Φίλες και φίλοι, καλημέρα!
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ανθρώπου έχει σχέση με τον καιρό που κάνει την ημέρα της κηδείας του, μου είπε ο και καλός φίλος, γνωστός τοις πάσι δάσκαλος - λαογράφος, Σταμάτης Αποστολάκης συνοδεύοντας το φευγιό σου! Λιόκαλη ήταν η ημέρα της κηδείας σου, μάνα! Μέρα για ελιές, αν δεν ήταν μέρα των Φώτων. Μέρα που οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί για να σε δεχτούν (13.1.11).
ΠΟΤΕΣ ΤΗΣ δεν μπήκε στο σπίτι, όταν ερχόταν από κάπου, με άδεια χέρια η μάνα μου. Αν δεν έφερνε κάτι, έπαιρνε απ' έξω ένα ξύλο και το έβαζε μέσα. Για να μην τρέμουν και τα τέσσερα καντούνια του σπιτιού, έλεγε. (14.1.11).
'ΧΤΥΠΑΕΙ η καρδιά μου πένθιμα στη θύμισή σου μάνα/ σαν τση Μεγάλης Παρασκής τη θλιβερή καμπάνα''. Από τη γνωστή και καλή μαντιναδολόγο, Αντωνία Μηλογιαννάκη, η μαντινάδα αυτή για τη μητέρα της. Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος απ' αυτούς που έχασαν τη μητέρα του, που να μην την θεωρεί δική του (15.1.11).
ΕΔΑ ΠΟΥ λείπεις ασκιανέ και δροσερέ μου αέρα/ σ' όποιο δεντρό κι ανέ σταθώ θα λιάζομ' όλη μέρα. Το μόνο που έκανα ήταν ν' αλλάξω το ρήμα 'φεύγεις' με το 'λείπεις' στη γνωστή μαντινάδα. Πολύ μου λείπει ώρες - ώρες η μάνα μου (18.1.11)
ΡΟΔΙΚΙΟ, ΣΗΡΙΔΕΣ, προβατίνες, κλινοκαρές, βρούβες, αχατζίκοι, καυκαλίδες (καυκαλίδα μυρισμένη, πεθερά δαιμονισμένη), κουτσουνάδες, παστενάγλες, μαρουλίδες, χτυπαλίδια, σταφυλινάκοι, γλυκομαντηλίδες, γαλατσίδες, τσώχοι, βυζάνες, τυλιγάδια, αγκαβάνοι... Ολων των λογιών τα χόρτα μού μάθαινε να βρίσκω η μάνα μου (20.1.11).
ΓΕΝΑΡΗ ΜΗΝΑ κλάδευε, φεγγάρι μην ξανοίγεις! Νωρίς - νωρίς, μέχρι τ' Αϊ – Γρηγόρη, στις 25 του μήνα, ήθελε να ’χουμε κλαδεμένη την κρεβατίνα η μάνα μου. Και γιατί η γινωμένη δουλειά δεν φοβάται ποτέ τζη την αγίνωτη, όπως έλεγε (αχ αυτός ο πικρός παρατατικός!) (21.1.11).
ΟΛΟ έλεγα να το βάλω στο τέλος των 'Πεταχτών' το απόσπασμα από το ποίημα 'Αμίλητα' του Λορέντζου Μαβίλη κι όλο το ανέβαλα. Το βάζω καθυστερημένα σήμερα. 'Χρυσομάνα, εμαράθηκαν, τα φύλλα/ και χειμώνας πλακώνει· σε θωράω/ κατάματα με τρόμου ανατριχίλα' (25.1.11).
Ο ΑΓΓΟΥΡΟΦΑΣ ΕΦΑΕ, ο μεστωτής δεν έφαε. Πέρυσι τέτοιον καιρό μου την είπε αυτήν την παροιμία η μάνα μου. Γι' αυτούς που έχουν ακόμα τσ' ελιές τους αμάζωχτες τη γράφω! (27.1.11).
ΣΕ ΖΗΛΕΥΩ, με την καλή έννοια, μου είπε τις προάλλες στο τηλέφωνο ο φίλος μου απ' τα παλιά συνταξιούχος δάσκαλος Λεωνίδας Βεγλιρής. Γιατί έχω, λέει, την ευκαιρία όλο και κάτι να γράφω για τη μάνα μου, που έφυγε. Μοναχό του πάει το μολύβι, Λεωνίδα, όταν νιώθω την ψυχή μου να φτερουγίζει από πάνω της, του είπα (28.1.11).
ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ 'Πεταχτά' τα έγραψα για τη μάνα μου που έφυγε πριν από σαράντα ημέρες για το άλλο ημισφαίριο της ζωής. Τα ξαναδημοσιεύω, όλα μαζί (τα περισσότερα) σήμερα. Οχι, βέβαια, μόνο γιατί μου το ζήτησαν πολλοί, αναγνώστες της στήλης.
'2825051.../ Τηλεφωνώ./ Να πω στη μητέρα μου/ την καλημέρα της καινούριας μέρας, θέλω./ Το τηλέφωνο δεν απαντά./ Η κυρία Ηρα θα την αλλάζει, σκέφτομαι./ Τηλεφωνώ, ξανά, ξανά, ξανά, ξανά, ξανά.../ Το τηλέφωνο επιμένει να μην απαντά./ Εχω ξεχάσει ότι η μάνα μου/ ζει εδώ και σαράντα μέρες/ στο άλλο ημισφαίριο της ζωής. Σε άγνωστη διεύθυνση./ Δίχως τηλέφωνο./ Επιμένω./ Κάποτε το τηλέφωνο θ' απαντήσει./ Θα το ακούσει, όπου κι αν βρίσκεται και θα τρέξει να το σηκώσει. Η ίδια./ Την ξέρω καλά τη μάνα μου εγώ...'.
Το ποίημα του γράφοντος 'Το βουβό τηλέφωνο'.
ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ!
(http//:petaxta.blogspot.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου