Το ανάθεμα του Βενιζέλου στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία)
«Μπροστά ο Δεσπότης με τα άμφια τα χρυσά/ τη Μήτρα, τα Εγκόλπια, τα διαμάντια/ την Πατερίτσα στο ζερβί και στο δεξί λιθάρι…/ έχει τα φρύδια του σμιχτά, τα χείλη σουφρωμένα/ κι ακολουθούν τα πλήθη αφιονισμένα… κοιτάξτε,/ να, δυο βουλευτές, ο Δήμαρχος, οι μαθητές/ οι συντεχνίες κι ο λαός./ Ολοι κοτρώνες και πάνε/ για τ’ ανάθεμα -θεέ μου τι κατάντια!-/ Στα πλάγια οι Επίστρατοι ουρλιάζουν σαν τσακάλια/ ζητώντας των αντιπάλων να πέσουν τα κεφάλια…/ κι η κουστωδία προχωρεί -κατάρες και φοβέρες-/ Πατρίδα να μην ξαναδείς ποτές τέτοιες ημέρες. Και φτάνει κάποτε η πομπή στην Αμαθούντα πάνω/ στέκει ο Δεσπότης και μ’ οργή και μίσος ξεφωνίζει:/ “Βενιζέλου του προδότου ανάθεμα αιώνιο ο λίθος ούτος/ έστω”.
Ομως εσύ ρε μπάρμπα Κρέστο, και συ ρε/ Κατσιγιάννη Θοδωρή και εσείς οι άλλοι, που αμολάτε τις κοτρώνες ποιος από σας ξέρει τι κάνει;/ ποιος μπορεί να πει στ’ αλήθεια τι έφταιξε εκείνος/ ο καημένος ο αναθεματισμένος;/ Μα τον κοσμάκη θα ρωτάω;/ Οι άρχοντές μας ας μας πουν, αντί του μάννα, την χολήν; Δεσπότη, εσύ το/ ξέχασες και μπροστολάτης έγινες του μίσους και του/ φθόνου. Καμάρωσε το ανάθεμα. Πύργωσε κάστρο/ ολάκερο κι έβαλες, ο αναμάρτητος εσύ, τον πρώτο λίθο./ Καμάρωσε το ποίμνιο με τον φανατισμό του/ και πες του απ’ αύριο, αν το μπορείς πως πρέπει/ τάχα ν’ αγαπάει καθένας τον πλησίον του, όπως/ τον εαυτό του./ Ομως εκεί στην Αρκαδιά λεβέντης που ’χε και μυαλό/ μα προπαντός είχε καρδιά,/ σαν έφτασε τ’ απόγιομα,/ σέλωσε τον ψαρή του, βάζει μια φέρμελη χρυσή/ τη φουστανέλλα την καλή, το κόκκινό του φέσι/ στραβό όπως τ’ αρέσει…./ Στεφάνι δάφνινο κρατεί με θαλασσιές κορδέλλες/ και φτάνει -Αη Γιώργης όμορφος- του δειλινού/ την ώρα- ο Μπάρμπα Γιάννης ο Μουσάς -και το ρίχνει εκεί ψηλά στ’ ανάθεμα- κι ενώ δακρύζει/ ο άντρακλας, πατέρας δώδεκα παιδιών, λέει/ “ας πάω τώρα”./ Οι αύρες ανεμίζουνε τις θαλασσιές κορδέλλες/ και μερικοί που ’ρθαν αργά, κοιτάνε το στεφάνι/ που γκρέμισε τ’ Ανάθεμα και τα ’χουνε χαμένα…/ όμως το χέρι τους κοντό, κανένας δεν το φτάνει/ ετούτο το στεφάνι./ Και το στεφάνι μένει εκεί να καταλεί τ’ ανάθεμα/ γιατ’ είναι της ευγνωμοσύνης το στεφάνι, δόξα για τον πατέρα της φυλής και λεβεντιά/ για τον Μουσά τον Μπάρμπα Γιάννη». Το ποίημα “Ο Μπαρμπα-Γιάννης ο Μουσάς” του Θάνου Θανόπουλου.
Ενα από τα κείμενα που διάβασα χθες στην εκδήλωση που έγινε στον περίβολο του Ιερού Ναού της Ζωοδόχου Πηγής στις Μουρνιές Χανίων από το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” για τη συμπλήρωση 100 ετών από το επαναστατικό κίνημα του 1916. Αγνωστο εντελώς στο ευρύ κοινό. Να ’ναι καλά ο και φίλος μου και φίλος του Ιδρύματος τ. σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Νίκος Νικολόπουλος, που το ανακάλυψε στο υπέροχο βιβλίο – λεύκωμα της Τζίμας Ιμιρζιάδη “Κυπαρισσία με αφορμή την ιστορία” και μου το έστειλε. Και βέβαια η συγγραφέας του βιβλίου – λευκώματος με την οποία επικοινώνησα για επιπλέον πληροφορίες…
Ο Θάνος Θανόπουλος γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1918 και πέθανε στην Αθήνα το 2000. Εργαζόμενος σπούδασε στην ΑΣΟΕ και ήταν λογιστής. Είχε πάρει μέρος στη Μάχη του Ρούπελ, όπου και τραυματίστηκε και εκρίθη με νόμο του Βενιζέλου Ταγματάρχης σε πολιτική διαθεσιμότητα. Εγραφε ποιήματα που το 1998 έγιναν ένα μικρό βιβλίο με τίτλο “Για την ειρήνη, τον έρωτα, τη γενέτειρα με νοσταλγία”. Ο Μπαρμπα-Γιάννης ο Μουσάς είναι παρατσούκλι του Γιάννη Ιωαννίδη κι έχει πολλούς απογόνους σ’ όλον τον κόσμο…
Διόρθωση: Συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο Βάμου και όχι καθηγητής μου όπως ήθελε ο… δαίμων του Τυπογραφείου (“Στάσεις” Παρασκευής 26 Αυγούστου, ήταν βέβαια, ο παπα-Χρήστος Παπουτσάκης.
Χανιώτικα νέα (30.08.2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου