Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ


ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ





«Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο. Μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντριευόμουν. Μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα. Το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα. O πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα. Ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του: “Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος… Κάμε το σταυρό σου”. O δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο. “Ετούτος είναι ο γιος μου”, του ’πε ο πατέρας μου». Νίκος Καζαντζάκης, από το βιβλίο του “Αναφορά στον Γκρέκο”.

«Μούλε! Μούλεε! Μούλεεε! Μούλεεεε!/ Μούλεεεεε! Μούλεεεεεε! Μούλεεεεεεε!/ Εφτά φορές το φώναξα/ προσθέτοντας, κάθε φορά,/ ένα παραπάνω “ε”./ Μόλις το πρωί/ το είχα ακούσει απ’ τον πατέρα μου/ με ένα μόνο “ε” στο τέλος./ Το είπε στην ξαπλωμένη γριά φοράδα μας/ κι αυτή ευθύς, χωρίς να δυσκολευτεί καθόλου,/ σηκώθηκε υπάκουη/ να φορέσει το σαμάρι της./ Hταν η εποχή που μάθαινα τις λέξεις,/ ανακαλύπτοντας το βάρος τους./ Η εποχή που ζύγιαζα το βάρος τους,/ λέγοντάς τες δυνατά./ Μια λιόκαλη μέρα, άνοιξη καιρού./ Ανάμεσα στα τρία και στα τέσσερά μου χρόνια./ Κι όμως./ Κούφια, άδεια ήταν αυτή η λέξη,/ έτσι όπως βγήκε/ απ’ τα χείλη μου/ το βράδυ εκείνης της ημέρας./ Φαρδιά πλατιά κειτόταν/ στις πλάκες της αυλής η γριά φοράδα μας,/ χωρίς καμιά διάθεση να σηκωθεί.// “Ψόφησε..!”/ είπε με δάκρυα στα μάτια,/ λίγο πιο πέρα, ο πατέρας μου./ Hταν μια καινούρια λέξη·/ πολύ βαρύτερη απ’ το “μούλε”./ Και με τα εφτά τα “ε” στο τέλος». Το ποίημά μου “Μούλε” (μόριο παρακελευστικό απευθυνόμενο στα άλογα και στα μουλάρια – κλητική του ουσιαστικού μούλος = νόθος) από την ποιητική συλλογή “Oταν γίνεις ποίημα” (“Πυξίδα της Πόλης”, Χανιά 2013).

Μικρό αφιέρωμα στον πατέρα, με αφορμή την άγνωστη στους πολλούς γιορτή του, που είναι μεθαύριο, τρίτη Κυριακή του Ιούνη. Μια γυναίκα και συγκεκριμένα η Αμερικανίδα Σονόρα Σμαρτ – Ντoντ, ήταν η εμπνεύστριά της. Hθελε να τιμήσει τον πατέρα της Ουίλιαμ Σμαρτ, βετεράνο του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου που ανέθρεψε μόνος του 6 παιδιά. Στις 19 Ιουνίου 1910 στο Σπόκεν των Ηνωμένων Πολιτειών ο πρώτος εορτασμός, κατά την “κρατούσα” εκδοχή: Στις 5 Ιουλίου 1908 προς τιμήν των 210 νεκρών πατεράδων που έχασαν τη ζωή τους σε ορυχείο, κατά μια άλλη. Το 1966 πάντως από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον η καθιέρωσή της. Δεν “περπάτησε”, όπως αυτή της Μητέρας, τη δεύτερη Κυριακή του Μάη, ωστόσο.


ΜΕΤΑΚΟΡΩΝΟΙΚΑ…


«Να συνεχιστούν ή να μη συνεχιστούν;». Για τα “Μετακορωνοϊκά…” το γράφω. Ας συνεχιστούν για σήμερα και βλέπουμε. Απού ζει μεταζώνεται. Το μόνο σίγουρο ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο. Θολό, πολύ θολό το τοπίο στην μετακορωνοϊκή εποχή.

Αγκωνίζομαι, αγκωνίζεσαι, αγκωνίζεται, αγκωνιζόμαστε, αγκωνίζεστε, αγκωνίζονται… Σε ενεστώτα χρόνο, εγκλίσεως οριστικής, παθητικής φωνής το καινούριο ρήμα. Μέγας διδάσκαλός του ο πρωθυπουργός της χώρας. Πλάκα, πλάκα, ο φόβος όπως και η πενία, “τέχνας κατεργάζεται”, νέους τρόπους επικοινωνίας δηλαδή.

Βεβαίως παρούσα και στα σημερινά “μετακορωνοϊκά” η μαντιναδολόγος μας, η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. Οι πανελλήνιες εξετάσεις το θέμα στις τρεις μαντινάδες της. «Αυτές οι πανελλήνιες διαφέρουνε ντελόγο/ οι μαθητές αγχώνονται για έναν ακόμα λόγο», μας λέει στην πρώτη. Για να συνεχίσει στη δεύτερη: «Το διάβασμα από τη μια, ο ιός από την άλλη/ χρειάζεται επιμονή κι υπομονή μεγάλη». Και να καταλήξει στην τρίτη: «Με όπλο τους τη μόρφωση, τα νιάτα τους ασπίδα/ θα πολεμήσουν τον ιό, θα ζουν με την ελπίδα». Ευχαριστώ, Νεκταρία!

(Χανιώτικα νέα, Παρασκευή, 19 Ιουνίου 2020)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου