι από το ίδιο κιόλας βράδυ άρχισε να γράφει γράμματα στους
καπετάνιους να 'ρθουν, να συντρέξουν την κατάσταση. Είχες μπει πολλές φορές στο
κατάλυμα του κι είχες ζήσει την αγωνία του. Όπως και την αγωνία των μελών της
Επαναστατικής Επιτροπής που μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς τον ανακήρυξαν «Γενικό
Αρχηγό των Δυτικών Επαρχιών».
Η καρδιά σου αναπετάριζε κάθε φορά που έβλεπες τις επόμενες
μέρες τους καπετάνιους να έρχονται. Σου άρεσε να τους βλέπεις, έτσι όπως
έφταναν, κουβαλώντας ο καθένας την ίδια την ιστορία στην πλάτη του. Την ιστορία
που έγραψαν από το '21 μέχρι τότε και την ιστορία που θα έγραφαν μέχρι να
λευτερωνόταν η Κρήτη, «να λευτερωνόταν κι εκείνων η καρδιά τους», για να θυμηθώ
παραφρασμένη ελάχιστα μια φράση του Νίκου Καζαντζάκη. Αυτοί οι παλιοί
κατεχάρηδες των αρμάτων με τα ποταμίσια γένια και οι νιοι που θέλανε να τους
μοιάσουν. Άντρες θεορατικοί σαν τα ψηλά κυπαρίσσια! Ο Κριάρης, ο Τυρτιρής, ο Μυλωνογιάννης, ο
Καζάκος, ο Καβρός, ο Τσοντολάμπης, ο Καρκαβάτσος... Αυτοί που δεν ήθελαν και
δεν μπορούσαν να ζουν σκλάβοι!
Σ' άρεσε, όταν τους έβλεπες να διπλοχαιρετιούνται με τη φράση
«Ένωση ή Θάνατος» και να σφιχταγκαλιάζονται με το Τζαμπρακάκη, (έτσι έλεγαν τον
Ζυμβρακάκη), και με το γέρω- Κωσταρό Βολουδάκη, τον καπετάνιο του χωριού και
που όπως άκουες να λένε οι ντόπιοι: «Τα ρούχα ντου του μπαρουθιού τη μυρουδιά
μυρίζου,\ ολίγα 'νιαι τα λόγια ντου όμως βαρυά ζυγίζου».
Τότε μια άφατη αγαλλίαση σε πλημμύριζε, λες και διάβαζες τις
γλυκές λέξεις που σε σχήμα σταυρού υπήρχαν στη σημαία του Σηκωμού: «Ανάστα ο
Κύριος» και «Ελευθερία». Κι ήταν γιατί, τότε, ψυχανεμιζόσουν, ότι όπου κι αν
πήγαινε το πράγμα, ο αγώνας σου, ο αγώνας σας, ήταν ένας αγώνας κερδισμένος!
Από την Τρίτη, κιόλας, μέρα που φτάσατε στον Βαφέ, κατάλαβες ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν
καλά. Οι Τούρκοι ρήμαζαν, έσφαζαν κι έκαιγαν. Ένας τρομερός πασάς, παλιός
γνώριμος της Κρήτης, ο γερο-Μουσταφά Ναϊλή πασάς δεν άφηνε πέτρα πάνω στην
πέτρα. Το Νίππος, ο Φρες, η Κάινα και τ' άλλα γυρόχωρα ήταν κάθε μέρα στις
φλόγες. Ο Βάμος, το κεντρικό χωριό της επαρχίας, έπρεπε να καταληφθεί. Αν ήσασταν
τουλάχιστο χίλιοι... Αλλά πού! Οι μέρες περνούσαν και οι πολλοί από τους
κοντινούς και μακρινούς επαναστάτες δεν έρχονταν. Άκουσες να λένε ότι
γνοιάζονταν τις οικογένειες τους που τις φυγάδευαν στα βουνά. Όταν όμως θ'
άρχιζε ο «καυγάς», έτσι έλεγαν οι ντόπιοι τη μάχη, δε θα έλειπε κανείς...
Λόγια;
Σιγά μην πίστεψες τον ανθυπολοχαγό Νικολαΐδη, ότι οι
Τούρκοι δεν είναι περισσότεροι από 5.000. Εσύ τον γνώριζες καλά: «Νοήμων
υπάρχων, ηλάττου βεβαίως τον αριθμόν
επίτηδες προς ενθάρρυνσιν». Ήξερες ότι καλά τα έλεγε ο Σολιώτης, ότι δηλαδή οι
Τούρκοι ξεπερνούσαν τις 12.000 κι ας έκανες πως δεν τον πίστευες. Όπως έκαναν
πως δεν τον πίστευαν κι οι άλλοι συμπολεμιστές σου, που πεινούσαν- τα χαρούπια
ήταν το μοναδικό σας φαγητό- και
ξεπάγιαζαν.
Ωστόσο, έβλεπες τους ξεσπιτωμένους να ανεβαίνουν στα βουνά
και στα φαράγγια, όπως θα έβλεπες αργότερα τα παιδιά, τις γυναίκες και τους
γέροντες να πεθαίνουν από την πείνα και από το κρύο... Τότε φάνηκαν οι πρώτες
διαφωνίες. Άλλα έλεγαν οι οπλαρχηγοί, άλλα οι ντόπιοι, άλλα εσείς οι εθελοντές.
Ήταν και οι αντιζηλίες στη μέση... Άκουγες πολλά. Δεν άκουσες όμως από κανένα
πως πρέπει να φύγετε, δίχως να πολεμήσετε, παρά τις απουσίες, παρά τις
δυσκολίες!
Αυτό έλειπε! Εσύ ήρθες για να πολεμήσεις και να νικήσεις ή να σκοτωθείς...
«Ένωσις ή θάνατος!»...Περίμενες, λοιπόν, τη δόξα, το ήξερες και την έβλεπες να
έρχεται με γρήγορα βήματα. Μαζί μ' εσένα την περίμεναν κι όλοι οι άλλοι
πολεμιστές, εθελοντές και επαναστάτες Οι
ολίγοι που ήσαστε έτοιμοι, εδώ, στις Θερμοπύλες τ' Αποκόρωνα, στον Βαφέ. Το συνειδητοποίησες αυτό, όταν 50 όλοι κι όλοι είχατε πάει με επικεφαλής τον
υπολοχαγό Πραΐδη, στις 10 Οκτωβρίου να καταλάβετε τον Βάμο και αντιληφθήκατε, πολύ νωρίς,
το αδύνατο της προσπάθειας. Θα έπρεπε να γυρίσετε πίσω, μα έβρεχε
βροχή δαρτή. Μείνατε λοιπόν όλη νύχτα καθηλωμένοι σ' ένα λόφο στο έλεος του
καιρού. «Αν δεν είμαστε τόσο λίγοι…», άκουσες να λέει ο Ιωακείμ Καλαμαρίδης, ο
λόγιος Κρητικός ιερωμένος που είχε έρθει
από το Βουκουρέστι για τη Λευτεριά της Κρήτης .
Το ξημέρωμα της 12ης Οκτωβρίου 1866 σε βρήκε ακριβώς μπροστά
από το Βαφέ, μαζί με άλλους εθελοντές και Βαφιανούς, από τα Ξεριζώματα και
πάνω, πίσω απ' τους φράχτες και τους τροχάλους. Είχε επικρατήσει τελικά ο
ενθουσιασμός σας, μα και η θέληση των ντόπιων που ήθελαν να εμποδίσουν τους
Τούρκους να μπουν στο χωριό. Δίπλα σας, ανάμεσα στο Βαφέ και στο Μπρόσνερο,
αλλά και παραπέρα, κοντά στον Αλίκαμπο,
στην Κεφάλα, οι οπλαρχηγοί με τους δικούς τους, ο Κωσταρός, ο Κριάρης και οι
αποδέλοιποι...
Ο Μουσταφά είχε ήδη φθάσει στις Βρύσσες, και οι πολλοί επαναστάτες που
υπόσχονταν οι οπλαρχηγοί ότι θα έρχονταν δε φαίνονταν από πουθενά. Μόνοι λοιπόν
εσείς, ενώπιον της ιστορίας. Οι 300 εθελοντές, «το πειναλέον» του Ζυμβρακάκη
σώμα με το ένα πυροβόλον, «το οποίον μετεφέρετο επί των ώμων ενός ανδρός», και
οι 280 επαναστάτες.Κι από την άλλη μεριά, ο πονηρός Μουσταφά πασάς με τις
10.000 του τακτικού στρατού (Τούρκους, Αλβανούς κι Αιγυπτίους), τις 3.000 των
ατάκτων και το ορεινό πυροβολικό. Αποφασισμένος ν' ανοίξει το δρόμο για τα
Σφακιά «εκτοπίζοντας σας πομπωδώς δια να αναφέρει εις το Διβάνιον το μέγα
κατόρθωμα του».
Ο τριπλός πυροβολισμός που άκουσες ήταν το σύνθημα ότι η
επίθεση των Τούρκων άρχιζε. Δεν είχες καμιά αυταπάτη. Ο αγώνας ήταν άνισος. Οι
σφαίρες σφύριζαν κιόλας στ' αυτιά σου. Τα βόλια έπεφταν σαν το χαλάζι. Κι εσύ
εκεί στο μετερίζι του χρέους πολεμούσες «μόνος και μετά των άλλων». Το λάκκωμα
που βρισκόταν μπροστά σου γέμιζε και άδειαζε απ' τους εχθρούς, λες και τους
γεννούσε και τους πέθαινε η γη! Αυτό έγινε τρεις φορές! Ωστόσο εσύ συνέχιζες να
πολεμάς. Ακόμα και όταν η σάλπιγγα σάλπισε υποχώρηση και υπάκουσαν οι πολλοί
απ' τους λίγους κι έμειναν οι πολύ λίγοι. Δεν επεδείξατε «ουδεμίαν φρόνησιν,
ουδεμίαν σύνεσιν». «Εμείς έχουμε .να πολεμήσουμε τους Τούρκους και με τη
λόγχη», απάντησες εσύ ο ίδιος στους δυο Βαφιανούς που ήρθαν σταλμένοι από τον Κωσταρό…
Ωστόσο οι Τούρκοι είχαν μπει στον Βαφέ και η μάχη δινόταν από σπίτι σε σπίτι.
Το στρατηγείο του Ζυμβρακάκη ήταν ήδη γκρεμισμένο από τα πολυβόλα.. . Κάποτε
υποχρεωθήκατε κι εσείς σε συνεχή υποχώρηση. Μπροστά στο Φαράγγι που οι ντόπιοι
το έλεγαν Λαγκό, ήταν το τουρκικό ιππικό. Το μοναδικό μέρος για να διαφύγετε
ήταν μια μεγάλη ανηφόρα. Την πήρατε, ενώ οι σφαίρες έρχονταν από παντού,
σπέρνοντας το θάνατο. Εδώ ανάμεσα στο Μαρουλένιο και στη Σκαπεταρέ είδες
πολλούς συντρόφους σου να πέφτουν νεκροί... Όταν φτάσατε στην κορφή οι εχθροί
ήταν πάλι εκεί και σας περίμεναν. Είστε περικυκλωμένοι απ' όλες τις πλευρές κι
αν δεν ερχόταν ο Κριάρης να συνδράμει τον Κωσταρό και τον Μπομπολάκη, που πάσχιζαν
να σας σώσουν, δε θα γλύτωνε κανένας σας.
Ωστόσο, εσύ, ένιωσες ξαφνικά το δεξί σου πόδι να βαραίνει
και να χάνει ολότελα τη δύναμη του. Αν έλειπαν δυο ντόπιοι που σε πήραν στους
ώμους θα έμενες εκεί...
Το βράδυ της ίδιας μέρας φτάσατε στο Ασκύφου. Εδώ άκουσες το
πρώτο προσκλητήριο των νεκρών. Εθελοντές 15. Ανάμεσα τους ο υπολοχαγός
Αλέξανδρος Πραΐδης. Ο δικηγόρος Νικόλαος Έσλιν. Ο δικηγόρος Αναστάσιος
Βαφειάδης που αυτοκτόνησε δίπλα στον αδελφικό του φίλο, τον Έσλιν,για να μην
πιαστεί αιχμάλωτος. Ο Κύπριος φοιτητής της Νομικής Ιωάννης Βαρνάβας που
κατακρεουργήθκε από τους Τούρκους. Ο γιατρός Ιωάννης Βασιλείου. Ο Ιωάννης
Βογιατζάκης, μοναχογιός Κρητικού, που ζούσε στο Ναύπλιο. Ο πυροσβέστης Γρηγόρης
Παναγιώτου. Ο αξιωματικός Ευθύμιος Νικολαΐδης. Ο ιερομόναχος Ιωακείμ
Καλαμαρίδης. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και οι Βαφιανοί Αλέξανδρος Σαρτζέτης,
Ευστράτιος Σαρτζέτης, Σταύρος Σταματάκης, Αντώνιος Κασάπης όπως και ο Εμμανουήλ
Καλογρίδης από τις Καρές.
Κλαυθμός και οδυρμός!
Κι όμως εσύ, ο διπλά πληγωμένος εθελοντής, στο πόδι από βόλι
και στην καρδιά από την ήττα, όπως άκουγες τα ονόματα των νεκρών ένιωθες μια
παράξενη ζήλεια ν' ακροκάθεται στο μυαλό σου. Κι ήταν γιατί το ψυχανεμίστηκες
από την πρώτη εκείνη ώρα πως δε θα περνούσαν πολλές μέρες και οι ποιητές θα
έκαναν ποιήματα τον ένδοξο θάνατο των συντρόφων σου. Όπως ακριβώς είχε κάνει
ποίημα το θάνατο των Ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι το 1821 ένας Ωραίος Έλληνας
ο Ανδρέας Κάλβος. Σ' ένα ποίημα που όποιος θα το άκουγε ή θα το διάβαζε
από τότε και ύστερα και δεν το ήξερε, θα νόμιζε ότι είχε γραφτεί ακριβώς για
τους νεκρούς συντρόφους σου. Για εκείνους, σκεφτόσουν, που υπήρξαν:
«Γνήσια της Ελλάδος τέκνα.
Ψυχαί που έπεσαν εις τον αγώνα ανδρείως.
Τάγμα εκλεκτών Ηρώων. Καύχημα νέον»
Oι στίχοι του Κάλβου,
θα ήταν ίσως ο καλύτερος επίλογος της κουβέντας μαζί σου, αν δεν ήθελα να κάνω
μια διαπίστωση κι αν δεν ένιωθα χρεωμένος με μια θύμηση.
Η διαπίστωση είναι ότι, στην κουβέντα μας, δε χώρεσαν, εκ των
πραγμάτων, σημαντικά στοιχεία της Μάχης, δε φωτίστηκαν αρκετές πτυχές, δεν
απαντήθηκαν πολλά εύλογα ερωτήματα, δεν αναφέρθηκαν η σημασία της, η απήχηση
που είχε και η συγκίνηση που δημιούργησε και παραπέρα δεν έγινε παρά μικρή
αναφορά στα πριν και καθόλου στα μετά τη Μάχη γεγονότα της Επανάστασης του '66.
Μιας επανάστασης που είχε βέβαια ως κορυφαίο γεγονός το ουρανόφεγγο ολοκαύτωμα
του Αρκαδίου, του ταπεινού αυτού μοναστηριού «που πολέμησε σαν κάστρο και
πέθανε σαν ηφαίστειο», για να θυμηθούμε τα λόγια του Βίκτωρα Ουγκώ. Αλλά και
μιας επανάστασης που είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα μια πιο ανθρώπινη ζωή στην Κρήτη
και που απετέλεσε το εφαλτήριο για παραπέρα αγώνες...
Η θύμηση έχει να κάνει με τις ιστορίες που άκουγα από την
γιαγιά μου, στα μικράτα μου, για τα κομμένα κεφάλια των επαναστατών που
περιέφεραν οι Τούρκοι στα χωριά του Αποκόρωνα
πάνω στις τουφεκόβεργες- ένα από
αυτά κι ενός παππού καπετἀνιου- και για
τις θλιβερές περιπλανήσεις, τον χειμώνα που ακολούθησε, των ξεχασμένων,
ρακένδυτων, πληγιασμένων και ξυπόλητων εναπομεινάντων εθελοντών…
Σε άλλο επίπεδο και με άλλο ύφος, συνεχίζει τις αφηγήσεις τις συναρπαστικές αφηγήσεις του ο Βαγγέλης Κακατσάκης, κατακτώντας επαξίως μια θέση στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Πρόκειται για γραφή ρέουσα, διανθισμένη πού και πού με την ιδιάζουσα τοπική φρασεολογία,που την καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.ΕΛΕΝΗΧΩΡΕΑΝΘΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΠΟΧΡΕΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΤΑ ΧΩΡΕΑΝΘΕΙΑ ΑΝΘΗ ΠΟΥ ΕΠΙΜΕΝΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ! ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΕ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΕ! ΤΙΜΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΑ ΜΟΥ!
ΑπάντησηΔιαγραφή