Γράφει η Χρύσα Κακατσάκη
Φοιτήτρια ούσα, επισκέπτομαι με τον τότε σύντροφό μου για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη. Χούντα του Εβρέν κι όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Συνεχείς στρατιωτικές περιπολίες στους δρόμους και το ξενοδοχείο μας γεμάτο ρουφιάνους. Τεταμένες και οι σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας εκείνη την περίοδο κι έτσι μιλούσαμε μεταξύ μας αγγλικά για να μη δίνουμε στόχο. Μια μέρα στο Καπαλί Τσαρσί, κάτι μας ξέφυγε και ένας καταστηματάρχης, γεμάτος εγκαρδιότητα και χαμόγελα, μας έπιασε την κουβέντα σε σπαστά ελληνικά. Μας κάλεσε για το ίδιο βράδυ στο σπίτι του, στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, όπου μεταξύ των άλλων φίλων του ήταν και ένα ζευγάρι, η Σιμπέλ και ο Αντνάν. Κοιμηθήκαμε εκεί, γιατί το τσακίρ κέφι πολύ γρήγορα άναψε και η κυκλοφορία απαγορευόταν από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 6 το πρωί.
Δυο τρεις μήνες αργότερα μας τηλεφώνησε η Σιμπέλ για να μας πει ότι βρισκόταν στην Ελλάδα και αν μπορούσαμε να τη φιλοξενήσουμε. Όταν ήρθε στο σπίτι, μας αποκάλυψε ότι ανήκε σε μια παράνομη οργάνωση ονόματι «Ντε Βιολ» και πως ο άντρας της για να μη συλληφθεί είχε διαφύγει στη Συρία. Επειδή ήταν γνωστός συνδικαλιστής, η Τουρκία σίγουρα θα ζητούσε την έκδοσή του και αν αυτό συνέβαινε τον περίμενε βέβαιος θάνατος. Αρχίζει λοιπόν μια μεγάλη κινητοποίηση ώστε να βρεθούν χρήματα για εισιτήρια κι ένα διαβατήριο το οποίο θα μετέφερε κάποιος από την οργάνωση στη Συρία, που θα έπρεπε να εντοπίσει τον Αντνάν για να του το δώσει και ο δεύτερος να ζητήσει πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα, με αβέβαιη πάντα έκβαση. Οι κίνδυνοι του εγχειρήματος πολλοί, δεδομένων των συνθηκών. Ο σύντροφός μου δεν μπορούσε να βοηθήσει, γιατί ήταν δημοσιογράφος και τα δημοσιογραφικά διαβατήρια τα πέρναγαν από ψιλό κόσκινο. Ένας φίλος (σήμερα αρκετά επώνυμος) προθυμοποιήθηκε να δώσει το δικό του. Στο πρόγραμμα και τα μαθήματα παρανομίας. Πώς βάζεις πχ πάνω από τον ατμό ένα διαβατήριο για να αποκολληθεί χωρίς ίχνη η φωτογραφία και να μπει η άλλη στη θέση της. Ή πώς το τυλίγεις με καρμπόν για να μην ανιχνεύεται από τα μηχανήματα. Για να μη σας κουράζω με λεπτομέρειες τι και πως (αν και μοιάζουν με σενάριο ταινίας) όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Από ένα σημείο και μετά το θέμα του ασύλου το ανέλαβε η φίλη του συντρόφου μου, Δανάη Μυλωνάκη, στην οποία θα είμαι αιωνίως ευγνώμων. Με τις τότε ισχυρές πολιτικές της γνωριμίες κατάφερε ώστε ο Αντνάν (και ο σύνδεσμος ) να έρθει στην Ελλάδα σώος και ασφαλής. Σύντομα μάλιστα έπιασε δουλειά και σαν κηπουρός στον Δήμο κι όλα καλά.
Τρία είναι τα συμπεράσματα απ’ αυτή την ιστορία:
1. Το κοινότυπο και χιλιοειπωμένο: οι λαοί δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν.
2. Το μονίμως ηθικά ζητούμενο: το να σώζεις, αν μπορείς, μια ζωή σε δικαιώνει σαν άνθρωπο.
3. Το πολιτικά επίκαιρο: Οι δικτατορίες στην Τουρκία δεν αστειεύονται. Ακόμη και οι στοιχειώδεις ατομικές ελευθερίες ήταν πάντοτε άγνωστη λέξη σ’ αυτή τη χώρα.
Και μιας που γιορτάζουμε το επίσημο τέλος της δικιάς μας Χούντας, ας παραφράσω τον ποιητή: «Θέλει αρετήν και τόλμη η δημοκρατία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου