Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ

Γράφει ο:
ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ
e-mail: Kakatsakis@sch.gr


ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αν δεν το ξέρατε σήμερα. (Σήμερα για σας, που με διαβάζετε, αύριο για μένα, βέβαια!) Πες τα, Χρυσόστομε, λοιπόν!

ΑΜ’ ΕΠΟΣ, αμ’ έργον! Ανοίγω τον υπολογιστή, πηγαίνω σε μια από τις ενημερωτικές ιστοσελίδες, έχω δίπλα μου την εφημερίδα, αναμαζώνω τα σύνεργά μου, μολύβι, ξύστρα, γόμα, χαρτί, ξύνω το μολύβι μου (τι ιεροτελεστία κι αυτή!), από κάπου πρέπει να ξεκινήσω, δεν πρέπει;

ΟΛΑ, ωστόσο, ένα κουβάρι στο μυαλό μου. Ο εξ Ευρώπης λογαριασμός που θα πρέπε λέει να πληρώσουμε το δίχως άλλο, ο γαλάζιος εμφύλιος, η ανεργία που θερίζει, τα σύννεφα που προμηνύουν βροχή έξω, μια φράση που μου είπανε, κι άλλα, κι άλλα πολλά ων ουκ έστι αριθμός. Από κάπου όμως πρέπει ν' αρχίσω, δεν πρέπει;

ΝΑ ΟΜΩΣ που άρχισα κιόλας, να που ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μεγάλη η χάρη του, με βοήθησε ν' αρχίσω, το "πες τα, Χρυσόστομε" ήταν που μου έδωσε τη φόρα, το κουβάρι, πάντως, μένει στο μυαλό μου αξετύλιχτο.

ΚΟΙΤΑΖΩ, ωστόσο, το ρολόι μου, έχουν περάσει 20 λεπτά κιόλας από τότε που άρχισα να γράφω, από το "φίλες και φίλοι καλημέρα", και πρέπει να κάνω μια στάση να ξαναξύσω το μολύβι μου και ξύνοντάς το να σκεφτώ για τη συνέχεια. Αμ’ έπος και...

ΕΝΤΑΞΕΙ, το έξυσα, έξω έχει κιόλας αρχίσει να ψιλοβρέχει, μια βροχή ήσυχη (σαν κοπελιά της δεκαετίας του 1960, η συμπεριφορά της) ωστόσο απόφαση για τη συνέχεια δεν έχω πάρει.


Ν' ΑΡΧΙΣΩ, επιτέλους, να ξετυλίγω το σημερινό κουβάρι ή να μην αρχίσω; Κι αν αρχίσω, από που ν' αρχίσω;ΤΙ ΝΑ ΠΩ πρώτο και τι δεύτερο, ποιο να πιάσω και ποιο ν' αφήσω; Τι δίλημμα κι αυτό, Θεέ μου.

ΔΟΞΑ τω Θεώ πάντων ένεκεν. Αυτή η φράση ήταν, διάβασα,η αγαπημένη φράση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

ΔΟΞΑ τω Θεώ πάντων ένεκεν, δόξα τω Θεώ για όλα, δηλαδή. Ακόμα κι όταν τον ξόριζαν και τον ξαναξόριζαν, ακόμα και όταν πέθαινε στην τελευταία εξορία απ΄τις κακουχίες, αυτός την ίδια φράση επαναλάμβανε.

ΠΑΛΙ άφησα το κουβάρι στη θέση του, η μία απ' τις δύο κόλλες που πρέπει να γεμίσω για να συμπληρωθεί η στήλη έχει εδώ και 14 αράδες φουλάρει, μένει δε μένει ένα πεταχτό, αν λάβω υπόψη μου ότι πρέπει ν' αφήσω χώρο για το ιστορικό ανέκδοτο και το ποίημα, για τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αποφάσισα ήδη γράφοντας το τρίτο "πεταχτό". Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν!

ΤΖΑΜΠΑ άνοιξα τον υπολογιστή σήμερα! Άδικα είχα μπροστά μου την εφημερίδα. Ανέμου και καλέ μου πήγε το σημερινό κουβάρι! Ας πάει και το παλιάμπελο.

ΟΤΑΝ ο Ντοστογιέφσκι ήταν στα κάτεργα ένας θαυμαστής του τού έγραψε ένα ποίημα που έλεγε πόσο τυχεροί ήταν οι συγκατάδικοί του που τους δίδασκε πολλά πράγματα. Ο Ντοστογιέφσκι το διάβασε και του έγραψε αφού τον επαίνεσε για το ταλέντο του ότι δεν υπήρξε δάσκαλος των συγκαταδίκων του, αλλά ταπεινός μαθητής των.

“Δική μου πατρίδα/ οι κοινότητες των αστέγων/ και τα στρατόπεδα/ των αγνοημένων. / Στα φανάρια/ πλένω τα τζάμια./ Δεν έχω όνομα./ Δεν ξέρω τι σημαίνει/ μητέρα./ Ο πατέρας με χτυπάει./ Κι εγώ ήθελα πάντα/ να μάθω γράμματα.”
Το ποίημα "Στοιχεία ταυτότητας" της Αιμιλίας Παπαβασιλείου.

ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ!


>> τυπώστε αυτό το άρθρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου