Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2025

ΧΡΥΣΑ

 Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Φωτό: Επιτυμβια στήλη με μια νεαρή κοπέλα και τους γονείς της. Κεραμεικός.

Γράφει η Χρύσα Κακατσάκη

Δυο χρόνια τώρα η Αντιγόνη περιπλανιέται στους δρόμους. Νηστική, άυπνη, με μαύρους κύκλους στα μάτια, μα δεν την νοιάζει. Παίρνει δύναμη απ’ αυτό που πρέπει να κάνει. «Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο, δεν κατεβάζει τα ρολά της». Ξεκίνησε από τον Κεραμεικό, το δημόσιο νεκροταφείο κι εκεί η Ηγησώ με ένα νεύμα γαλήνιο της είπε: «Συνέχισε. Δεν βλέπεις ότι εδώ έχει στερέψει ο Ηριδανός; Πήγαινε σε ένα άλλο ποτάμι, κοντά στα Τέμπη, Πηνειό το λένε». Εκεί «δώδεκα βρύσες με νερό από 57 πηγάδια, δεν φτάνουν να σβήσουν τη φωτιά μέσα απ’ τα φυλλοκάρδια».

Μην πιστεύετε τον Σοφοκλή. Η Αντιγόνη έχει 57 αδέλφια που πρέπει να θάψει αφού πρωτα τα αναγνωρίσει , μα είναι τόσο δυσκολο.. «Η κόρη μου έχει στο μπράτσο ένα μικρό τατουάζ. Δείξτε μου τα χέρια που μαζέψατε».
Βλέπει μια τεράστια ουρά. Είναι οι Πόντιοι Πιλάτοι που πάνε να νίψουν τας χείρας τους. Εκείνη μονολογεί. ''Όσοι χρόνια κολυμπάτε αμέριμνοι μέσα στα μάτια μου, κάποτε θα βάλω τα κλάματα και θα σας πνίξω'.
Βγάζει από το σακ βουαγιάζ ένα ένα τα όμορφα ζωγραφισμένα αγγεία που στην εποχή της έβαζαν μέσα τις στάχτες. Αυτά ταιριάζουνε στη νιότη. Όχι τα σκέτα, ψυχρα κουτιά. Τα μοιράζει σε όλους τους γονείς και συγγενείς : της Ιφιγένειας, του Γιώργου, του Βάιου, της Θώμης, του Γιάννη κλπ
Γέρνει κατάκοπη και μισοκλείνει τα βλέφαρα. «Θα πέσει άπλετο φως» ακούει στον υπνο της και πετάγεται αλαφιασμένη. Θα είναι εκείνος ο ποιητής Φερνάζης που «πρέπει ν' αναλύσει τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος. Ισως υπεροψίαν και μέθην». Ο ψίθυρος δυναμώνει. Είναι το ζουμί μιας ενοχής που στάζει. Ένα διακοσμητικό σουβενίρ ξεχασμένο σε ένα βαγόνι.
Σκοτάδι παντού, κυριολεκτικα και μεταφορικά . Παίρνει το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Σε τρένο δεν ξαναμπαίνει. Σταματά σε ένα καφέ της Εθνικής. Μέχρι να τη σερβίρουν, αποσπά την προσοχή της ένα πρωτοσέλιδο: «Είμαι διατηρητέο, είπε το χάος στους εργολάβους. Μέσα, τα πράγματα θα μείνουν όπως είναι. Μικροαλλαγές μόνο στην πρόσοψη επιτρέπω».
Ξαναγυρνά στον Κεραμεικό, βουίζουν τ’ αυτιά της, μα τα μάτια της διακρίνουν καθαρα 57 πεταλουδες που φτερουγίζουν. Καθεται σε ένα παγκάκι και διαβάζει τους τελευταίους στίχους του χορού από την τραγωδία που πρωταγωνιστεί
Η φρόνηση είναι πολύ πιο πάνω
απ’ όλα τ’ αγαθα και την ευδαιμονία ακόμη,
Γι’ αυτό και στα θεία δεν πρέπει ν' ασεβεί κανείς.
Τα μεγάλα τους τα λόγια οι ξυπασμένοι
με μεγάλα τα πλερώνουνε χτυπήματα
για να βάλουν στα γεράματά τους γνώση
Βγάζει ένα μαρκαδόρο και συμπληρωνει με μεγάλα μαύρα γράμματα :
«Είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα, πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους και μια δική του δικαιοσύνη».
Σημείωση: Από τη σελίδα της Χρύσας στο ΦΕΪΣΜΠΟΥΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου