Βαρβάρα Περράκη
Δείτε περισσότερα... ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ΄Έκδοση) 13
Παρουσίαση της «Κάζοβαρ» από την Βαρβάρα Περράκη (25.06.2014)
Δημήτρης Νικολακάκης, Βαρβάρα Περράκη, Γιάννης Φίλης, Μιχάλης Αεράκης |
Παρουσίαση της «Κάζοβαρ»
από την Βαρβάρα Περράκη (25 Ιούνη 2014)
Είναι Ιούνης, η νύχτα ανέτειλε, είναι ένα καλοκαίρι μάλλον δύσκολο που ωστόσο μας καλεί μ’ όλες του τις φωνές και τα μπλε-γαλάζια του να το ζήσουμε. Είναι ένας χώρος όμορφος και προκλητικός, είσαστε σεις κι εμείς, είναι που διψάμε για ουρανό, είναι που αντιστεκόμαστε στη θλίψη των καιρών μας, είναι που διακηρύσσουμε την πίστη μας σε μια άλλη ζωή, πιο ποιητική κι είναι εδώ ένας ποιητής που τιμά την πόλη μας κι είναι και μια ποιητική συλλογή που ξαναδιαβάσαμε κι είναι εν τέλει η λαχτάρα μας για τις άλλες λέξεις, αυτές που θέλεις να διαβάσεις φωναχτά, να τις ακούς και να τις βλέπεις ν’ ακτινοβολούν, να κρίνουν και ν’ απελπίζονται, να βουτάνε στο σκοτάδι και να αναδύονται στο φως, να πληγώνουν και να σώζουν, να είναι τιμωροί και λυτρωτές, ναυαγοσώστες δηλαδή! Οι λέξεις ενός ποιητή είναι μια υπόσχεση αθανασίας γιατί η ποίηση αποτέλεσε την πρώτη μορφή λογοτεχνικής έκφρασης, μια πράξη άφατη, θαρραλέα.
Όλος ο χρόνος περικλείεται στην ποίηση, ο βιωμένος κι ο αβίωτος, σα μια γραμμή με αναμνήσεις από το παρελθόν κι από το μέλλον, άλλοτε τακτοποιημένες κι άλλοτε ατακτοποίητες, με θράσος κι ευγένεια, με λογική και παραλογισμούς για την ανθρώπινη περιπέτεια.
Δεν τα λέω αυτά τυχαία παρά συνειδητά, γιατί το ποιητικό κείμενο που μας απασχολεί απόψε κινείται πάνω σ’ αυτή τη διαχρονία κι απαντάει στην απληστία με πλήρη, λιτό και ουσιαστικό λόγο.
Μετά από 27 χρόνια, η επανέκδοση αυτού του κειμένου αποδεικνύεται σαφέστατα ελπιδοφόρες πιθανότητες διάσωσής μας σαν ένας λυγμός μακρόσυρτος αλλά και μια ματιά προς τα πάνω.
Δίχως ήρωες αλλά ίσως με μια διάθεση αυτοκριτικής κι αυτοσυνειδησίας για την κόλαση και τον παράδεισο της ανθρώπινης επίγειας κοινωνίας. Ως μαρτυρία για την άγρια μοναξιά των ημερών μας πια και την πρόταση μιας επιστροφής στο εμείς που πιθανά να φέρει την άνοιξη για όσους δεν φοβούνται, επειδή ξέρουν από δάκρυα.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραφε:
«παράταιρος ο λόγος ο δυνατός
μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει»
Κι εδώ έχουμε μια πολιτεία, που προφητικά σχεδόν ο ποιητής προέβλεψε την κατάρρευσή της, μόνος, «πρώτος κι έσχατος» όπως στο δωδεκάλογο του Γύφτου ο Παλαμάς, ο Τάσος Λειβαδίτης στις ποιητικές του συνθέσεις, ο Μιχάλης Κατσαρός στην πικρή ποιητική οξυδερκή πολιτική και κοινωνική κριτική του. Στο «άνυδρο παρόν» του ο ποιητής μέσα από μια τριμερή δομή του με σκηνοθεσία θεατρική και επικολυρική χροιά, με τη χρήση συμβόλων, ως «ναρκομανής της αλήθειας» και με θαυμαστή διακειμενικότητα (Μυθολογία- Θρησκεία-Ιστορία) γράφει για μια πόλη-χώρα σύμβολο μέσω της συνύπαρξης τριών κατηγοριών ανθρώπων.
Οι χυδαίοι, οι αδύνατοι κι οι φαέθοντες είναι ένα τριπλό σχήμα, επινοημένο σκηνικά και ποιητικά αλλά πραγματικό κοινωνικά, που ξεπερνώντας τις συνήθεις ταξικές διαφοροποιήσεις προσδιορίζει το χώρο και την κατάστασή του αξιακά κυρίως και στη συνέχεια τις ανθρώπινες στάσεις που οδηγούν είτε στο σκοταδισμό και την ειμαρμένη του τέλματος και του βούρκου, είτε στο αμυδρό φως μιας άλλης οπτικής βασανισμένης και βασανιστικής αλλά τελικά ζωοφόρας και ζωοδότρας.
Σαράντα τρία ποιήματα εκ των οποίων τα δύο προλογικά και το ένα επιλογικό, συγκροτούν το ενιαίο ποιητικό σώμα που αν, και σπονδυλωτό, συνιστά μια αδιάσπαστη αφήγηση σε Α΄ και Γ΄ πρόσωπο, ενικό και πληθυντικό για ευνόητους λόγους αποστασιοποίησης αλλά και συνύπαρξης, κριτικής αλλά και συμπάθειας του ποιητή με τη χώρα-σύμβολο, την ίδια του τη χώρα δηλαδή.
Στα 1978, ο Δημήτρης Δημητριάδης, συγγραφέας, έγραψε ένα οικτρό, σχεδόν άγριο κείμενο, αλλά αληθινό, ένα πεζογράφημα, με τίτλο «πεθαίνω σα χώρα», ένα σχέδιο προφητικού μυθιστορήματος, με μια παθιασμένη απελπισία, με εφιαλτική ατμόσφαιρα, κάπως νέο-υπέρ-ρεαλιστική σαν του Μίλτου Σαχτούρη, για το φόβο ότι θα «καταλήγαμε σε μια αιωνιότητα αμείωτου κενού».
Δεν ξέρω αν ο Κακατσάκης γνώριζε ή γνωρίζει το κείμενο, όμως αυτός ο μαρασμός και ο υπονομευτικός φόβος του Α’ και του Β’ μέρους του βιβλίου μας, αυτή η γύμνια της απόλυτης εκμηδένισης, αυτή η κατοχή από το κακό και το άνομο, το μιαρό και βέβηλο, αυτή η λασπουριά που κάλυψε τα πάντα, η χυδαιότητα κι η απατηλότητα, αυτό το άδειασμα από την ανθρώπινη αξία είναι τα βίαια χαρακτηριστικά αυτής της ουτοπικής (άραγε:) χώρας που αποκαλύπτεται ποιητικά από τον τιμώμενο απόψε.
Επιβλητικός ο λόγος στον πρόλογο, μεγαλόπνοος, προφητικός, εσχατολογικός, μεγαλειώδης. Μια διεύρυνση του ποιητικού υποκειμένου σε μια άλλη διάσταση, από την αρχή μέχρι και σήμερα.
Όχι όμως ένα ποιητικό υποκείμενο, αλαζονικό ΕΓΩ αλλά δηλωτικό της τεράστιας ευθύνης του ΑΝΘΡΩΠΟΥ, του μόνου στη διαχρονία του, η αιώνια ΜΟΝΑΞΙΑ του ποιητή!
Στην πρώτη λοιπόν δομική ενότητα του έργου που επιγράφεται « η εμφάνιση των χυδαίων», η ποιητική φράση του Τάκη Σινόπουλου «Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη» (Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ), «φοβάμαι» νομίζω ότι κυριαρχεί ως πύκνωση αυτής της απάνθρωπης ατμόσφαιρας.
Η είσοδος και η επικράτηση των χυδαίων, το οριστικό τέλος της μέρας, ένας μεσαίωνας και η κατατρόπωση της πραγματικής ζωής, η υποκρισία, το άπλωμα του θανάτου, η νύχτα η αξημέρωτη, ο φόβος, η ανθρωποκτόνα μηχανή, η παράλογη πειθαρχία, η δολοφονία των ονείρων, η κατάργηση του ανθρώπου, η μιαρότητα, η παρακμή των αξιών, η καταστολή των επιθυμιών, οι κατασκευασμένοι ήρωες, η ιστορική εκτροπή, το διαρκές γήρας, το τέλος της αγάπης, η εκποίηση των ελπίδων, η εμπορευματοποίηση του ανθρώπου, το διαρκές τέλος…
Ορατότης μηδέν… Ένας διαρκής φόβος, η ωμοφαγία, μια απέραντη επικράτεια της απελπισίας…
Η Κάζοβαρ του τρόμου και του γκρίζου, των ανθρωποκτονιών του χαλκευμένου όνειρου, των ληστών και των καταπατητών, των βαρβάρων του Καβάφη, αυτών όμως που ήδη έχουν εισβάλει. Η Κάζοβαρ ένα οργουελικό τοπίο, καθόλου επιστημονικής φαντασίας, εδώ πλανήτης γη…
Ένα επιθετικό τοπίο με το ρόγχο του θανάτου, μια νύχτα, η ασχήμια κι η κατάρρευση, μια κίνηση προς τα κάτω…
Στο «τραγούδι του εμπόρου» ο Μπέρτολ Μπρεχτ έγραφε:
«Τι είναι στ’ αλήθεια ο άνθρωπος;
Που να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι τάχα!
Ξέρω την τιμή του μονάχα!»
Αυτή είναι κι η διαπίστωση του Βαγγέλη Κακατσάκη στο τέλος της Α’ ενότητας με το ποίημα «Γενικό εμπόριο» Τυχαίο; Στο Β΄ μέρος του σπονδυλωτού ποιήματος με τίτλο «Απολογία αδυνάτων», ο ποιητής αναπαριστά τα νέα ήθη αυτής της κοινωνίας και τη συμπεριφορά της αποδοχής της απελπιστικής και απελπισμένης των κατοίκων της Κάζοβαρ. Καμιά Ανάσταση, ούτε καν η υπόσχεση μιας ελπιδοφόρας θρησκείας δεν υπάρχει. Η Ζωή εν Τάφω, χωρίς ίχνος διαφυγής, αντί για λόγια ψελλίσματα, η ένοχη σιωπή που είναι συνενοχή, οι χαμένες άνοιξες κι η θύμησή τους.
Ως νέοι «Μοιραίοι» του Βάρναλη με μια παθητική προσμονή, χωρίς έξοδο, πολιορκημένοι και δουλοπρεπείς, ξυπόλητοι και μόνοι, μόνο με αναμνήσεις αλλά χωρίς επιδιώξεις, χωρίς μέλλον, εγκλωβισμένοι σ’ ένα αφόρητο παρόν, αιχμάλωτοι των διαψεύσεων τους, κακορίζικοι, στα παζάρια τα όνειρά τους…
Ο μαρασμός, η αναβολή, οι επιθυμίες οι ανεκπλήρωτες κι οι ανέκφραστες, ο θάνατος της αγάπης, η κατάργηση των αντιδράσεων… Γεμάτες απουσία οι ψυχές τους, ενοχές προκατασκευασμένες, μοιρολόγια τα τραγούδια τους… Μόνη σωτηρία η θύμηση, όταν η μνήμη γίνεται κιβωτός για να ξαναξεκινήσει η ζωή, όπως της πρέπει…
Συμβιβασμένοι και δουλοπρεπείς, απέραντα πληγωμένοι, έρπουν σχεδόν, ένα με το χώμα και τη λάσπη, γέμισε λέξεις απαγορευμένες η γλώσσα τους, αναίσθητοι και ζώντες κατά τύχη, «άβουλοι αντάμα προσμένουμε ίσως ένα θάμα», οικείος στίχος μιας σκληρής αυτογνωσίας για όλες τις εποχές, όταν απειλείται ο άνθρωπος κι αντί να απαιτεί, επαιτεί…
Φαίνεται όμως ότι ο ποιητής είναι διατεθειμένος να ανοίξει το δρόμο. Ν’ απελπίσει την απελπισία και με τις λέξεις του να σκοτώσει το θάνατο. Ξέρει καλά τι χαλάει τον άνθρωπο. Κι έτσι στο 3ο και τελευταίο μέρος αυτής της ποιητικής σύνθεσης, όταν πια αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η χώρα δεν μας είναι και τόσο άγνωστη, θα ‘λεγα μάλιστα το αντίθετο «στο ημερολόγιο του Φαέθοντα» ο ποιητής αξιοποιεί το μυθολογικό σύμβολο με μια ηχηρή διακειμενικότητα για να δηλώσει ότι το ταξίδι στο φως, ως οδηγός του άρματος του ήλιου ενέχει κινδύνους γιατί ο ήλιος φωτίζει, χαρίζει τη ζωή αλλά όπως γράφει ο Ναζίμ Χικμέτ « αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ».
Αχνοφαίνεται το όραμα της ζωής, ο αντίλογος της ζωής κι από το πηγάδι βγαίνει το λαγαρό νερό, από την ενδοσκόπηση η απόφαση γι αντιδράσεις, η παιδική ηλικία της ανθρωπότητας εν είδη αγνότητας κι αθωότητας μπορεί και να γυρίσει ο έρωτας ως ζωογόνα δύναμη μαζί με την πράξη που αποθεώνει τη ζωή…
Συμβολικοί οι τύποι των ποιημάτων του 3ου μέρους πηγάδια, η προσδοκία της ιστορικής αλήθειας, η αθανασία, τα περιστέρια, ο λόγος κι ο αντίλογος, το καλοκαίρι και η τελική κατάφαση του «θα ‘ρθει καιρός»
Η νεοελληνική ιστορία κι οι σηματοδοτήσεις της, η Ανάσταση της ορθόδοξης παράδοσης, το 41 και το Πολυτεχνείο είναι οι σταθμοί που ο ποιητής θα στηρίξει τις προσδοκίες και τα φωτεινά του οράματα αυτούς τους αγίους του ελληνικού εικονοστάσιου και θα μιλήσει για τους ολότελα δοσμένους στον κοινό αγώνα ήρωες που αφειδώλευτα κι ιδανικά έγιναν εραστές της συλλογικής αφύπνισης και πίστεψαν κι έπραξαν και κήρυξαν και διέδωσαν και καήκανε οι ίδιοι στη φωτιά της ουτοπίας τους.
Ο κηρυγμένος πόλεμος στο κακό και στο ψέμα, σ’ ότι απειλεί και χαλάει τον άνθρωπο, σε ότι δολοφονεί το όνειρο, σ’ ότι εμποδίζει την επέλαση της άνοιξης, γίνεται ποίηση με λέξεις στέρεες και λιτές, ασυμβίβαστες κι ελεύθερες, κι έτσι η ποίηση μεταμορφώνεται σε πράξη και στάση και βιοθεωρία ορατή και διαφανή. Ο ποιητής εκτίθεται σχεδόν ηρωικά, συναντιέται με μας, δεν σιωπά, δεν ολισθαίνει, επανέρχεται, υπενθυμίζει, προτάσσει, ανοίγει το «πηγάδι της κραυγής».
Και μάλλον συμπορεύεται με τον Μιχάλη Κατσαρό, που στο ποίημά του κατά Σαδδουκαίων έγραψε:
«Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
Η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση, μαζεύω»
Κι ο Γιάννης Ρίτσος Ανυπόταχτη Πολιτεία καλεί την πόλη του να ξεσηκωθεί κι αρθρώνει έναν ανάλογο μελλοντολογικό λόγο.
« Μη φοβηθείτε, όσοι ξέρετε από δάκρυα»
Έτσι κλείνει το βιβλίο του ο Βαγγέλης Κακατσάκης. Σηματοδοτεί την υποσχεμένη μέρα του μέλλοντα χρόνου, σε μια έξοδο στην αυλή ενός καλύτερου κόσμου. Και εμείς μέσα από τη διαρκή επανάσταση της ποιητικής πράξης που δηλώνει παρούσα στα δύσκολα του ανθρώπου μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον στίχο του Μιχάλη Γκανά:
« Ο τελευταίος στίχος δε μένει πάντα τελευταίος
Κάποτε γίνεται πρώτος στίχος ενός ποιήματος
Που γράφει κάποιος αναγνώστης»
Δεν είναι αγαπητέ Βαγγέλη ότι θα γίνουμε κι εμείς ποιητές αλλά είναι ανοιχτοί, ανάλαφροι, μάρτυρες του καιρού μας, όχι οπαδοί αλλά πολίτες, σκεπτόμενοι κι ονειροπόλοι, αφοσιωμένοι στη ζωή με πολλαπλές εμπειρίες και βιώματα, στο τέλος μιας εποχής, χωρίς συλλογικούς μύθους, χαμένοι σε έναν απόλυτο σχετικισμό και ενίοτε με πτήσεις στα προσωπικά μας κενά χρειαζόμαστε ως π
της ζωής που προσφέρει απλόχερα η ποίηση με τα πολύτιμα υλικά της.
Ένας δάσκαλος γράφει. Αυτό είναι ακόμα σπουδαιότερο. Διαρκώς νέος δηλαδή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου