Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

ΘΡΑΚΗ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ: ΤΑΞΙΔΙ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ




Γράφει ο Χαράλαμπος Θ. Ζήσης

Ένα ταξίδι έχει πολλές ταυτότητες. Πέραν της αλλαγής, της αναψυχής, των διακοπών και της ανάπαυλας, που για τον καθένα αποκτούν διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο, το ταξίδι διαμορφώνει μνήμη, αλλά και ανασύρει μνήμη – ατομική ή συλλογική. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε κι εμείς για αναψηλάφηση μιας οικογενειακής μνήμης που αποτελούσε καημό κι ευθύνη
. Ο παππούς Κρητικός από το Νίππος Αποκορώνου (Γεώργιος Αντ. Κακατσάκης) που βρέθηκε αστυνομικός στην Κεσσάνη της Ανατολικής Θράκης κατά το σύντομο διάστημα της Ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή (1920-22), όπου γνώρισε την μετέπειτα γυναίκα του Δέσποινα από το χωριό Μεγαρίσι. Μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από τις εστίες τους και την ανταλλαγή των πληθυσμών, το ζευγάρι έφυγε για την Κρήτη και ακολούθως για τη Δυτική Θράκη, όπου έζησε για μια περίπου δεκαετία (1926-35) στα χωριά Δέρειο και Κυπρίνος του Έβρου κοντά στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα και όχι πολύ μακριά από τα αντίστοιχα Ελληνοτουρκικά.
Από την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα δεν επέστρεψε κανείς από την οικογένεια στα μέρη αυτά. Ο παππούς και η γιαγιά πέθαναν με διηγήσεις από την περιοχή και τα παιδιά τους ηλικιωμένοι πια κι αυτοί έμειναν με μνήμες παιδικής ηλικίας από τα χωριά της Δυτικής Θράκης. Όλοι μαζί, παιδιά κι εγγόνια ξεκινήσαμε για πρώτη φορά μετά από εβδομήντα τόσα χρόνια να δούμε την περιοχή της μνήμης
ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΔΕΡΕΙΟ.
Πρώτος σταθμός το Μικρό Δέρειο, χωριό αμιγώς χριστιανικό με 150 περίπου ψυχές, που απαρτίζει δήμο κοινό με το γειτονικό Μεγάλο Δέρειο, χωριό αμιγώς μουσουλμανικό με πληθυσμό σημαντικά μεγαλύτερο. Η αρμονική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων και το μοίρασμα σε συνήθειες και ήθη είναι το πρώτο που τόνισε ο συμπαθής ξενοδόχος Πασχάλης. Αντιλαμβανόμαστε πως οι απ’έξω έχουν άγχος για πράγματα που ουδόλως απασχολούν τους εκεί.…
Στο Δέρειο, εδώ κι ένα χρόνο, λειτουργεί ο φιλόξενος ξενώνας «Αρχονταρίκι», όπου με φροντίδα μάς υποδέχτηκαν οι ιδιοκτήτες έχοντάς μας ετοιμάσει εξαιρετικές λιχουδιές. Δυστυχώς από την προπολεμική εποχή τίποτα δεν διασωζόταν που να μας γυρίσει πίσω, ενώ κι ο γεροντότερος του χωριού είναι γεννημένος μετά το 1940. Ωστόσο, η αίσθηση του χώρου είναι πολύτιμη, η συνάντηση με τους ανθρώπους, η πληροφόρησή σου για πράγματα που γίνανε, έστω κι αν εσύ δεν βρισκόσουν εκεί, είναι κομμάτια απαραίτητα στην ανασύσταση του ψηφιδωτού της μνήμης. Άνθρωποι πολλοί φερμένοι από την Ανατολική Θράκη κατά τις μετακινήσεις των πληθυσμών βρήκαν φιλόξενο καταφύγιο στην περιοχή και στήσανε το σπιτικό τους κοντά στην παλιά πατρίδα, τόσο κοντά και τόσο μακριά συνάμα… Κι ήρθε μετά η εσωτερική μα κι η εξωτερική μετανάστευση να δώσει άλλο ένα χτύπημα στην περιοχή με τους ανθρώπους να μετακινούνται για Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Αλεξανδρούπολη από το 70 μέχρι το 90, τόσο ώστε να μην υπάρχουν νέοι στο χωριό, κυρίως όμως νέες, όπως συχνά συμβαίνει στην Ελληνική ενδοχώρα.
Ο χειμώνας φέτος εκεί πάνω ήτανε βαρύς με χιόνι πολύ και κρύο τσουχτερό που «έκαψε» τα δέντρα κι έκανε τη ζωή πολύ πιο δύσκολη κάνοντας ζημιά στις καλλιέργειες. Εμείς από την άλλη στο δικό μας «θερμοκήπιο» της Αθήνας ζήσαμε τον πιο ζεστό χειμώνα όλων των εποχών ανίδεοι κι ανυποψίαστοι για το τι συμβαίνει λίγο πιο πέρα απ’το μικρόκοσμό μας.
ΣΤΟΝ ΚΥΠΡΙΝΟ
Την επόμενη μέρα, πρωί Μεγάλης Τρίτης, ξεκινήσαμε σ’ένα ευχάριστο πρωινό λουσμένο με φως για τον Κυπρίνο, κεφαλοχώρι του βορειοδυτικού Έβρου, πολύ κοντά στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ακολουθώντας μια διαδρομή παράλληλη προς τη συνοριακή γραμμή. Ο Κυπρίνος βρίσκεται πολύ κοντά στον ποταμό Άρδα, παραπόταμο του Έβρου, που έρχεται από τη Βουλγαρία και μεταφέρει σημαντικό όγκο νερού. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 30 το ποτάμι πλημμύρισε, κάλυψε όλο το χωριό προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές και οδηγώντας τους ανθρώπους σε απόγνωση. Ο αστυνόμος του χωριού, Κρητικός παππούς, πρωτοστάτησε στο σχεδιασμό ρυμοτομικού σχεδίου για το νέο χωριό που δημιουργήθηκε σε θέση γειτονική με το παλιό, πιο ασφαλή κι απρόσβλητη από τις πλημμύρες του ποταμού. Σε συναντήσή μας με τον τωρινό αστυνόμο του χωριού, ευγενικό τριαντάχρονο παλληκάρι από τη Θεσσαλονίκη, μάθαμε ότι είναι μόνος στον αστυνομικό σταθμό, χωρίς καν αστυνομικό όχημα, πως ο σταθμός διατηρείται για ιστορικούς λόγους, πως το αστυνομικό δελτίο είναι εξαιρετικά πτωχό κι οι κάτοικοι της περιοχής φιλήσυχοι και πως τέλος σύντομα – φευ – καταργείται ο σταθμός και εντάσσεται στην αστυνομία Ορεστιάδος.
Εκεί λοιπόν δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει το παλιό χωριό που καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς στις πλημμύρες του ποταμού το 30, ενώ το σύγχρονο χωριό είναι πλήρως τετραγωνισμένο, με υποδειγματική ρυμοτομία και όμορφους φαρδείς δρόμους. Ο δήμαρχος είχε την καλοσύνη να μας προσφέρει καφέ στο γραφείο του και να μας μιλήσει για τους 250 μόνιμους κατοίκους του χωριού, τις ασχολίες τους και τις προοπτικές του χώρου, που μάλλον δεν διαγράφονται και τόσο ευοίωνες.
ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Μετά την περιήγησή μας στην περιοχή και μετά από μια σύντομη επίσκεψή μας στο Σουφλί με την άλλοτε κραταιά και ακμάζουσα συροτροφία και μεταξουργία του, που καταβάλλεται προσπάθεια να αναβιώσει, περάσαμε τα Ελληνοτουρκικά σύνορα και κατευθυνθήκαμε προς Κωνσταντινούπολη. Πολύ κοντά στα σύνορα βρίσκεται η Κεσσάνη, πρωτεύουσα νομού, κέντρο Ελληνισμού κατά το παρελθόν, πόλη 50000 κατοίκων, με στρατιωτική παρουσία λόγω γειτνίασης με τα σύνορα και εμφανή αγροτοκτηνοτροφικό χαρακτήρα, που θυμίζει ελληνικές επαρχιακές πόλεις δεκαετίας 50 ή 60, όταν η Ελλάδα είχε τον ίδιο προσανατολισμό στην οικονομία της και βρισκόταν στο στάδιο της οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Έντονη η μυρωδιά κάρβουνου στο χώρο, που η καύση του χρησιμοποιείται για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών.
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
Το χωριό της γιαγιάς απέχει μόλις 25 χιλιόμετρα από την Κεσσάνη και ακολουθούμε τον εθνικό δρόμο προς Καλλίπολη στρίβοντας δεξιά 5 χιλιόμετρα μετά ακολουθώντας έναν μικρό επαρχιακό δρόμο που περνά μέσα από τα χωριά της περιοχής νότια της Κεσσάνης. Κατευθυνόμαστε προς Μεγαρίσι (σημερινή ονομασία Gökçetepe). Για να φτάσουμε στο Μεγαρίσι περνάμε μέσα από μια δασική διαδρομή με πεύκα θαυμάζοντας το πόσο περιποιημένο και καθαρό είναι το δάσος. Δεν υπάρχουν πουθενά σκουπίδια, αλλά ούτε και πευκοβελόνες, που έχουν ήδη καθαριστεί για την πρόληψη πυρκαγιάς. Διασχίζουμε τη ράχη του βουνού και αντικρίζουμε την πίσω πλευρά προς τη θάλασσα, όπου και το Μεγαρίσι, λουσμένο στο απογευματινό φως με υπέροχη θέα στη θάλασσα. Το χωριό βρίσκεται ψηλά σε πλαγιά με αμπέλια, πεύκα, οπωροφόρα δέντρα και βλέπει στον κόλπο του Σάρου. Εκεί η θάλασσα είναι σχεδόν πάντα ήρεμη, οι γραμμές του τοπίου αρμονικές και το φως γλυκό. Είναι αυτό που έχουμε συνηθίσει να λέμε τοπίο ελληνικό.
Παρότι τόσο κοντά σε αστικά κέντρα, το χωριό είναι απομονωμένο και οι άνθρωποι έχουν αποκλειστική ασχολία τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Υπάρχει ζωντάνια και κίνηση στο κέντρο του με το τζαμί να δεσπόζει και τα δυο κεντρικά καφενεία να συγκεντρώνουν άντρες που πίνουν το απογευματινό τους τσάι και παίζουν χαρτιά. Μας κοιτάζουν γεμάτοι περιέργεια. Είναι φανερό πως ξένοι δεν φτάνουν συχνά στο χωριό τους αυτή την εποχή. Κανείς δεν ξέρει άλλη γλώσσα εκτός από τα τουρκικά. Ωστόσο, με εγκαρδιότητα μεγάλη μας προσκαλούν να μας τρατάρουν τσάι και να μας φιλέψουν από τα λίγα προϊόντα του καφενέ.Προσφέρουν στα παιδιά μας πατατάκια και μπάλες παιχνιδιού. Ρωτώ ένα νεαρό που βρίσκεται κοντά μας εάν υπάρχει κάποιος να μιλάει αγγλικά. Καλεί με το κινητό του τηλέφωνο, η απάντηση είναι αρνητική. Προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με αυτοσχέδια νοηματική και κάποιες σκόρπιες τούρκικες λέξεις του ελληνικού λεξιλογίου. Προσπαθούμε να τους δώσουμε να καταλάβουνε τι γυρεύουμε στον τόπο τους. Δυστυχώς κανείς δεν διασώζει μνήμες από την εποχή αυτή, αφού κι οι πιο παλιοί γεννήθηκαν αργότερα. Οι τωρινοί κάτοικοι του χωριού ήρθαν από την Ελλάδα με τις ανταλλαγές, οι Έλληνες έφυγαν από κει μέσα σε 20 μέρες εγκαταλείποντας το βιος τους. Κατηφορίζουμε προς τη θάλασσα και βλέπουμε στο δρόμο παραθεριστικές κατοικίες, κάποιες με πισίνες, μικρά ξενοδοχεία κι ενοικιαζόμενα δωμάτια. Έρχεται κόσμος εδώ το καλοκαίρι στην παραλία του χωριού. Είναι όμως τέλος Μαρτίου τώρα κι όλα φαντάζουν εγκαταλειμμένα κι έρημα. Φτάνουμε εκεί που σκάει το κύμα, εκεί που η γιαγιά κατέβαινε με τις κοπέλες του χωριού στις αρχές του 20ου αιώνα και μετέφερε τις μνήμες στα παιδιά της και τα εγγόνια της για την ανέμελη ζωή και την ομορφιά του τοπίου. Επιστρέφουμε παίρνοντας κάποιες τελευταίες φωτογραφίες. Αναλογίζομαι πόσο διαφορετικά για τον ίδιο τόπο διαμορφώνεται η μνήμη η δική μας από τη μνήμη των ανθρώπων που ζουν εκεί και τι μπορεί να σημαίνει ο τόπος για τον καθένα μας που τον είδε, τον γνώρισε ή δεν τον γνώρισε. Πάνω στο δρόμο της επιστροφής περνώντας από το χωριό Pirnar βλέπω πάνω στο δρόμο ένα αδιάφορο κατά τ’άλλα σπίτι με ενσωματωμένη στην πρόσοψη ελληνική κτητορική πλάκα. Οι άνθρωποι πέρασαν, έφυγαν, άφησαν το αποτύπωμά τους εκατό χρόνια μετά…
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Μεγάλη Τετάρτη φτάσαμε στην Πόλη, πόλη εμβληματική για όλους τους Έλληνες που συνοψίζει το χαμένο μεγαλείο ενός μακραίωνου κομματιού της ιστορίας μας και αποτελεί σημείο αναφοράς της ορθόδοξης ταυτότητάς μας με όλα τα θετικά και αρνητικά παρεπόμενα. Οκτώ χρόνια μετά την τελευταία επίσκεψή μου στην Κωνσταντινούπολη διαπίστωσα εκρηκτική διαφοροποίηση στο μέγεθος και την ανάπτυξή της. Είναι πια μια χαοτική μητρόπολη 17 εκατομμυρίων που εκτείνεται σε μήκος 200 και πλέον χιλιομέτρων και οι κατασκευαστικοί ρυθμοί της είναι αδιάκοποι και ανεξάντλητοι. Σου δίνει την αίσθηση του ανεξέλεγκτου και πολύμορφου, αφού μέσα στην ίδια αγκαλιά συνυπάρχουν μεγαλοαστοί Τούρκοι με ευρωπαϊκή παιδεία, νεόπλουτοι, νεόκοποι επιχειρηματίες, φτωχός λαός από την Ανατολία, Κούρδοι, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι τουρίστες, αλλά και Άραβες, Πέρσες, Έλληνες επισκέπτες που βρίσκονται όλοι μαζί για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, αναψυχή, προσκύνημα, ψώνια, εμπόριο, έξαλλη ζωή. Φαίνεται πως ο καθείς βρίσκει αυτό που ζητάει από τη μητρόπολη.
ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΤΥΠΩΣΕΩΝ
Δεν θα σταθώ στο τουριστικό ή το περιηγητικό κομμάτι. Η Πόλη μπορεί να λειτουργήσει ως άσκηση αυτογνωσίας για τους νεοέλληνες. Ένα σημαντικό κομμάτι της ταυτότητάς μας βρίσκεται εκεί. Ανάμεσα στην Αγιά Σοφιά και τα Θεοδοσιανά τείχη με την κερκόπορτα, την Μπαλουκλιώτισσα και την Παναγία των Βλαχερνών, τα οθωμανικά τεμένη και παλάτια των σουλτάνων, μαθαίνουμε και για τη δική μας ιδιοπροσωπία.
Θα προσπαθήσω να καταθέσω κάποια σπαράγματα εντυπώσεων που συντιθέμενα, ίσως μας δώσουν ένα ψηφιδωτό αντιφατικό αλλά ενδιαφέρον, που μπορεί να μιλήσει και για μας:
• Μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα με το Τανζιμάτ (Αναδιοργάνωση) δόθηκε μισθός στους δημόσιους υπαλλήλους για να μη δέχονται δωροδοκίες. Την ίδια εποχή (1856) ο Σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ Α΄ έχτισε το μεγαλοπρεπές παλάτι του Ντολμαμπαχτσέ, με επιδεικτική χλιδή κατ’απομίμηση του παλατιού των Βερσαλλιών. Η κατασκευή αυτού του μεγαλεπήβολου έργου έγινε με χρήματα δανεικά από ξένες τράπεζες σε μια καταρρέουσα αυτοκρατορία, που βρισκόταν σε παρακμή και αποσύνθεση.
• Στην προσευχή της Παρασκευής συρρέουν πλήθη στα τζαμιά, ενώ στο δρόμο βλέπουμε όλο και περισσότερες Τουρκάλες, ακόμα και πολλά κορίτσια γυμνασιακής ηλικίας, να κυκλοφορούν με μαντήλα. Απ’την άλλη, μοντέρνα ευρωπαϊκά μπαρ αθέατα στους ανυποψίαστους τουρίστες (μια που το αλκοόλ επίσημα δεν σερβίρεται), που στεγάζονται στους πάνω ορόφους παλαιών πολυκατοικιών, χωρίς ενδεικτική πινακίδα στην πρόσοψη, με εξαιρετική αισθητική και πανοραμική θέα στο Βόσπορο, όπου συχνάζουν νεαρές με ντύσιμο κομψό και δυτικό αέρα που δεν ξεχωρίζουν από τις αντίστοιχες στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες.
• Από τη μια επαύλεις πολυτελείς, ειδικά στην Ασιατική ακτή του Βοσπόρου κι από την άλλη εκτάσεις ολόκληρες με παράγκες μέσα σε ρέματα (σωστές παραγκουπόλεις στην καρδιά της Πόλης) κι από δίπλα ουρανοξύστες με φιλόδοξα στελέχη στην είσοδό τους να καπνίζουν αγχωμένοι βγαίνοντας στις 6 το απόγευμα της Παρασκευής από μια εβδομάδα εξαντλητικής δουλειάς «αμερικανικού» τύπου. Εκατοντάδες ψαράδες, νέοι, γέροι και παιδιά, πάνω στη γέφυρα του Κεράτιου με τα καλάμια τους. Βιοπορίζονται περιμένοντας ολημερίς να τσιμπήσει κάποιο ψάρι από την φημολογούμενη ως πλούσια ιχθυοπανίδα του απελπιστικά μολυσμένου Κεράτιου.
• Στον επιβλητικό και μεγαλοπρεπή ελληνορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας, που δεσπόζει στην Πλατεία Ταξίμ, στο κεντρικότερο σημείο της Πόλης, το εκκλησίασμα έχει συρρεύσει μαζικά πριν το ξεκίνημα της αναστάσιμης ακολουθίας. Πρόκειται για ποίμνιο ταξιδιωτών, που ήρθαν να γευθούν Ανάσταση στην Πόλη. Θόρυβος πολύς και φασαρία, φλας που αστράφτουν ασταμάτητα, κινητά που ηχούν και τηλεφωνικές συνομιλίες στη διάρκεια της ακολουθίας, κάμερες που απαθανατίζουν τις μοναδικές στιγμές Πάσχα στην Πόλη. Ποτέ δεν έχω συναντήσει τέτοια συμπεριφορά προσκυνητών σε ναό της Ελλαδικής επικράτειας. Αναπαράγω το δημοσιογραφικό κείμενο που μου είχε αποστείλει λίγες μέρες πριν Έλληνας φίλος που ζει στην Πόλη τα 4 τελευταία χρόνια: «Για άλλη μία φορά, με έχει τρομάξει και φέτος η προαναγγελθείσα εισβολή των Ελλήνων στην Πόλη για το Πάσχα. Των λεωφορείων του μαζικού τουρισμού που κουβαλούν κόσμο σαν πρόβατα από το Πατριαρχείο στην Αγία Σοφία και την Πρίγκηπο, εξαντλώντας τυπικά και μηχανικά ένα δρομολόγιο στάσεων. Των κοπαδιών που θα κατακλύσουν αλαλάζοντα τη Μεγάλη Οδό του Πέραν, φωνάζοντας οι μεν στους δε τιμές και νοστιμιές που εντοπίζουν στις βιτρίνες. Όλων όσων θα έρθουν και θα φύγουν χωρίς να έχουν δει, νιώσει η αφομοιώσει τίποτε από την Πόλη. Κουβαλώντας πίσω, στη βαλίτσα της ημιμάθειας και των προκαταλήψεών τους, κάποιες ελάχιστες προσθήκες στις εικόνες των καρτ-ποστάλ που ήδη γνώριζαν, μαζί με κάποιες γευστικές εμπειρίες και μερικές – όχι πια τόσο φθηνές! – αγορές.»
• Αγάπη στο Πατριαρχείο σημαίνει πούλμαν που κατεβάζουν κόσμο στην αυλή και στον πατριαρχικό ναό, το κεντρικό κλίτος του οποίου προορίζεται για κάποιους γνωστούς (μάλλον οφφικιάλιους του Θρόνου), οπότε οι επισκέπτες ακροβολίζονται στα πλάγια κλίτη ή σε κάποιον από τους δύο γυναικωνίτες για να απαθανατίσουν τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια της πομπής των αρχιερέων προεξάρχοντος του Παναγιωτάτου Πατριάρχου μας. Κι εδώ τα φλας αστράφτουν, μόλις η πομπή εμφανίζεται με καθυστέρηση είκοσι λεπτών έναντι της αρχικώς προγραμματισθείσης ώρας ενάρξεως (10πμ). Ακολούθως οι προσκυνητές ξεχύνονται προς αγορά ενθυμημάτων από τους πέριξ του Πατριαρχικού Οίκου πλανόδιους ή μη μικροπωλητές και συνεχίζουν το πρόγραμμα περιηγήσεώς τους στην Πόλη της μελαγχολίας, της Ιστορίας, των αντιφάσεων και των πολλαπλών επιστρώσεων σε ναούς, συνειδήσεις, πρόσωπα και μνήμες. Είναι θαυμάσιο να βρίσκεις μέσα στην ίδια πόλη τη «θλίψη του πολιτισμού που πέθανε, της αυτοκρατορίας που βούλιαξε», όπως θα έγραφε ο Ορχάν Παμούκ και ταυτόχρονα την «προσπάθεια εξευρωπαϊσμού» και την «επιθυμία για εκμοντερνισμό», που μπορεί να είναι και «αγωνία απαλλαγής από τις θλιβερές αναμνήσεις». Μήπως μέσα σε όλα αυτά κάπου μπορούμε να βρούμε τη δική μας αγωνία απαλλαγής ή τη δική μας θλίψη πολιτισμού, όταν καθαρίσουμε την επίστρωση των φλας και των αγορών;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου