Ένας στρατιώτης θυμάται...
«Ο γέροντας πατέρας μου, αλλά και η μάνα μου με τις αδελφές μου, ήταν πολύ ανήσυχοι και στενοχωρημένοι γιατί άδειαζε το σπίτι. Και οι τρεις μεγάλοι τους γιοι πήγαιναν στο μέτωπο. Ακόμα και το μουλάρι, σπουδαίος βοηθός στις δουλειές τους, επιτάχτηκε και αυτό. Με τη συζήτηση όμως ησύχασαν κάπως. Αλλωστε βλέπανε και τους γείτονες στην ίδια περίπου μ’ εκείνους θέση και έτσι η στεναχώρια τους εμετριάζετο. Το πρωί τους αποχαιρέτησα και έφυγα για τον Μπαμπαλή. Και εδώ υπήρχε συνωστισμός. Τα γύρω λιόφυτα είχανε γεμίσει από νεοντυμένους στρατιώτες που κρατούσαν και καθάριζαν τα όπλα που η Πατρίδα τους εμπιστεύτηκε για να την υπερασπίσουν» […]
«Υστερα από μια απόσταση, ο χωματόδρομος άρχισε να κατηφορίζει, όμως από την ξαστεριά και την απόλυτη γαλήνη, η θερμοκρασία είχε πέσει πολύ χαμηλά και πάγωσαν τα νερά στις λακκούβες, αλλά και οι λάσπες ακόμα και εδώ άρχισε να παίζεται ένα μεγάλο δράμα. Αρκετά φορτωμένα ζώα γλιστρούσαν και έπεφταν οι στρατιώτες τα έπιαναν από τις ουρές και τα σαμάρια για να τα βοηθήσουν να σηκωθούν» […]
«Κάποια στιγμή είδαμε ψηλά στον ουρανό να στριφογυρίζει ένα μικρό αεροπλάνο. Καταλάβαμε πως ήταν αναγνωριστικό και αμέσως μας είπανε να καλυφθούμε κάτω από τους θάμνους. Διέγραψε κάμποσους κύκλους ολόγυρα και ύστερα εξαφανίστηκε. Δεν άργησε όμως να φανούν μεγάλα βομβαρδιστικά που εφορμούσαν κατά κύματα και άδειαζαν το θανατερό τους φορτίο. Από τις εκρήξεις τα μουλάρια τρόμαξαν και αρκετά σπάσανε τα σχοινιά που ήτανε δεμένα και το ’βαλαν στα πόδια» […]
"Κάθε τόσο οι τραυματιοφορείς παραλάμβαναν και μετέφεραν στα μετόπισθεν τους τραυματίες για πρώτες βοήθειες και από κει μετά στα Νοσοκομεία. Λίγο πιο πίσω, δεξιά μου σκοτώθηκε και ο καλύτερος στρατιώτης του Λόχου μας και συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο, ο Αλκιβιάδης Μπακατσάκης από τον Βάμο, ο πάντα γελαστός νέος, ο πρόθυμος και εξυπηρετικός σε όλους. Τον βρήκε μια σφαίρα σε καίριο σημείο και πριν ξεψυχήσει πρόλαβε να πει με την πάντα καθάρια και ενθουσιώδη φωνή του. Γεια σας παιδιά, να μου φιλήσετε τον πατέρα μου!» […]
«Τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών μου είχαν εξογκωθεί και προς τα μέσα και μπροστά η σάρκα ήταν άσπρη και σάπια. Αλλά και όλο το πέλμα είχε πρησθεί. Μου είχαν βάλει στρώμα τις γάζες και επιδέσμους και περίμεναν την εξέλιξη. Με άλλαζαν τακτικά και ο γιατρός δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι έπρεπε να κάμει. Ετσι περάσανε αρκετές μέρες, ώσπου κάποια φορά η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται» […]
«Μια μέρα μας φέρανε και έναν παπά, νομίζω Αρχιμανδρίτη, που τον εγκατέστησαν κάτω σε ένα μικρό δωμάτιο και εκεί έπρεπε να πάμε για να μας εξομολογήσει, ώστε να μεταλάβουμε την επομένη. Εμπαινε ένας – ένας, έκλεινε την πόρτα και καθισμένος σε μια καρέκλα εδέχετο κάτι υποκριτικές, για να μην πω χειρότερα λόγια, ερωτήσεις του εξομολόγου. Επρεπε βλέπεις να εξαγνιστούμε ως τα μύχια της ψυχής μας, γιατί είχαμε διαπράξει για λογαριασμό μας φοβερές αμαρτίες στα τρομερά βουνά της Αλβανίας, στο κρύο, την πείνα, την ψείρα, την αγωνία, την κούραση» […]
«Σε μισή ώρα φθάσαμε στο σπίτι μας (στο Μπρόσνερο) χωρίς να το περιμένουν οι δικοί μου και η χαρά τους όταν με είδαν δεν περιγράφεται. Εγινε σωστό πανηγύρι και μέχρις αργά τη νύχτα ερχότανε συγγενείς και συγχωριανοί να με καλωσορίσουν. Την επομένη έφυγε και ο Λασιθιώτης. Αργότερα έμαθα από συναιχμάλωτο του Μάλεμε που συνάντησα τυχαία ότι μετά τη δραπέτευσή μας και επειδή εκείνη την ημέρα φύγανε πολλοί, οι Γερμανοί πήρανε αυστηρά μέτρα» […]
Σημείωση: Αποσπάσματα από το βιβλίο του αείμνηστου Μπροσνερίτη γεωπόνου – συγγραφέα Μάρκου Ν. Ντουκάκη “Ενας στρατιώτης θυμάται…” (Εκδοση Πολιτιστικών Συλλόγων Φρε και Καλλιτεχνικού Ομίλου “Ο Αποκόρωνας”, Χανιά 1991). Εν είδει αφιερώματος στο Επος του ’40, 28η Οκτωβρίου σήμερα…
Χανιώτικα νέα (28.10. 2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου