Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

 ΚΕΡΙΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΑΔΩΝ ΤΟΥΣ (ΜΑΣ) 



«Δεν ξέρω/ πού σε βρίσκει/ ο καιρός/ και διαρκώς μακραίνεις// Έσβησε το κεράκι σου/ με τόσα/ φυσήματα/ τρόχισε τη ζωή σου/ το άγνωστο/ Όσα λουλούδια/ κι αν σου φέρω/ μαραίνονται/ δε βρίσκει χώμα/ η ρίζα/ μπετόν και/ μάρμαρο/ ο τόπος σου τώρα// Κι αν σου μιλώ/ με συλλαβές/ αν κόβω λέξεις/ είναι γιατί/ δεν ξέρει ο πόνος/ από γραμματικές/ κι ορθογραφίες// Δε θέλει/ λόγια περιττά», Ελένη Μαρινάκη (“Ο τόπος σου τώρα”).

«Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα/ καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο/ Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί./ – Είσαι καλά; του λέω/ – Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι./- Άντε στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι./- Δεν πίνεις; ρώτησα/- Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δεν θέλω να ξεχάσω». Γιάννης Βαρβέρης (“Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς”). «Πατέρα μου αγρότη,/ πώς τα ‘ξερες όλα./ Ν’ ανασταίνεις παιδιά/ να φυτεύεις, να σπέρνεις/ να ποτίζεις τη γη να μιλάς/ με τ’ αρνιά με τα δέντρα/ ν’ ακούς την ανάσα του χόρτου/ να γυρνάς φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι/ να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο// Δεν έγραψες στίχους εσύ./ Και ποτέ μου/ Δε θ’ άλλαζα εγώ με τ’ αλέτρι την πένα.// Μ’ απ’ τους δυο μας πατέρα/ ποιητής μόνο εσύ ‘σουν», Ηλίας Σιμόπουλος (“Ιερή μνήμη”).
«Όταν βγαίναμε απ’ το σπίτι/ τον κρατούσα πάντοτε από το μικρό/ δάχτυλο του χεριού του./ Ο πατέρας μου ψιθύριζα/ καθώς συγχρόνιζα το βήμα μου με το δικό του/ και του χάιδευα τους ρόζους./ Καμάρωνα που ήταν τόσο σκληροί./ Σκληροί, σαν τη ζωή μας…», Στέλιος Μαφρέδας (“Οι ρόζοι του χεριού”). «Στον κήπο πατέρα./ Ψάχνω να βρω πατημασιές// Τη μικρή βερυκοκιά που στήριξες μ’ ένα καλάμι/ Και το χνούδι της ξέβαψε το μπλε σου κοστούμι/ Και τώρα πώς θα ταξιδέψεις// Στον κήπο, πατέρα,/ Τα μονοπάτια χορτάριασαν/ Τα δέντρα έκλεισαν τα περάσματα// […] Πρωταπριλιάτικο ψέμα το ταξίδι/ Με τόση βροχή πού θα πας/ Και τα ζουζούνια τι θα τα κάνεις// το μπλε κοστούμι έγινε νυχτωμένος ουρανός/ Που μετράει τους καημούς των ερωτευμένων/ Και τα ζουζούνια που κολυμπάνε// Στον κήπο, πατέρα,/ ψάχνω να βρω τις πατημασιές σου».
Λεωνίδας Κακάρογλου (“Το μπλε κοστούμι”). «Άνοιγε τους λάκκους εσύ,/ τις ελιές εγώ θα τις φυτεύω!/ Διαταγή πάντα ο λόγος του πατέρα./ Ίσα ίσα που ανέπνεε,/ όπως έστρωνε το χώμα στα δεντράκια.// Και την καρυδιά εγώ θα τη φυτέψω./ μου είχε πει την άλλη μέρα,/ όταν τελειώσαμε με τις ελιές./ Λένε πως όποιος φυτέψει καρυδιά,/ τη βγάζει δεν τη βγάζει τη χρονιά, σκεφτόμουν, ενώ άνοιγα τον λάκκο./ Μάζευα τα καρύδια/ -χρόνια μετά το φευγιό του-/ και τα θυμήθηκα./ Κοντά σ’ αυτά και πως, στον χρόνο απάνω,/ όταν κατάλαβε πως έφτανε το τέλος του,/ μια ήταν η χάρη που ζήτησε/ -με ανάσα από φιάλη οξυγόνου./ Να βρεθεί τρόπος,/ να πάει μέχρι το χωράφι/ για ν’ αποχαιρετήσει τα δέντρα-/ τα τελευταία απ’ τα πολλά που φύτεψε», Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης (“Η τελευταία του επιθυμία”). Έξι ποιήματα σήμερα από μια Χανιώτισσα ποιήτρια και τέσσερις ποιητές, του ενός Χανιώτη. Κι ένα δικό μου λιανοκέρι στο τέλος. Κεριά στη μνήμη των πατεράδων τους, (μας). Ψυχοσάββατο αύριο, του Ψυχού απόψε, όπως έλεγε η μάνα μου, η Γιορτή του Πατέρα, μεθαύριο, τρίτη Κυριακή του Ιούνη…

ΚΑΙ,,, ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ


Σαββατοκύριακοδεύτερο, θεού θέλοντος, στο Νίππος, ό,τι καλύτερο -του Αγίου Πνεύματος γαρ. Στη γειτονιά μου, στις Πάνω Κατούνες, το εκκλησάκι του. Με πολλή προσοχή εφέτος, όπως και πέρυσι το πανηγύρι μας. Ο κορωνοϊός εξακολουθεί να είναι επικίνδυνος.

 «Στα πρώτα μου τα βήματα, μου κράταγες τη χέρα/ όπως τα μάτια σου τα δυο με πρόσεχες, πατέρα./ Μόνο της μάνας τη γιορτή, οι άνθρωποι θυμούνται/ γι’ αυτό κι οι πατεράδες μας συχνά παραπονιούνται./ Γι’ αυτό να μην ξεχάσετε, κοντά τους να βρεθείτε/ γιορτάζουν κι ανημένουνε για να τους ευχηθείτε». Με τη γιορτή του πατέρα “ασχολείται” στις σημερινές της μαντινάδες η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. Σωστή! 

«Πολλά βράδια,/ λίγο πριν κλείσω τα μάτια,/ πιάνω την ψυχή μου απ’ το χεράκι/ – στράτα- στρατούλα, της λέω – και τη βγάζω βόλτα/ στα παιδικά λημέρια:/ στην αυλή των βασιλικών και του ασβέστη,/ στην τζανεριά του Αγίου Πνεύματος,/ στα φτερά ενός μικρού σπουργίτι,/ στο βολβό ενός κρίνου…// Κάπου εκεί με βρίσκει/ το κουδούνισμα της άλλης μέρας./ Πρέπει να ξαναγίνω μεγάλος». Το ποίημα “Πολλά βράδια” (“Όταν γίνεις ποίημα”, εκδ. Πυξίδα της Πόλης, Χανιά 2013).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου