“ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, ΧΑΙΡΕ: ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΣΥΜΦΟΡΑ”
«Είχανε, που λες, κατέβει προσφυγιά στην πολιτεία για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Βλέπεις, πιστεύανε, πως ο ελληνικός στρατός θα κράταγε την πολιτεία, όπως βεβαιώνανε µπαµπέσικα, µέρες πρωτύτερα, από την Αρµοστεία. Κι απέ σου λέει, θάλασσα ήτανε, λιµάνι, σίγουρα η ελληνικιά κυβέρνηση θα ’χει στείλει βαπόρια για να παραλάβουν τον κοσµάκη. Ναι, είχανε στείλει δυο τρία βαπόρια που παραλάβανε µονάχα τους δικούς τους από την Αρµοστεία και από την Εθνική Τράπεζα. Είχε ανοίξει κατάστηµα η Εθνική Τράπεζα στην πολιτεία µας, και τώρα ήπρεπε να σώσει τα λεφτά, την κάσα της. Μπρος στα λεφτά τ’ είναι η ζωή του ανθρώπου; “Μη φύγετε, µας λέγανε, θα ξανάρθοµε, ζήτω η Ελλάς!” Λοιπόν, ούλος αυτός ο κόσµος στοιβαγµένος στο µουράγιο και πάνω σε µαούνες». Από το µυθιστόρηµα του Κοσµά Πολίτη (1893- 1974) “Στου Χατζηφράγκου”.
«Στην καταστροφή της Σµύρνης, βρέθηκα µε τους γονιούς µου στο λιµάνι, στην Πούντα. Μέσα από τα χέρια τους µε πήρανε. Κι έµεινα στην Τουρκία αιχµάλωτος. Μεσηµέρι πιάστηκα µαζί µε άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόµα κουβαλούσαν τους άντρες στους στρατώνες. Κοντά µεσάνυχτα, όπως ήµαστε ο ένας κολλητά στον άλλο µπήκε η φρουρά κι άρχισαν να µας χτυπούν, όπου έβρισκαν, µε ξύλα και να κλοτσοπατούν όσους κάθονταν χάµω, γόνα µε γόνα. Τέλος πήραν διαλέγοντας όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστηµώντας. Εµείς φοβηθήκαµε πως θα µας χαλάσουν όλους». Από το βιβλίο του Στρατή ∆ούκα (1895- 1961) “Η ιστορία ενός αιχµαλώτου”.
«Μυστήριο µεγάλο είναι το πώς έρχεται στον κόσµο ο άνθρωπος. Εµένα το γραφτό µου ήτανε να γεννηθώ στην Ανατολή, αλλά η ρόδα της Τύχης, που γυρίζει ολοένα, ξερίζωσε από τα θεµέλια τον τόπο µου και µ’ έριξε στην ξενιτειά, σ’ ανθρώπους που µιλούσανε την ίδια γλώσσα µε µένα, πλην όµως που είχανε άλλα συνήθεια. Το πουλί το θαλασσοδαρµένο, πώς βρίσκει έναν βράχο µέσα στο πέλαγο και κάθεται και στεγνώνει τα φτερά του, έτσι βρίσκοµαι κι εγώ σε τούτα τα χώµατα. Το πώς γεννήθηκα στα µέρη της Ασίας, το ’χω για πράµα βλογηµένο και δοξάζω τον Θεό για δαύτο. Μ’ όλα ταύτα βρεθήκανε ανθρώποι κακοί και κακογεννηµένοι, ψυχές φτωχές, να γυρίσουνε το καύχηµα µου σε κατηγόρια. […] Μα εγώ δε θα σ’ αρνηστώ ποτές, Γερουσαλήµ!» Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου (1895-1965) “Αϊβαλί, η πατρίδα µου”.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΥΓΟ «Κάθε Σεπτέµβρη, φίλοι µου, τρυγούµε τα αµπέλια/ και στα σχολεία µε χαρά γυρίζουν τα κοπέλια», µας λέει στην πρώτη σηµερινή µας µαντινάδα η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. Ωστόσο προπάντων στο “αµπέλι τσης αγάπης” εκείνης ο νους της. «Τ’ αµπέλι της αγάπης µας µαζί να το τρυγούµε/ και του σεβντά τον µαρουβά γουλιά γουλιά να πιούµε», µας λέει στη δεύτερη µαντινάδα.
ΚΛΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΡΗΜΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΩ Κατεβαίνεις, κατεβαίνει, κατεβαίνετε, κατεβαίνουν… Σε ενεστώτα χρόνο. Εντάξει, δίχως το πρώτο πρόσωπο του ενικού και του πληθυντικού η κλίση του ρήµατος για κάποιους που για διάφορους λόγους δεν κατέβηκαν -δεν κατεβήκαµε και παρακολουθούν- παρακολουθούµε δίχως άγχος τα διάφορα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου