Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ 13


Βαγγέλης Κακατσάκης: Με τη μορφή του Κρηταγενούς Διός και με τη Δωρική λιτή του πένα, μαρτυρά πως υπάρχει συνέχεια γονιδιακή, ιστορική σε τούτο τον τόπο, μα ξέχωρα στις βορεινές παρυφές των Λευκών Ορέων, απ’ όπου και η καταγωγή του.
Δρ Γιάννης Θ. Πολυράκης




Γράφει ο
Δρ. ΓΙΑΝΝΗΣ Θ. ΠΟΛΥΡΑΚΗΣ*


Οσοι βρεθήκαμε στο λυκόφως του Σαββάτου 23 Μαρτίου στην κατάμεστη από κόσμο Αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου Χανίων, βιώσαμε μια κατανυκτική μυσταγωγία στο ξεφύλλισμα των σελίδων της ποιητικής συλλογής του Βαγγέλη Κακατσάκη 'Οταν γίνεις ποίημα', από τους διαλεχτούς ομιλητές του πάνελ.
Και σαν έμεινα μόνος, πήρα στα χέρια μου το πόνημα του εκλεκτού φίλου, που σεμνά δηλώνει: «…εγώ δεν είμαι τίποτα σπουδαίος ποιητής…», μένει όμως σ’ εμάς αυτό να κρίνουμε.
Βαγγέλης Κακατσάκης: Με τη μορφή του Κρηταγενούς Διός και με τη Δωρική λιτή του πένα, μαρτυρά πως υπάρχει συνέχεια γονιδιακή, ιστορική σε τούτο τον τόπο, μα ξέχωρα στις βορεινές παρυφές των Λευκών Ορέων, απ’ όπου και η καταγωγή του. Και σε τούτη την ξεχωριστή γωνιά της πέτρινης Αποκορωνιώτικης ρίζας στέλνει τη μνήμη του στα πίσω, από τις 24 κάποιου Νοέμβρη που σαν γράφει: «…βγήκα στο φως του κόσμου…» και εξακολουθεί κι αποτυπώνει με τη δωρική γραφή του όσα θωρεί στο φτερούγισμα της μνήμης στη μορφή του πατέρα, της μάνας, των αδελφιών, ακόμη και των πρόωρα χαμένων αδελφιών 'Γεωργίου και Ευανθίας των νηπίων', κοιτά φωτογραφίες προσώπων αγαπημένων, μετρά και τα κεριά της μάνας «…τόσα κεριά όσα τα παιδιά της/ -παιδιά της και οι νύφες κι οι γαμπροί της-/ συν ένα ακόμη…» και προσμετρά τους μουσαφίρηδες μα και τους όποιους της εποχής ζητιάνους, που χτυπούσαν την πόρτα τη φιλόξενη του πατρικού σπιτιού και σημειώνει: «Ο πρώτος έφευγε/ με άδεια χέρια. Ο δεύτερος/ πάντα κάτι κρατώντας'. Χαραγμένη ανεξίτηλα στη μνήμη η στερνή επιθυμία του πατέρα που τη θύμισή του ζωντανεύουν τα δέντρα που εφύτευσε. Γλαφυρά ζωντανή η θύμηση της μάνας, που «…είναι κάτοικος/ της Χώρας των Κεκοιμημένων…», καημός έως τα σήμερα, οι αναπάντητες κλήσεις του, στο τηλέφωνο του σπιτιού της. Δεν παραλείπει ακόμη και τις ύστερες στιγμές του γέρικου αλόγου του σπιτιού κι αποτυπώνει τη θλίψη του πατέρα, φεύγει κι από εκεί και ξαναζεί στιγμές βουκολικές με τα αδέλφια, ζει και ξαναζεί το πανηγύρι της 'Φρεδιανής Βαγγελίστρας', με τον τραχύ ανήφορο, και το ξυπόλητο το τάξιμο της μάνας.
Δεν παραλείπει τη συντρόφισσα ζωής, τη μάνα των παιδιών του Ευδοκία, κάνοντας μετάληψη σε τούτο τ’ όνομα και τσ’ εξομολογιέται: «Βάφτισα την καρδιά μου/ στην κολυμπήθρα των ματιών σου…».
Δεν παραλείπει να διαβεί κι από την έδρα του δασκάλου και μακαρίζουμε εμείς, όσα 'δασκάλια' (σαν έλεγαν τους μαθητές εις το χωριό μου -τα χρόνια που ’χε μαθητές-) είχαν την τύχη να βρεθούν κοντά του, την ίδια έδρα που αποχαιρετά αργότερα με σαφή τη γεύση των δακρύων κι ας μην τ’ αφήνει να φανούν η ταπεινοφροσύνη του.
«…Μάζεψα όλα όσα ήταν στις γωνιές/ κι αποχώρησα/ χωρίς να κοιτάξω πίσω…», σημειώνει.
Και συνεχίζει η μνήμη να πετά 'Εις την Οδόν' (της ζωής το εξηγώ εγώ) και δίνει βήμα στο μέλλον, στα παιδιά και στα πουλιά καθώς: «…Οσο υπάρχουνε παιδιά/θα γεννιέται ο Χριστός./ Οσο υπάρχουνε πουλιά/ ο σταυρωμένος Χριστός/ θα ανασταίνεται..
Kαταθέτει ύμνο στην Κρήτη: «Η Κρήτη μας εβύζαξε της Λευτεριάς το γάλα…», σταματά στις καλοκαιρινές της μέρες, στις θάλασσές της, ανηφορίζει στ’ Ακρωτήρι κι ανιστοράται τον Καγιαλέ, στέκει και του κουβεντιάζει: «Εδώ σε συναντούμε/ να υψώνεις καθ’ εκάστην/ στο κοντάρι του κορμιού σου/ που φτάνει μεσούρανα/ την πληγωμένη ψυχή/ του Τόπου μας!».
Κάνει στάση στον Φιρκά, ανιστοράται την 1η Δεκεμβρίου 1913 της Ενωσης της Κρήτης με τη λοιπή Ελλάδα: 'Στο φρούριο Φιρκά./ Εδώ όπου, η σημαία της Ελλάδας/ για πρώτη φορά επισήμως/ κυμάτισε στον κρητικό ουρανό…».
Μα σε τούτη την περιπλάνηση, δεν παραλείπει και τους κατατρεγμένους Κούρδους που ηύραν απάγκιο στο παλιό "Ξενία", βλέπει τα βάσανα τ’ ανθρώπου όπου γης, πέρα απ’ το Μανχάταν της 11ης Σεπτεμβρίου και την Παλαιστίνη, όπου υπάρχει άνθρωπος, κι αναφωνεί:
«Αν οι φωνές που έχω μέσα μου/ αν οι πληγές που φωλιάζουν στην καρδιά μου/ αν οι οιμωγές που κουβαλώ στη σκέψη μου/ γίνουνε ποίηση/ θ’ ανάψω πυρκαγιά στον κόσμο'.
Συνεχίζει να φιλοσοφεί με το δικό του το λιτό - δωρικό τρόπο ο ποιητής, τρόπο που πρέπει ο αναγνώστης να μελετήσει, όχι απλά να διαβάσει τους στίχους, για να μυηθεί στο μήνυμά του, στα μηνύματά τους. Στίχους που σε προβληματίζουν όμορφα, στρέφουν το νου στο μυστήριο του θανάτου, στο φίλο, στην ιστορία με το παιγνίδισμα των γραμμάτων και των λέξεων, ακόμη και στη μυστηριακή Αποκάλυψη του Ιωάννου.
Και ο γράφων και υπογράφων το παρόν, το νοιώθει πως έγινε σοφότερος σαν ανακάλυψε καινούργιες έννοιες που από δίπλα του περνούσαν, έπρεπε απλά κάποιος ν’ ανάψει το φως, να διαλύσει το σκότος για να τις δει, αλλά και να κάνει τη διαπίστωση, ότι: Ο Δάσκαλος δεν γίνεται, γεννιέται.
Κλείνοντας, εύχομαι στο φίλο Δάσκαλο - Ποιητή Βαγγέλη Κακατσάκη, να μακροημερεύει και να είναι αειθαλής σαν τις κορφές της Αποκορωνιώτικης ρίζας, κι από τα ξέκορφά της να συνεχίσει να είναι αείφωτος ο φάρος του πνεύματός του.

*Γεωπόνος - Συγγραφέας

Χανιώτικα νέα (06.04.2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου