Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΜΕΤΑ ΑΠΟ 25 ΧΡΟΝΙΑ...



Είσαι πάντα εκεί και με περιμένεις! Στις φωτογραφίες των εγγονιών σου που στολίζουν το περβάζι του τζακιού στο σπίτι που έκτισες πέτρα την πέτρα. Στο ανάλαφρο βήμα του δεξιού ποδιού του Νεκτάριου, που χορεύει πεντοζάλη. Στο μετάλλιο του μεγάλου Θεοκλή που αστράφτει στο στήθος του. Στο ανοιχτό βιβλίο Ιστορίας που διαβάζει ο δεύτερος Θεοκλής. Στο δεξί χέρι της Δέσποινας που κρατά τη σημαία του σχολείου της στην παρέλαση. Στη γεμάτη απορία έκφραση του Γιάννη, που βλέπει τον Ιούδα να καίγεται. Στ’ ανοιχτά χειλάκια της Ζωής έτσι όπως συλλαβίζουν τα “λα λα όλα” της. Είκοσι πέντε χρόνια τώρα (τόσα περάσανε απ’ το φευγιό σου στο άλλο ημισφαίριο της ζωής) είσαι πάντα εκεί και με περιμένεις. Προπάντων κάθε χρόνο, σαν σήμερα, που τυχαίνει να είναι μαζί με το συναπάντημα σου και η ημέρα των γενεθλίων μου… Μαζί, Θεού θέλοντος, θα τα γιορτάσουμε κι εφέτος, πατέρα!
Έχω να σου πω πολλά, μα δεν θα σου πω τίποτα. Το ξέρω ότι τα ξέρεις όλα όσα συνέβησαν τα χρόνια που πέρασαν απ’ την ημέρα που έφυγες, πατέρα! Και τα καλά και τα κακά. Και τα όμορφα και τα άσχημα, σ’ όλες τους τις λεπτομέρειες. Απλώς να θυμηθούμε εκείνο το «δεν θέλω να τρώγω τζάμπα το ψωμί μου» που είπες τα τελευταία σου λόγια, έτσι όπως μας τα μετέφερε έξω απ’ την Εντατική, λίγα λεπτά πριν βυθιστείς σε λήθαργο, η Χρυσούλα, η μικρή σου χαϊδεμένη, θέλω: «να είστε πάντα αγαπημένοι», είπες. Είχες, λέει, μαζέψει όλες σου τις δυνάμεις για να μιλήσεις, όπως μόνο εσύ ήξερες να τις μαζεύεις, για να το πεις σαν απάντηση στα λεγόμενα της: «Θα βγεις γρήγορα από εδώ, μπαμπά και θα πάμε όλοι μαζί να μαζώξουμε τσ’ ελιές».
«Σαν σήμερα/ -πάνε χρόνια από τότε- /βγήκα στο φως του κόσμου./ Σαν σήμερα/ -μισόν αιώνα, παρά τέσσερα χρόνια, αργότερα-/ έφυγε για τον άλλο κόσμο/ ο πατέρας μου./ «Δεν θέλω να τρώγω τζάμπα το ψωμί μου»,/ είπε· κι έφυγε/ βέβαιος πως δεν είχε αφήσει/ κανέναν απλήρωτο λογαριασμό»./ Μακάρι κι εγώ/ όταν έρθει η σειρά μου να φύγω,/ να ’μαι το ίδιο βέβαιος/ πως έχω πληρωμένους/ όλους μου τους λογαριασμούς». Το ποίημά μου “24 Νοεμβρίου”, (ποιητική συλλογή “Οταν γίνεις ποίημα”, “Πυξίδα της Πόλης”, Χανιά 2013).


Εδώ Μάντρα!



”Δεν ανοίγει η πόρτα από τα χαλάσματα στην Μάντρα./ Τα θολωμένα νερά./ Στοιβαγμένα όνειρα, σωριασμένα./ Αλλα ζωντανά και άλλα πεθαμένα./ Μια μάνα περνάει από τις χαραμάδες και ψάχνει στο φεγγάρι σκεπάσματα./ Ένας πατέρας δαγκώνει ακόμα το χώμα/ και φωνάζει τον γιο του/ Λίγο πιο πέρα, ο ορίζοντας/ κουμπώνει το παλτό του/ και αφήνει απ’ έξω τον Πέτρο”. Βασίλης Κ. Παππάς.
Ποίηση, εκτός όλων των άλλων είναι και η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας σε βαθμό υπέρτατο. Γι’ αυτό και επέλεξα το συγκεκριμένο ποίημα που αλίευσα απ’ το Βιβλίο των Προσώπων (facebook). Λέει πολλά σ’ αυτό ο “διαδικτυακός φίλος” άγνωστος σ’ εμένα προσωπικά, ποιητής. Γεμάτο εικόνες, τραγικές εικόνες, εικόνες φρίκης, το ποίημά του. Εδώ Μάντρα! Η Μάντρα στο έλεος του πάλαι ποτέ ποταμού της, που λογικό ήταν κάποτε να διεκδικήσει το δίκιο του. Η Μάντρα σαν σήμα κατατεθέν του “σύγχρονου” κράτους μας. Και βέβαια, η Μάντρα του πένθους και της καταστροφής.
“Φταίει το ζαβό το ριζικό μας”/ Φταίει ο Θεός που μας μισεί!/ Φταίει το κεφάλι το δικό μας!/ Φταίει πρωτ’ απ’ όλα το κρασί!/ Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;/ Κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα». Και το ποίημα “Μοιραίοι” του Κώστα Βάρναλη διαρκώς στον νου μου τις τελευταίες μέρες. Εδώ Μάντρα! Κι εδώ, κι εδώ, κι εδώ Μάντρα… Να “παύαμε” κάποτε να είμαστε «βουβοί, μοιραίοι, κι άβουλοι αντάμα», προσμένοντας «ίσως, κάποιο θάμα», στη “μάντρα” μας!

Χανιώτικα νέα (24.11.2017)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου