Ο θείος σου ο Μανώλης είναι γεμάτος καλοσύνες, συνήθιζε να λέει, κάθε φορά που αναφερόταν σ’ αυτόν η μάνα μου, που του είχε μεγάλη αδυναμία. Απέπνεε πράγματι καλοσύνη, μια ευγενική καλοσύνη, μα και μια καλοσυνάτη ευγένεια αυτός ο άνθρωπος, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και παντρεύτηκε στο Νίππος, επέστρεφε μια ζωή στο Νίππος, κάτω απ’ τη σκιά του Τιμίου Σταυρού και κηδεύτηκε στο Νίππος, μια καλοσυνάτη μέρα, όπως το επιθυμούσε.
Δείτε περισσότερα... ΕΚΕΙΜΟΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
EKEINOI ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ Εμμανουήλ Κων/νου Κουργιαντάκης, ετών
89*
Αν ήμουν υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσω μια μόνο λέξη για να
χαρακτηρίσω τον αδελφό της μητέρας μου, θείο Μανώλη, τον Εμμανουήλ, Κωνσταντίνου
και Αναστασίας, το γένος Παπασταματάκη, Κουργιαντάκη, που έφυγε προχθές, την
ημέρα της Λαμπρής, πλήρης ημερών, στα 89 του χρόνια, για εκεί όπου όλοι
οδεύουμε (το μόνο σίγουρο στη ζωή μας είναι ο θάνατος) θα διάλεγα τη λέξη
“καλοσυνάτος”. Ο θείος σου ο Μανώλης είναι γεμάτος καλοσύνες, συνήθιζε να λέει,
κάθε φορά που αναφερόταν σ’ αυτόν η μάνα μου, που του είχε μεγάλη αδυναμία.
Απέπνεε πράγματι καλοσύνη, μια ευγενική καλοσύνη, μα και μια καλοσυνάτη
ευγένεια αυτός ο άν- θρωπος, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και παντρεύτηκε στο Νίππος,
επέστρεφε μια ζωή στο Νίππος, κάτω απ’ τη σκιά του Τιμίου Σταυρού και κηδεύεται
σήμερα στο Νίππος, μια καλοσυνάτη μέρα, όπως το επιθυμούσε.
Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα! Αυτός θα ήταν ο τίλος του
πρώτου κεφαλαίου της μυθιστορηματικής ζωής του, έτσι όπως εγώ τη γνώρισα στα
μικράτα μου. Ημουν δεν ήμουν 4 χρονών, θυμούμαι, όμως, σαν χθες τις περασάδες
του απ’ τις Κατούνες για να συναντήσει τη θεία Βαγγελιώ, τη γυναίκα της ζωής
του. Φτωχός αγάπησε φτωχιά από μια άποψη, με το μέγα πλούτος της αγάπης για
προίκα, καρποί της οποίας υπήρξαν εφτά παιδιά, που ερχόταν το ένα πίσω απ’ τ’
άλλο με δικαιώματα στη ζωή, σαν απόδειξη ότι “κραταιά ως θάνατος η αγάπη”.
Δύσκολα, κάποτε και πέτρινα, τα χρόνια. Και να λείπει τουλάχιστον στην αρχή
ακόμα και η μια ρίζα της ελιάς που χρειάζεται κανείς για να κρεμαστεί. Καμιά λιποψυχία!
“Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος, να ’ν’ ήμερος/ να ’ναι άκακος, λίγο ψωμί, λίγο
κρασί, Χριστούγεννα κι Ανάσταση”, κατά που γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης. Τα δύο
τους χέρια, τα δύο συν δύο, που γίνονταν τέσσερα κι αν το καλούσαν οι περιστάσεις
σαράντα τέσσερα, να ’ναι καλά! Στην Αθήνα, στην αρχή και στη Γερμανία στη
συνέχεια, αυτός για να βγαίνει το ψωμί, στο χωριό αυτή για ν’ αναθρέφει τα
παιδιά. Στην Αθήνα, αργότερα κι οι δύο, μια ζωή στα λεωφορεία στην αρχή ως
εισπράκτορας και στη συνέχεια ως οδηγός αυτός, μέχρι που πήρε σύνταξη. “Πρέπει
να κοιμούμαι νωρίς Δεσποινιώ, γιατί παίρνω ανθρώπους στον λαιμό μου”, τον
άκουσα να λέει μια φορά στη μάνα μου.
“Του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνουν
και του Τροχού που ώρες
ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν”...
Χαρές και λύπες ανάκατα, οι γάμοι των παιδιών, οι γεννήσεις
των εγγονών, τα προβλήματα που ποτέ δεν ξελείπουν, τα πήγαινε έλα στο Νίππος, η
εξηνταδυάχρονη κοινή πορεία ενός Νιππιανού Ερωτόκριτου και μιας Νιππιανής
Αρετούσας... Είχα την ευλογία ν’ ακούσω την πρώτη τους γνωριμία, πέρυσι στις 2
του Φλεβάρη, την ημέρα της Παναγίας του Κλάδου, όταν σκόλασε η εκκλησία, απ’
την ίδια τη θεία Βαγγελιώ, παρόντος του ίδιου, στο σπίτι που εξακολουθεί να κατοικεί
ένας Κουργιαντοκωστής! Πώς τα σιάξανε, πώς κλεφτήκανε την πρώτη Κυριακή του
Ιούνη του 1953, μετά τη γιορτή των εξετάσεων στην αυλή του σχολειού, πώς βρήκαν
καταφύγιο στο σπίτι του Σαντάλη στου Βάμου, πώς στεφανώθηκαν αργότερα, όταν
μπήκαν στη μέση οι μεγάλες δυνάμεις... Και να τραγουδήσουμε μαζί με τον θείο
μου τον Μανώλη ριζίτικα σε χαρές, είχα την ευλογία.
Καμάρι πάνε τα ωζά, στολή πάνε οι γ’ αίγες
μα πλεια στολή ’ναι οι γ’εδικοιόντε μονομεργιούνε
περίτου να ’ναι αδερφοί γή να ’ν’ πρωτοξαδέρφια
γή να ’ναι μπάρμπας κι ανιψιός!
Μονομεριασμένοι σήμερα, κάτω απ’ τον θόλο του Τιμίου
Σταυρού, σ’ αποχαιρετούμε και σου λέμε το τελευταίο αντίο, μπάρμπα! Εδώ η
συντρόφισσά σου η Βαγγελιώ, τα παιδιά σου, ο Αντώνης, η Τασία, η Μαρία, η
Δέσποινα, ο Κωστής, η Βαγγελιώ, η Αρετώ. Εδώ τα εγγόνια σου, οι νύφες και οι γαμπροί
σου. Εδώ οι συγγενείς και οι χωριανοί σου. Με τη δακρυσμένη υπόσχεση ότι θα
έχουν, θα έχουμε, όσο ζούμε, ανα- πνέουμε και σωφρονούμε αναμμένο το καντήλι
της μνήμης σου. Και βέβαια με την παραγγελιά μας να πεις χαιρετίσματα στους
προαπελθόντες και στις προαπελθούσες, στους πολλούς και καλούς μας, που
κατοικοεδρεύουν στο επουράνιο Νίππος. Στους γονέους και στ’ αδέρφια σου,
ξεχωριστά στην αδερφή σου (ήταν και αδυναμία σου ξέρω!) όπως και όλους τους
υποδέλοιπους. Ελαφρό, ανάλαφρο το νιππιανό χώμα που θα σε σκεπάσει!..
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
*Επικήδειος λόγος στον Ι.Ν. του Τιμίου Σταυρού Νίππους.
Χανιώτικα νέα (16.04.2015)
Ήταν ο καλύτερος παππούς του κόσμου και θα συνεχίσει να είναι στην ψυχή μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΕ ΜΙΑ ΤΟΣΟ ΚΑΛΗ ΕΓΓΟΝΗ!
Διαγραφή