Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

ΠΑΙΔΟΤΟΠΟΣ

 Γ. ΚΑΜΒΥΣΕΛΗΣ, Γ. ΜΑΛΑΞΙΑΝΑΚΗΣ, Ν. ΘΕΟΔΩΡΟΓΛΑΚΗ

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΡΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ 



Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!

Δύο ρίμες και δέκα μαντινάδες για το λιομάζωμα διανθισμένες με σχετικούς πίνακες ζωγραφικής στον σημερινό Παιδότοπο, καθώς έφτασε ο καιρός “που βγαίνουν στις ελιές”, για να θυμηθούμε το γνωστό τραγούδι του Κώστα Μουντάκη. Από τους καλούς μου φίλους και εκλεκτούς συνεργάτες της εφημερίδας μας Γιώργο Καμβυσέλη (Σφηναριώτη) και Γιάννη Μαλαξιανάκη (Εννιαχωριανό) οι ρίμες και από γνωστή μαντιναδολόγο, Νεκταρία Θεοδωρογλάκη, επίσης καλή μου φίλη, οι μαντινάδες. Στη Μυτιλήνη το νησί του, απ’ όπου κατάγεται, μας πηγαίνει ο πρώτος, στο Βλάτος το χωριό του, στην Κίσαμο, μας πηγαίνει ο δεύτερος. Σ’ άλλες εποχές μας “ξεναγούν” με τους υπέροχους δεκαπεντασύλλαβους τους “οι δύο πρώτοι, στα τελευταία χρόνια η Νεκταρία.
Από καρδιάς οι ευχαριστίες μου και στους τρεις που ανταποκρίθηκαν στην πρότασή μου, που ξεκίνησε από μια κουβέντα, για άλλο θέμα, με τον Εννιαχωριανό. Και γιατί είμαι σίγουρος ότι θα αρέσουν ιδιαίτερα οι συνεργασίες τους στα σημερινά παιδιά τα φιλαράκια τα καλά…

Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης,
δάσκαλος


ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ



Αρχίζει το λιομάζωμα, φίλε μου μην ξεχάσεις

 να πάρεις το ραβδιστικό, τα λιοφυτα να πιάσεις.

 

Κάθε Νοέμβρη στο χωριό, τα δίχτυα πάντα στρώνω,

ανε το θέλει ο Θεός, πολλές ελιές μαζώνω.

 

Κάθε χειμώνα στο χωριό μ’ αρέσει να δουλεύω.

κοντά στη φύση βρίσκομαι    και τις ελιές μαζεύω.

 

Το λιοδεντρο χρυσό καρπό, στον Κρητικό χαρίζει.

Και κείνος με υπομονή κάθε δεντρί ραβδίζει.

 

Ευλογημένη η ελιά και ο καρπός που κάνει

 στο καντηλάκι η γιαγιά αγνό λαδάκι βάνει.

 

Πήρα κλαδιά απ' την ελιά και σιάζω σου στεφάνι.

πόσο μικρή μου σ αγαπώ ,ο νους σου δεν το βάνει.

 

Το λιόφυτο τσ αγάπης μας ποτίζω κάθε τόσο

εμίσεψες και καρτερώ να ρθεις να σ' ανταμώσω.

 

Όπως ο δακος την ελιά την καταστρέφει πάντα.

έτσι κι εσύ με πλήγωσες και δεν κατέχω γιάντα

 

 Πώς να ανθίσει η ελιά, αν ο Θεός δεν βρέξει.

 χωρίς εσένα η καρδιά μονάχη πώς ν’ αντέξει.

 

Στο λιόφυτο που φύτεψα θα πάρω μαζωχτάδες.

 μόνο αυτούς που ξέρουνε και λένε μαντινάδες.

 Νεκταρία Θεοδωρογλάκη

 

 

Είμαι η ελιά, η Μυτιληνιά ελιά

 

Είμαι η ελιά, είμαι η ελιά, η Μυτιληνιά ελιά.

Κάθε δυο χρόνια καρπίζω και τα κιούπια σας γεμίζω

με χυμό κεχριμπαρί, που αξίζ’ όσο βαρεί.

 

                            Αδερφοχτέ μου γροίκα με, μα πράμα δε θα πάθεις,

του τόπου μου τα έθιμα και τσι δουλειές σα μάθεις.

Θε να σου πω για τσι ελιές, στη φάμπρικα πριν πάνε,

παλιά πως τσι μαζώνανε, λαδάκι για να φάνε.

Στον τόπο που γεννήθηκα, κατέεις, Μυτιλήνη,

δυο ράτσες ήταν οι ελιές, την εποχή εκείνη.

Αδραμιτινή ‘ναι η μια και Κολοβή η άλλη,

που δίνουν μπόλικο καρπό, χρονιά και την παράλλη.

Το λάδι τους, πολύ λαφρύ, νόστιμο κεχριμπαρί,

γενιές πολλές μας έθρεψε κι αξίζει όσο βαρεί.

Μα σαν ερχόταν ο καιρός, λιομάζωμα ν’ αρχίσει,

συναγερμός εβάραγε, όλους να τους ξυπνήσει.

Καλάθια παίρναν σύναυγα, τσουβάλια και ταγάρια

και οι γυναίκες πάγαιναν, καβάλα στα …ποδάρια.

Οι άντρες πρωτοπάγαιναν, στο λιόφφυτ’ ανταμώναν,

με τέμπλες ράβδιζαν αυτοί κι οι κοπελιές μαζώναν.

Μία προς μία μαζώνανε, τς ελιές από το χώμα

και σε καλάθια τς έβαναν, ή σε κοφίν’ ακόμα.

Το ράβδισμα γινότανε, με τέμπλες από κάτω,

μα και στο δέντρ’ ανέβαιναν, …κοπέλι μου κεφάτο.

Το μάζωμα τελείωνε, ο χρόνος πριν γυρίσει

κι όχι κοντά Ιούνιο, πριν δάκο να γεμίσει.

Ο λαϊκός ζωγράφος μας, γνωστός στην οικουμένη,

πίνακα τούτα έκανε κι αιώνια θα μένει.

Για το Θεόφιλο ομιλώ, π’ έχεις γράψει και εσύ,

που έζησε και πέθανε, στης Λέσβου το νησί.

Σήμερα στο λιομάζωμα, δίχτυα και ραβδιστικά,

τον πρώτο λόγο έχουνε, για όλους φυσικά.

Σφηναριώτης

 

 

Τα ελιδομαζώματα παλιότερα και τώρα

 


Ρίμα σας γράφω φίλοι μου, για τον παλιό τον τρόπο,

που εμαζώνανε τς ελιές κι ας κάνανε και κόπο,

οι πρόγονοί μας κάποτε, σε περασμένα χρόνια,

για να γνωρίζουν τα παιδιά, να μάθουν και  τ’ εγγόνια.

Μόνο γυναίκες δούλευαν, σ’ αυτή την εργασία,

σε μέρες χειμωνιάτικες, βροχή και υγρασία.

Οι άντρες καθαρίζανε, τα λιόφυτ’ από κάτω,

από τ’ αγκάθια του αγρού και πιο πολύ το βάτο.

Για να τα παίρνουν ύστερα, χωρίς ν’ αγκυλωθούνε,

κοπέλες που μαζεύανε, λάδι να παντρευτούνε.

Μαζώχτρες βρίσκανε πολλοί, απ’ τα χωριά τα άλλα,

ατσίδες στο λιομάζωμα, γρήγορες σαν τη μπάλα.

Κάθε μαζώχτρα έκανε κι ένα σωρό δικό τση,

ανάλογα με τις ελιές, ήταν το μερδικό τση.

Γι αυτό συναγωνίζονταν, ποια θα γεμίσει πρώτη,

τον κάλαθο για να φανεί, άξια στον εργοδότη.

Να ‘χει για την επόμενη, βεδέμα πιάσει θέση,

αφού εις τον αφεντικό, περίσσια θα αρέσει.

Κι αν ήταν και φανισιμιά, ίσως την κάνει ταίρι,

που θα ‘ναι για τη μάνα τση, το πιο καλό χαμπέρι.

Δύσκολη ήταν η δουλειά, μα το διασκεδάζαν,

μαζώχτρες και αφεντικά, σ’ ένα καζάνι βράζαν.

Την προίκα τους μαζεύανε, ανύπαντρες κοπέλες,

μα πάνω στη δουλειά πολλές, εκάνανε και …τρέλες.

Έτσι περνούσε η ζωή, στα χρόνια τα φευγάτα,

μα οι καιροί αλλάξανε και πήραμ’ άλλη στράτα.

Η αγροτιά μας σήμερα, νέο ευρήκε τρόπο,

κι οι βάτοι δεν τσιτώνουνε, τα χέρια των ανθρώπω.

Πάει εκείνος ο καιρός, που μάζωναν το λάδι,

μαζώχτρες από το πρωί, μέχρι αργά το βράδυ.

Στη πάνω στήλ’ αδερφοχτός, από τη Μυτιλήνη,

μιλεί για την πατρίδα του και η σελίδα κλείνει.

                                       Εννιαχωριανός

 

 




Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ Β

"ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ " ΤΟΥ Β, ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ

"ΦΩΛΙΑΣΑΝ" ΣΕ ΕΝΤΥΠΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ¨ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ "

Γράφει η Νανώ Σπανουδάκη - Κουτσάκη



Η τελευταία ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Κακατσάκη "Τα Χελιδόνια του Μοναχού"  «φώλιασαν» σε έντυπη μορφή και «ταξιδεύουν» για τις ανάγκες του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αγία Σοφία»

 « Οσο αγαπώ τον Θεό, /τόσο τον γνωρίζω,/ τόσο αγαπώ τα πλάσματά Του, είπε ο ηγούμενος στον μοναχό/ και του ζήτησε/να το επαναλάβει/Οσο γνωρίζω τα πλάσματα του Θεού,/τόσο τα αγαπώ/τόσο γνωρίζω τον Θεό,/απάντησε ο μοναχός./Ο ηγούμενος χαμογέλασε./ Μόνοι μάρτυρες/ τα χελιδόνια της άνοιξης.» Βαγγέλης Κακατσάκης

 Ναι, τα είχαμε απολαύσει τα «Χελιδόνια του μοναχού» όταν εν μέσω κορωνοϊού  πρωτοπέταξαν «αναγκαστικά» στο διαδίκτυο. Σε ψηφιακή πρώτη έκδοση. «Πέταξαν» παντού ανά την  Κρήτη ανά την Ελλάδα. Τιμήθηκαν και τιμούνται με εκατοντάδες αγαπητικές κριτικές. Αλλά τα περιμέναμε, λαχταρούσαμε να τα πάρουμε στα χέρια μας και στην έντυπη μορφή τους. Να μυριζόμαστε την χάρτινη μυρωδιά τους. Να τα «βλέπουμε» να «φωλιάζουν» εκεί δίπλα στα αγαπημένα μας βιβλία στα οποία συχνά πυκνά επιστρέφουμε.

·         Και έγινε μπορετό. Και κρατούμε/ κρατώ ήδη στα χέρια μου την τελευταία ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Κακατσάκη «Τα χελιδόνια του μοναχού» σε μια πολύ προσεγμένη έκδοση με νέο εξώφυλλο. Η οποία τώρα περιμένει τους παραδοσιακούς  βιβλιοεραστές να τα αγοράσουν, να τα απολαύσουν να συνομιλήσουν μαζί  τους και με τον ποιητή τους.

·         Σ’ αυτήν την έντυπη έκδοση ο σχεδιασμός- εξώφυλλο-Σελιδοποίηση: Αντώνης Π. Βακάκης Επιμέλεια: Ευδοκία Σκορδαλά-Κακατσάκη, Γιώργος Κουκουράκης.

·         Από τις εκδόσεις της Πολιτιστικής Εταιρείας Κρήτης- Πυξίδα της Πόλης.

·         Και το «Κοινωφελές ίδρυμα Αγία Σοφία» για τις ανάγκες του οποίου θα διατεθούν τα έσοδα του βιβλίου.

·        Μάλιστα αυτή η Β έντυπη έκδοση, πραγματοποιείται με την ευγενική υποστήριξη της Οικογένειας του αείμνηστου Γεωργίου Χαρ. Παπαδάκη. Και, ας μου επιτραπεί να προσθέσω, με πρέσβειρα καλής θελήσεως την μητέρα της οικογένειας των Παπαδάκηδων από την Γεωργιούπολη. Την Καίτη Παπαδάκη, σύζυγο του αείμνηστου Γιώργου Χαρ. Παπαδάκη, η οποία αγάπησε πολύ και αυτήν την συλλογή  του ποιητή μας.

·        Καλοτάξιδα, λοιπόν, και τα έντυπα ταξίδια των «Χελιδονιών του Μοναχού» του Βαγγέλη Κακατσάκη. Προς δόξαν του ποιητή τους, πνευματική απόλαυση των υποψηφίων νέων και παλιών αναγνωστών του και θεραπεία των πολλών αναγκών του  πολύπλευρου κοινωνικού έργου του κοινωφελούς  ιδρύματος «Αγία Σοφία».

·        Σημειώνεται ότι ο ποιητής αφιερώνει τα «Χελιδόνια» του στα εγγόνια του : Ευάγγελο, Ευδοκία, Ευρυδίκη και Ευαγγελία.

·        Εδώ, μια μικρή φωτογραφική «γεύση» από το νέο εξώφυλλο, το πρώτο και το πίσω «αυτί» του βιβλίου.

Χανιώτικα νέα (Παρασκευή, 30.10.2020)



ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

 "ΣΑΝ ΒΓΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΙΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ"



 

«Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη/ να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,/ γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις […] Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος./ Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι/ που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά/ θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·/ να σταματήσεις σ’ εμπορεία φοινικικά/ και τις καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις […] Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι./ Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο./ Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια./ Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε./ Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,/ ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν». Αποσπάσματα από το ποίημα “Ιθάκη” του Κ.Π. Καβάφη.

Το ποίημα “Ιθάκη” του Αλεξανδρινού Ποιητή στο νου μου (κοντά σ’ αυτό και το δικό μου “Ιθάκη μου η ποίηση”) μόλις πήρα την απόφαση να συμμετέχω στον λεγόμενο “Διεθνή Μαραθώνιο Ποίησης”, που “παίζει” εδώ και κάποιους μήνες στο Βιβλίο των Προσώπων, όπως επιμένω να λέω το φέισμπουκ. Μα και σε όλη τη διάρκειά του, τις οχτώ (8) μέρες δηλαδή (από 18-25 Οκτωβρίου) που ήμουν “υποχρεωμένος” να δημοσιεύω ποιήματά μου, ένα κάθε μέρα, στη σελίδα μου. Σαν ένα ταξίδι – παιχνίδι, που μπορεί να συμμετέχει ο καθείς με το(α) του πλεούμενο(α) το είδα. Και βέβαια, γιατί να το κρύψω, σαν μια απόπειρα επικοινωνίας. Ο ποιητής δεν γράφει για τον εαυτό του αλλά κυρίως για να επικοινωνήσει. Κοινωνικό γεγονός (fait social) η γλώσσα μας, μας λένε οι κοινωνικοί γλωσσολόγοι.

Πολλά τα ερωτηματικά και πολλοί οι ενδοιασμοί μου στην αρχή, όταν μου έγινε η πρόταση από τη φίλη, εκλεκτή ποιήτρια Νάνσυ Δανέλη να συμμετέχω. Να ‘ναι καλά και αυτή, αλλά και οι επίσης καταξιωμένοι στο χώρο της ποίησης, καλοί μου φίλοι Αγγελική Σιδηρά και Ηλίας Τσέχος, που με έπεισαν να συμμετέχω. «Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα», μου είπε η πρώτη. «Σπουδαία υπόθεση η επικοινωνία», υπογράμμισε ο δεύτερος. Σκασίλα τους (και σκασίλα μου) μεγάλη… «και δέκα παπαγάλοι», αν μεταφράζονταν τα ποιήματά τους (μας) στα Αγγλικά ή αν συμπεριλαμβάνονταν στο ρώσικο Ημερολόγιο (almanac), όπως υπόσχονταν οι όποιοι “διοργανωτές”. Και βέβαια, του φίλου μου του Γρηγόρη του Γεωργουδάκη που αποδέχτηκε την πρότασή μου και συμμετείχε, όπως και πολλών άλλων.

«Τι κι αν στο διάβα μας/ δεν βρέθηκε κανείς να μας το πει/ ένα παιχνίδι ότι είναι κι η ζωή/ εμείς που από παιχνίδια ξέραμε/ ένα το μάθαμε καλά.// Κάθε φορά που πέφτουμε/ για ένα παιχνίδι ακόμα/ να σηκωνόμαστε». Από το ποίημα “Ένα παιχνίδι ακόμα”, της Νάνσυς Δανέλη. «Ξαφνικά μες από μια συστάδα δέντρων/ ξεπρόβαλε παρείσακτος και ξένος/ ένας φοίνικας./ Τότε σε είδα./ Είχες γεράσει τόσο/ που ίσως δεν θα σ’ αναγνώριζα./ Όμως κάτω από τη φωτογραφία/ στο λευκό μάρμαρο/ ήταν γραμμένο πεντακάθαρα το όνομά σου». Από το ποίημα “Παράνομη συνάντηση” της Αγγελικής Σιδηρά. «Τόσες φορές σε άφησα παλεύοντας να με νικήσεις/ θυμάσαι;/ Αχ! Σφραγίδα απωλέσασα το βίο/ Να μην μπορώ από τον ύπνο να σ’ εγείρω/ Να σε γαβγίσω/ Να σε δαγκώσω/ Να σε ξαναχτενίσω Μπόμπη». Από το ποίημα “Ο Σκύλος κοιμάται” του Ηλία Τσέχου. «Κάποτε τα λόγια μας/ είναι σαν χαλάζι, σα θύελλα σαν ξεροβόρι ή σαν θαλασσινή αύρα./ Είναι δέντρα εκεί στην άκρη των ίδιων δρόμων/ παίρνουμε τα φρούτα τους/ κάθε φορά αλλάζουν γεύση, χρώμα,/ πότε γλυκά, πότε ξινά/ πότε γλυκόπικρα/ γι’ αυτό τα λόγια μαγικά». Από το ποίημα “Τα λόγια” του Γρηγόρη Γεωργουδάκη. Κάποιοι απ’ τους στίχους των φίλων ποιητών που προαναφέρονται. Εν είδει ανθολογίου και εις ανάμνησιν…

“Της καρδιάς” ΄(“Όπως το ψωμί”), “Το βουβό τηλέφωνο” (“Όταν γίνεις ποίημα”), “Μάζεψα” (“Όταν γίνεις ποίημα”), “Αντίλογος” (“Κάζοβαρ”), “Το σημείο στίξης μου” (“Όταν γίνεις ποίημα”), “Θα ‘ρθει καιρός” (“Κάζοβαρ”), “Βρέχει” (“Τα χελιδόνια του μοναχού”), «Ιθάκη μου η ποίηση:/ τα πάτρια, η μητρίδα γη,/ το άλφα της απορίας μου./ Εδώ επιστρέφω./ Πολλά και πολύτροπα/ τα μικρά και μεγάλα ταξίδια μου/ εντός, εκτός και επί τα αυτά./ Καταδικασμένος να φεύγω…// “Ας μη μου δώσει η μοίρα μου/ εις ξένην γην τον τάφον”./ Το καλύτερο ποίημα/ δεν το έχω γράψει ακόμα». Το ταξίδι για την Ιθάκη συνεχίζεται…

Χανιώτικα νέα (Παρασκευή, 30.10.2020)


Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

ΕΥΘΥΒΟΛΑ ΚΑΙ ΜΗ

 ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020




Γράφει ο Νεκτάριος Ευ. Κακατσάκης

Πολλά τα ανοιχτά μέτωπα στην Ελλάδα του 2020! Στον απόηχο της χθεσινής επετείου της 28ης Οκτωβρίου αλλά και στα ελληνοτουρκικά που… βρίσκονται στην επικαιρότητα, οι σημειώσεις που ακολουθούν μετά την παρακάτω σκέψη μου:

«Αυτοί (σ.σ. Ερντογάν) την μικροπολιτική τους κι εμείς το χρέος μας»!

…Χρέος που δεν αποπληρώνεται όσα χρόνια κι αν περάσουν εκτός και αν καταφέρουμε ενόσω ζούμε και ανασαίνουμε -εμείς και τα παιδιά μας- να διατηρήσουμε και ουκ ελάττω παραδώσουμε στους επιγενόμενους τούτο τον τόπο – φύτρα μας!

Εθνικά υπερήφανοι· πολλοί από εμάς “διέγνωσα” απολυτρωμένοι από τις κακώς εννοούμενες ειδικά τα τελευταία χρόνια εθνικιστικές παράτες!

Σίγουρα το αποτέλεσμα της δίκης της φασιστικής οργάνωσης έπαιξε καθοριστικότατο ρόλο!
Η ελληνική σημαία που δεν παρέλασε -και τούτη τη φορά- στους δρόμους της πατρίδας μας κατά την εθνική μας εορτή, ανέμισε πολύ ψηλά, κι ήταν πολλοί εκείνοι που την αποκαμάρωσαν ελεύθερη από τους καπηλευτές της!

Γιατί περί καπηλείας επρόκειτο, όλο αυτό που είχαμε ζήσει τα τελευταία χρόνια. Μια καπηλεία που οδήγησε σε πολλές διαστρεβλώσεις περί του αληθινού όπως το εννοεί ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός με τη φράση «Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό»!

Ναι οφείλουμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι ως λαός για όσα κατάφεραν οι παππούδες μας, οι πρόγονοί μας εκείνες τις ημέρες του ’40! Οταν αντιστάθηκαν ομάδι δίχως δεύτερη σκέψη απέναντι στους φασίστες και τους ναζιστές της εποχής· μια λαϊκή πέρα για πέρα αντίδραση – αντίσταση που αβίαστα τους οδήγησε στην υπεράσπιση της πατρίδας!

Τις έννοιες όπως πατρίδα, σημαία, εθνική υπερηφάνεια για τα ωραία και αγαθά μας, έχω την αίσθηση ότι οφείλουμε να διατηρήσουμε να μεταλαμπαδεύσουμε, πάντοτε με απόλυτη ευσυνειδησία, με σεβασμό στον άλλο, στον διαφορετικό, στον ξένο!

Και σε τούτα -εκτός πολλών βέβαια άλλων – η έγνοια μας, το μέγα χρέος μας!

Χανιώτικα νέα, Πέμπτη, 29.10.2020)

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ

 ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

Επιμἐλεια: Νεκτάριος Ευ. Κακατσάκης




Πρόχειρον Σημειωματάριον – Ημερολόγιον

Εφέδρου χωροφύλακος Νικολάου Γ. Μπροτζάκη
Εξ Αμνάτου Ρεθύμνης – Κρήτης

Ογδόντα χρόνια μετά από το ιστορικό έπος του 1940! Του μεγάλου “ΟΧΙ” που είπαν τότε οι Ελληνες, αρνούμενοι να παραδώσουν “γη και ύδωρ” στους επίδοξους κατακτητές!

Το μεγάλο “ΟΧΙ” εκείνο της φυλής διατρανώθηκε με το… πανηγύρι που στήθηκε για την κατάταξη των αντρών στο στρατό για την πατρίδα που κινδύνευε!

Από κάθε περιοχή της Ελλάδος έσπευσαν άνθρωποι απλοί να συνδράμουν τον ιερό αυτό αγώνα υπέρ βωμών και εστιών!

Σήμερα τιμώντας τη μνήμη όλων εκείνων των ηρώων που έσπευσαν -με όπλο πρωτίστως την ψυχή τους- παρουσιάζουμε αυτούσιο το Ημερολόγιο ενός απλού στρατιώτη του έφεδρου χωροφύλακα Νικολάου Γ. Μπροτζάκη, εξ Αμνάτου Ρεθύμνης – Κρήτης, όπως ο ίδιος αναγράφει στην πρώτη σελίδα του Ημερολογίου του.

Συγκλονιστικές περιγραφές – ντοκουμέντα μέσα από τα οποία παρακολουθούμε τις δυσκολίες και τις κακουχίες που έζησαν εκείνοι που έκαμαν το χρέος τους ως άλλοι Σπαρτιάτες…

Το χειρόγραφο αντίγραψε η κόρη του Ν. Μπροτζάκη, Αγγελική Μπροτζάκη – Σκάρπα η οποία σημειώνει σε ένα ε της σημείωμα μεταξύ άλλων:

«Ο Νικόλαος Γ. Μπροτζάκης γεννήθηκε στην Αμνάτο Ρεθύμνης από γονείς γεωργούς, το Γεώργιο και τη Σοφία. […] Η οικογένεια του ήταν φτωχή και η κατάταξη στη Χωροφυλακή ήταν εκείνα τα χρόνια μια σπουδαία επαγγελματική αποκατάσταση. Η Χωροφυλακή στάθηκε ένα ανώτερο σχολείο γι’ αυτόν, που ήθελε να μάθει γράμματα. Καλλιέργησε τη γλώσσα και έμαθε να μιλάει και να γράφει καλύτερα.[…]. Αντέγραψα το ημερολόγιο του πατέρα μου, σαν μνημόσυνο στη μνήμη του. […] Οι ρίζες μας, οι προγονοί μας, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε άμεσα, καθορίζουν σε κάποιο σημείο τη ζωή μας. Η παρακαταθήκη τους και τα δικά τους βήματα μας άνοιξαν το δρόμο για τη δική μας ζωή. Κάθε λόγος τους είχε τη βαρύτητα του για το μέλλον μας. Κάθε πράξη τους έβαζε ένα λιθαράκι για να πατήσουμε και να ανέβουμε ψηλότερα. Πιστεύω ότι θα χαίρεται να βλέπει πως οι απόγονοι του έκαναν πράξη τα δικά του όνειρα. […] Παντρεύτηκε την Ειρήνη Αγγελή Κανακάκη το 1939, αφού έκτισε το σπίτι του, όπως συνήθιζαν τότε στην Κρήτη. […] Με την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου κατετάγη έφεδρος χωροφύλακας στην Ήπειρο. Τα γεγονότα της ζωής του την περίοδο αυτή καταγράφει στο ημερολόγιό του. […]

Απέκτησε τρία παιδιά. Το Γιώργη, τη Μαρίνα και την Αγγελική. Ήθελε πολύ να μάθουν γράμματα, μα δεν πρόλαβε να τα χαρεί. Οι κακουχίες και κάποιο κρύωμα την εποχή του πολέμου πείραξε την καρδιά του. Πέθανε το 1956 σε νοσοκομείο των Αθηνών.

Όπως κι εγώ έτσι και σεις θα τον γνωρίσετε μέσα από κάθε λέξη του. Θα περπατήσετε μαζί του στα ίδια μονοπάτια και στις δυσκολίες του πολέμου του 1940 και της κατοχής. Θα νιώσετε αισθήματα όμορφα και άσχημα όπως και εκείνος. Θα κλάψετε και θα χαρείτε. Θα κουραστείτε, θα πεινάσετε, θα αγανακτήσετε, θα φοβηθείτε, θα πονέσετε, θα απελπιστείτε.
Ο λόγος του θα σας εντυπωσιάσει. […] Θα γυρίσετε ζωντανά το χρόνο στα γεγονότα.

Φανταστείτε πως μέσα στις τόσες δυσκολίες έγραφε. Από το γράψιμο φαίνεται πως το έκανε την ίδια ημέρα. Τα πιο πολλά είναι γραμμένα με μολύβι ή και ξυλομπογιά. Δεν άλλαξα καμιά λέξη ή φράση. Είναι ένα ακριβές αντίγραφο. Μόνο μερικά ορθογραφικά λάθη διόρθωσα και λίγα σημεία της στίξης πρόσθεσα, δηλαδή τελείες πού και πού.

Το ημερολόγιο ξεκινάει και τελειώνει κοντά στη θάλασσα της Κρήτης. Θα ήθελα να συνέχιζε… Μα αφήνουμε τη φαντασία μας να συνεχίσει», σημειώνει η ίδια!

ΑΚΡΙΒΟ ΚΕΙΜΗΛΙΟ
Το ντοκουμέντο που έφτασε στα χέρια μου χάρη στην εγγονή του Ν. Μπροτζάκη, Ντέπυ Σκάρπα αποτελεί κειμήλιο για όλους τους τωρινούς, ένα κειμήλιο ακριβό όπως και τόσα άλλα που χρειάζεται να διατηρήσουμε και να γνωρίσουμε, να κατανοήσουμε την τεράστια αξία που έχει για τις ζωές μας, και την ιστορία του τόπου μας.

Ομολογώ πως παρόλο που για λόγους χώρου θα έπρεπε να επιλεγούν αποσπάσματα από το γραπτό του στρατιώτη Μπροτζάκη, αδυνατούσα να προβώ σε οποιαδήποτε επιλογή. Θα ήταν σαν να έκοβα από την ψυχή, τον ψυχισμό, τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που τότε υπό συνθήκες που εμείς σήμερα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, κατάφερε να καταγράφει σχεδόν καθημερινά σημειώσεις από τα τεκταινόμενα!

Μία αληθινή πέρα από φτιασιδώματα και εξωραϊσμούς ιστορία ενός ανθρώπου που όπως και χιλιάδες άλλοι κατάφεραν να περάσουν στο Πάνθεον των ηρώων τούτου του τόπου! Θα τον ακολουθήσουμε από την κατάταξή του στις 13-12 του 1940 στο Δ.Χ. Ρεθύμνης έως και την επιστροφή του στην Κρήτη και τους δικούς του…

ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ

[...] 

(ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ)

11-7-41
Χθες πήρα γράμμα από το σπίτι μου. Δόξα τω Θεώ, μου γράφουν πως είναι όλοι καλά!… Τώρα θα ανησυχώ μέχρις ότου μάθω ότι ελευθερώθη η Κυρία μου!… Από τα γραφόμενα αφήνει να εννοηθεί ότι δεν είναι ομαλή η κατάστασις κάτω!…
Τώρα 15 ημέρες είμαι άρρωστος. Έχω γίνει σκελετός. Φοβάμαι μην ασθενήσω, γιατί και η συντήρησίς μου δεν είναι καλή. Γενικώς πεινάμε. Η μερίδα το φαγί, τα χόρτα έχουν φθάσει τις 20 δρ. και τη μερίδα μία πιρουνιά. Ντομάτες, μπάμιες, μελιτζάνες, αχλάδια, σταφύλια, ροδάκινα, καρπούζια, πεπόνια έχουν 60-70 δρ. Λάδι δεν υπάρχει. Το ψωμί η οκά Ι00 δρ. Βλέπω τα φρούτα και ζηλεύγω. Αλίμονον, αν παραταθεί η ζωή μας αυτή!

15-7-41
Σήμερον έλαβον και ετέραν επιστολήν από το σπίτι μου, ησύχασα κάπως!…
Τώρα μόνον αγωνιώ να βρεθώ κοντά στην οικογένειαν μου. Αυτή η μαύρη Αθήνα με έχει φέρει εις απελπισίαν. Έχω μείνει ο μισός. Υποφέρω σχεδόν από τα πάντα. Το ψωμί το βλέπω και μου έρχεται ίλιγγος! Πού να φθάσουν τα 50 δράμια; Η Αθήνα τρέφεται προπαντός με σύκα έτσι και εγώ. Τα φρούτα τα βλέπω μόνον, πού να αγοράσω; 60-70 δραχμάς… Με λίγα λόγια αλίμονον! αν παραταθεί η ζωή αυτή.

20-7-41
Σήμερα διετάχθη η απόλυσίς μας από την χωρ/κήν. Μας απέλυσαν. Είμαι στενοχωρημένος. Δε βλέπω ποιοι θα είναι οι πόροι ζωής μου εδώ πλέον. Η ζωή εδώ είναι αφόρητη. Όλος ο κόσμος υποφέρει από την πείναν. Λάδι δεν υπάρχει και εάν βρεις προς 400 δρ. η οκά. Τα φαγιά τα τρώμε δίχως λάδι. Όλα τα είδη έχουν δεκαπλασιασθεί. Τα παπούτσια 1500 δρ., κάλτσες ανδρικές, οι πρόχειρες 50 δρ., ξυραφάκια 10 δρ., σπίρτα 6 δρ., σιγάρα 40 δρ. και γενικώς όλα τα είδη. Σταφύλια 60 δραχμάς, πού να φάγω εγώ; Δεν αποφασίζω.

24-7-41
Έφυγα από του θείου του Σπύρου και κοιμάμαι στης θείας της Ειρήνης εις Μοσχάτο. Στον θείο, δυστυχώς, δεν έχουν καμία οικογενειακήν συνεννόησιν. Διαρκώς γκρινιάζουν και πάντα δίχως λόγον. Όλοι τους είναι άνθρωποι που δεν ημπορεί κανείς να συνεννοηθεί ή να τους χαρακτηρίσει. Γι’ αυτό έφυγα. Τώρα, καίτοι κουράζομαι περισσότερον έχω κάποια ησυχία ψυχική.

26-7-41
Σήμερα έλαβα δύο γράμματα από το σπίτι μου. Εχάρην όπου όλοι είναι καλά. Η χαρά μου σήμερα είναι απερίγραπτη, που με πληροφόρησε ο θείος ο Φραγκιάς ότι η γυναίκα γέννησε καλώς και ότι μου χάρισε αγοράκι!… Η επιθυμία επραγματοποιήθη. Είμαι τρελός από την χαράν μου, αλλά και δυστυχισμένος. Το να βρίσκομαι εδώ αιχμάλωτος και δε βρέθηκα κοντά στη γυναίκα μου τας κρίσιμους της αυτάς στιγμάς. Τώρα η ανησυχία μου διπλασιάσθη. Τώρα αγωνιώ περισσότερον να φύγω! Αχ! Τους είχα γράψει επανειλημμένως να μου γράψουν την γνώμην τους ως προς την φυγήν μου από εδώ. Δυστυχώς δεν απάντησαν τίποτα. Τι να αποφασίσω; Φευ! Γνωρίζω πως η θάλασσα τρώγει πολλούς και όσοι πάγουν τους κλείνουν σε στρατόπεδα. Πάντως προσεχώς θα αποφασίσω. Δεν ημπορώ να ζήσω πλέον εδώ. Σχεδόν πεινώ κάθε λεπτό και η αγωνία μου με τρελαίνει. Αλίμονον! τη ζήσην μου. Πρέπει να την αποφασίσω.

1-8-41
Επί 15 ημέρας προσπαθώ να εύρω καΐκι να φύγω. Τα απεφάσισα. Θα παίξω κορώνα — γράμματα τη ζωή μου! Σήμερα βρήκα καΐκι με εισιτήριο 3.300. Με μεγάλας προφυλάξεις, με σφιγμένα τα δόντια και την αναπνοήν μπήκαμε στο καΐκι, ένα πολύ μικρό, σαν βάρκα. Μπήκαμε 30 άτομα. Αμπαρωθήκαμε. Μας σκέπασαν με μουσαμάδες και περί ώραν 5.30μ.μ. ξεκινήσαμε. Όλοι δεν ξέρομε πού πηγαίνομεν. Το ταξίδι δύσκολο και τολμηρό. Με μεγάλο κόπο βγήκαμε από το λιμάνι. Ουδείς κινείται. Όλοι σαν νεκροί, για να περάσομε τα πυροβολεία και την Αίγινα. Αεροπλάνα περνούν διαρκώς από επάνω μας. Όλοι είμεθα φοβισμένοι. Ταξιδεύομε 24 ώρες ταξίδι πολύ καλά όλοι. Μείναμε έκπληκτοι όταν είδαμε την Κρήτην. Όλοι δακρύσαμε. Όλοι περιμένομε με αγωνία να βγούμε. Γιατί είναι η δυσκολότερη φάσις του ταξιδιού μας. Περί ώραν 5.30 μ.μ. αποβιβαζόμεθα εις το ακρωτήρι Γραμβούσα με προφυλάξεις σε ένα όρμο Μέννες. Βλέπομε πατριώτες και συγκινούμεθα. Είναι άλλοι που φεύγουν σκαστοί και αυτοί, Στερεοελλαδίτες. Όλοι δακρυσμένοι φιλήσαμε την γη της γλυκιάς πατρίδας!…
Βαδίσαμε 5 ώρες για να φθάσομε το πρώτο χωριό. Ο δρόμος κακός, εξαντλημένοι από πείνα και το ταξίδι. Περί ώραν 10.30 φθάσαμε. Κοιμηθήκαμε έξω. Φοβηθήκαμε να πλαγιάσομε σε σπίτι.

Χανιώτικα νέα (27.10.2020)


Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

            ΤΡΕΙΣ ΧΑΝΙΩΤΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ...


Πίνακας: Αλ. Αλεξανδράκη

«Να προχωρεί ο ενδέκατος, ξανακούστηκε πιο ζωηρά αυτή τη φορά η φωνή του Λοχαγού μας. Όλοι καταλάβαμε το νόημα της σοβαρής αυτής φωνής. Σταμάτησε κάθε συζήτηση και σχόλιο και σιωπηλά πια συνεχίσαμε την ανηφόρα. Το χιόνι τώρα είχε μεγάλο πάχος. Οι πίσω ακολουθούσαν τις πατημασιές των πρώτων, τα πόδια βυθιζόταν αρκετά, χωρίς όμως να φθάνουν ως το χώμα. Γρήγορα πήραμε θέση προς το μέσον της πλαγιάς, με κατεύθυνση τη μεγάλη κορυφή της Κλεισούρας. Κι αμέσως άρχισε το κελάηδημα των όπλων, των κάθε λογής όπλων. Οι οβίδες των κανονιών μας έσκαζαν λίγο πιο μπροστά και των Ιταλικών σε διάφορα σημεία. Το ίδιο και οι όλμοι, ενώ τα πολυβόλα κακάριζαν, όπως λέγαμε. Οι εχθρικές σφαίρες σχίζανε με ταχύτητα τον αέρα και δεν άκουγες παρά ένα συνεχές “σβιτς – σβιτς”, όπως ακούμε να κάνουν οι μέλισσες στο πέταγμά τους, όταν βρεθούμε, προπάντων την άνοιξη, κοντά σε κυψέλες. Πότε σκοπεύαμε όρθιοι, πότε πέφταμε για λίγο χάμω πάνω στο χιόνι, ρίχναμε κάμποσες ντουφεκιές, μετά σηκωνόμαστε και προχωρούσαμε μερικά μέτρα, συνεχίζοντας την ίδια τακτική. Τώρα ο φόβος είχε εκλείψει, μόνον ένα πείσμα μας κυρίευσε και η προσπάθεια όλων ήτανε να καταλάβουμε το καταραμένο αυτό βουνό και να διώξουμε πίσω μακριά εχθρό». Από το βιβλίο “Ένας στρατιώτης θυμάται…” του Μάρκου Ν. Ντουκάκη.

«Ο Χαλβατζής λέει στην παρέα: “Όποιος κουράστηκε να μου δώσει και τον γυλιό του, εγώ μπορώ και έναν από σας να σηκώσω στην ανάγκη και να βαδίζω!” Παίρνει λοιπόν μερικό βάρος του Βασίλη που κρατούσε το οπλοπολυβόλο και συνεχίζουμε. Φτάνουμε σε μια πηγή με πολύ νερό, τρώμε λίγο ψωμί στα όρθια, ήπιαμε νερό, όπου εκεί διανυκτερεύσαμε. Την επομένη αρχίσαμε μεγάλη πορεία, μέχρι το χωριό Ζέη. Περάσαμε ένα οροπέδιο γραφικότατο με αγροτικά σπιτάκια εδώ κι εκεί, αλλά χιόνι 50 πόντους. Ζώα μεταγωγής στους δρόμους ψόφια από πείνα και ψύξη. Περνάμε μονοπάτια απόκρημνα και με φοβερή χιονολάσπη. Βουνά πέτρινα και βραδάκι πια φτάνουμε εις το χωρίον Ζέη. Αλλά στήσαμε αντίσκηνα έξω από το χωριουδάκι, διότι εβομβαρδίζετο υπό της αεροπορίας τακτικά. Ήταν όμως μια πηγή κοντά με κρύο νερό και φέραμε και κάναμε τσάι που είχαμε μαζί μας και ζάχαρη μας είχανε δώσει από μια καραβάνα προ ημερών και κρατούσαμε πάντα νοικοκυριό. Ανάψαμε κι εδώ φωτιά, ζεσταθήκαμε και κοιμηθήκαμε αναπαυτικά. Την επομένη εξακολουθούμε την πορεία προς Μύγκουλην». Από το βιβλίο “Ημερολόγιο ενός Πολεμιστή του ΟΧΙ”, του Σπύρου Ντουντουλάκη.

«Ένα βράδυ μας παίρνει ένας ανθυπολοχαγός να ανεβούμε εις την πιο ψηλή κορυφή του βουνού, να κάνουμε χαρακώματα εις το χιόνι. Φυσούσε αέρας, έριχνε χιόνι και πίσσα σκοτίδι, με μεγάλη δυσκολία φθάσαμε εις την κορυφή. Οι Ιταλοί ήταν στην πίσω πλευρά, δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα. Φυσούσε δυνατός αέρας, γυρίσαμε πίσω, αλλά πολύ δύσκολα. Ήταν απότομος γκρεμός και βουτάγαμε εις το χιόνι. Εγώ έτυχα τελευταίος, κάρφωσα μέχρι τη μέση εις το χιόνι, φώναζα βοήθεια, ποιος να με βοηθήσει. Εις την απελπισίαν μου αγκάλιασα το όπλο μου γύρισα δίπλα, κατρακύλησα και κατέβηκα κάτω. Γυρίσαμε ξημερώματα εις τον καταυλισμό. Μας κηρύσσει τον πόλεμο και η Γερμανία και έγινε υποχώρηση των στρατιωτών μας. Μεγάλη Παρασκευή είμαστε εις το Καλπάκι εις ένα δάσος. Μας βομβάρδιζαν όλη την ημέρα τα αεροπλάνα. Τη νύχτα φύγαμε, συγκεντρωμένο το σύνταγμα, είχαν καταλάβει σχεδόν όλη την Ελλάδα. Από όπου περνούσαμε πίναμε μόνο γάλα όπου βρίσκαμε. Από τα απομνημονεύματα (ανέκδοτα) του πατέρα μου Θεοκλή Αντ. Κακατσάκη.

Τρεις από τους πολεμιστές (Χανιώτες και οι τρεις), που έγραψαν στα βουνά της Ηπείρου το έπος του ‘40, θυμούνται τις ημέρες εκείνες… Τρεις απ’ τους επώνυμους που έτρεξαν, αφήνοντας τα πάντα, όταν τους φώναξε η πατρίδα να την υπερασπιστούν. Στις μαρτυρίες τους, στάση σήμερα. Με επίλογο το ποίημα “Ελλάδα (Οχτώβρης 1940)” του Γιάννη Ρίτσου: «Ακέρια η γης εσείστηκε κι εβρόντηξε όλη η πλάση –/ μια φούχτα άνθρωποι ανίσκιωτοι, μες σε μια φούχτα τόπο,/ κάτι σπασμένα μάρμαρα, κάτι φαρδιά πλατάνια,/ μόνο μπαρούτι τους το φως και σκάγια τους οι ελιές τους/ και δίπλα τους η Παναγιά, κι η Λευτεριά μπροστά τους/ να φέγγει απ’ το βαθύ καημό κι απ’ τα πορτοκαλάνθια./ Κι εκεί, στου δρόμου το σταυρό, στο μυστικό δαφνώνα,/ να οι Θερμοπύλες έτοιμες, να και το Εικοσιένα,/ όρθια τ’ αλέτρια κι οι πηγές, όρθιοι κι οι αποθαμένοι,/ η Ελλάδα η μυριοπίκραντη με τα γαλάζια μάτια,/ μ’ ένα σταμνί στην κεφαλή, μ’ ένα σπαθί στο χέρι,/ κι απάνου στο χωμάτινο σπασμένο κεραμίδι/ δυο καρβουνάκια κόκκινα κι ένα κουκί λιβάνι,/ η φλόγα της καλής αντρειάς, του δίκιου ο δυναμίτης –/ κι ακέρια η γης εβρόντηξε κι ο κόσμος εφωτίστη».

Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 27. Οκτωβρίου 2020)

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

ΧΡΥΣΑ

ΠΑΜΕ ΠΛΑΤΕΙΑ;  

Γράφει η Χρύσα Κακατσάκη

Όταν ο Τζίμης από τους «Δέκα μικρούς Μήτσους» πρότεινε στον φίλο του να πάνε πλατεία δεν φανταζόταν ότι μια αθώα βόλτα θα απέχει σήμερα πολύ λίγο από την ποινικοποίησή της.

 

Ο νεαρός ήρωας του Λάκη Λαζόπουλου πιθανόν να μην είχε διαβάσει το σύνταγμα όπου περιλαμβάνεται το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι, τουτέστιν της ελεύθερης πρόσβασης σε δημόσιους χώρους. Ισως δεν το γνωρίζουν ούτε οι δεκάδες νέοι με την πάνινη ανάσα και τα ρουθούνια ταπωμένα με μάσκες που μαζεύονται στην Κυψέλη και στο Παγκράτι, στο Καρτιέ Λατέν του Παρισιού ή στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου.

Οι νυχτερινές συγκεντρώσεις τους δεν έχουν τα εμφανή χαρακτηριστικά της πολιτικής αντίστασης όπως είχε συμβεί με τους «αγανακτισμένους» στην περίοδο των μνημονίων, με τους εξεγερμένους φοιτητές στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου ή με εκείνους που προσδοκούσαν την «αραβική άνοιξη» στην Ταχρίρ του Καΐρου.

Ετσι, χωρίς προφανή αίτια είναι εύκολο για δημοσιογράφους, βουλευτές και επιδημιολόγους να τους αποκαλούν ανεύθυνους. Στην καλύτερη περίπτωση για την ερμηνεία της συμπεριφοράς τους σπεύδουν να συνδράμουν οι ψυχολόγοι, με κριτήριο την ηλικία που συμβαδίζει με την πίστη στο άτρωτο και ασυνείδητα στην άποψη του Χάιντεγκερ ότι ο θάνατος είναι «ανοίκειος» στην ανθρώπινη φύση.

Απουσιάζει ωστόσο εκκωφαντικά η κοινωνιολογική και οικονομική διάσταση του φαινομένου. Οι σημερινοί 20ρηδες και 30ρηδες, ειδικά στην Ελλάδα, μεγάλωσαν με ένα αίσθημα αδικίας, μαθαίνοντας από τα μικράτα τους τις σκληρές διαδικασίες για την εκταμίευση δόσεων. Προσπαθούν λοιπόν με μια μπίρα στο χέρι να αποδιώξουν το φάσμα της ανεργίας που τους περιμένει, να ξεχάσουν τη φράση «θα πληρωθείς σε τρεις μήνες», να διαμηνύσουν ότι δεν τους αρκεί η οικογενειακή εστία όπου παγιδεύεται κανείς απομυζώντας τη σύνταξη της γιαγιάς και το φαγητό της μαμάς. Η βουβή διαμαρτυρία τους δείχνει ότι έχουν σιχαθεί να βλέπουν την ψευτοζωάρα του καθενός στο ίντερνετ, πως δεν γουστάρουν άλλο να κάνουν τον πόνο τους meme και την ανασφάλειά τους story.

Η αξόδευτη ακόμη ζωική ορμή της νιότης αρνείται να δεχτεί ότι ένας ιός μπορεί να την αφανίσει. Στις πλατείες λοιπόν αναζητούν το νόημα που ’χει κάτι απ’ τις φωτιές. Απέναντι στη μακάρια αυταρέσκεια ενός αποτυχημένου πολιτικού συστήματος που επικρίνει ακόμη και τις ήσυχες μαζώξεις τις οποίες διαταράσσουν μόνο οι αστυνομικές ντουντούκες, οι νέοι αντιδρούν με όποιον τρόπο μπορούν.

Στις πλατείες επομένως δεν συναθροίζονται μόνο σώματα που ενδεχομένως να φιλοξενούν τον ιό, αλλά και μυαλά που σκέφτονται και δεν είναι διατεθειμένα «να θυσιάσουν τις ελευθερίες τους στον βωμό του ονείρου ενός υγειονομικού κράτους», σύμφωνα με τον φιλόσοφο Μπερνάρ Ανρί Λεβί. Αλλωστε μπορούν άνετα να διαπιστώσουν την υποκρισία συγκρίνοντας τις επιτρεπόμενες ομάδες των εννέα ατόμων με τους 25 μαθητές ανά τάξη, βλέποντας τους στοιβαγμένους επιβάτες στα λεωφορεία, τις λιγοστές ΜΕΘ όπου από την κρατική ολιγωρία μπορεί να ξεψυχήσει ο παππούς τους. Διαισθάνονται ότι ο λοιμός τού σήμερα προετοιμάζει τον λιμό τού αύριο και η πλατεία είναι απλώς ο χώρος συνάντησης με τον Αλλο, όπου εξορκίζουν το ρίγος του φόβου και επαληθεύουν την κοινωνική τους υπόσταση την οποία δεν ανέχονται ακρωτηριασμένη ολοένα περισσότερο.

Πρώτη δημοσίευση: documentonews.gr

http://www.pancreta.gr/voices.php?p=22977

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΔΙΕΘΝΗΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Διεθνής Μαραθώνιος Ποίησης

Όγδοη (τελευταία ) μέρα για μένα στον Διεθνή Μαραθώνιο Ποίησης.
Εγώ πρέπει να δημοσιεύω ένα ποίημα κάθε ημέρα με την φωτογραφία μου για οκτώ ημέρες και να καλέσω με την σειρά μου έναν ή περισσότερους Ποιητές για να συμμετάσχουν σε αυτήν την αλυσίδα της Ποίησης #PeetMeNotLeave όπου θα μεταφραστούν τα ποιήματα στα Αγγλικά και μετά θα μπουν στο Ρώσικο Ημερολόγιο ( Almanac). Εμένα με προσκάλεσe η εξαίρετη φίλη ποιήτρια Νάνσυ Δανέλη, την οποία ευχαριστώ θερμά για την τιμή. εγώ έχω ήδη καλέσει τους
φίλους ποιητές Γρηγόρη Γεωργουδάκη, και Μανόλη Λεφάκη.
Today is my 8th day participating in this international poetry marathon,where I have to post one poem every day with my photo and invited one or more poets to join the chain of poetry #PeetMeNotLeave , where the poems will be translatd into English and enter in the Russian almanac.



ΙΘΑΚΗ ΜΟΥ Η ΠΟΙΗΣΗ 

Ιθάκη μου η ποίηση: 

τα πάτρια, η μητρίδα γη, 

το άλφα της απορίας μου. 

Εδώ επιστρέφω. 

Πολλά και πολύτροπα 

τα μικρά και μεγάλα ταξίδια μου

 εντός, εκτός και επί τα αυτά. 

Καταδικασμένος να φεύγω…


 «Ας μη μου δώσει η μοίρα μου 

εις ξένην γην τον τάφον». 

Το καλύτερο ποίημα 

δεν το έχω γράψει ακόμα.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

 

Έβδομη μέρα για μένα στον Διεθνή Μαραθώνιο Ποίησης.
Εγώ πρέπει να δημοσιεύω ένα ποίημα κάθε ημέρα με την φωτογραφία μου για οκτώ ημέρες και θα καλέσω με την σειρά μου έναν ή περισσότερους Ποιητές για να συμμετάσχουν σε αυτήν την αλυσίδα της Ποίησης #PeetMeNotLeave όπου θα μεταφραστούν τα ποιήματα στα Αγγλικά και μετά θα μπουν στο Ρώσικο Ημερολόγιο ( Almanac). Εμένα με προσκάλεσe η εξαίρετη φίλη ποιήτρια Νάνσυ Δανέλη, την οποία ευχαριστώ θερμά για την τιμή. εγώ έχω ήδη καλέσει τους
φίλους ποιητές Γρηγόρη Γεωργουδάκη, καιΜανόλη Λεφάκη (μπορώ να καλέσω μέχρι 8)

Today is my 7th day participating in this international poetry marathon,where I have to post one poem every day with my photo and invited one or more poets to join the chain of poetry #PeetMeNotLeave , where the poems will be translatd into English and enter in the Russian almanac.


Βρέχει

 

Βρέχει.

Ωραία να βλέπεις τη βροχή 

απ’ το παράθυρό σου,

όταν βρέχει. 

Τίποτα να μη σε νοιάζει-

μεγάλη υπόθεση το κεραμίδι 

πάνω απ’ το κεφάλι σου.

 

Βρέχει.

Υπέροχο να περπατάς στη βροχή, 

ακόμα και δίχως ομπρέλα, 

όταν ήρεμα βρέχει.

Τίποτα να μη σκέφτεσαι-

τραγουδώντας στη βροχή    

το απωθημένο σου.

 

Βρέχει.

«Μια σκηνή ή ένα σκοινί;»

ο τίτλος της καμπάνιας 

που έχει ξεκινήσει η αόρατη οργάνωση 

«Βροχή ανθρωπιάς».

Έχουν και οι μη έχοντες κεραμίδι

δικαίωμα στην ευλογία της βροχής, 

το πιστεύω της. 

*Και στη γνωστή αμερικάνικη ταινία «Τραγουδώντας στη βροχή», που ακούγεται και το ομώνυμο τραγούδι, αναφορά

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ ("Τα χελιδόνια του μοναχού", ψηφιακή έκδοση, Χανιά 2020)