Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΠΟΥ ΔΟΞΑΣΕ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ
Γράφει η Χρύσα Κακατσάκη
Πόσοι άραγε απ’ αυτούς που κοντοστέκονται στο Α’ Νεκροταφείο, μπροστά στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη, θαυμάζουν το γλυπτό αυτό καθαυτό και πόσοι το περιεργάζονται σαν μια αντανάκλαση του δικού τους υπαρξιακού φόβου για τον θάνατο; Πόσοι το βλέπουν καθαρά και αδιαμεσολάβητα χωρίς την αχλύ του μύθου που το περιβάλλει και πόσοι με μια όραση νοθευμένη από ερμηνείες και αναγωγές;
Η «Κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά λειτουργεί στο μυαλό του απλού κόσμου με μια αυτόματη ταύτιση δημιουργού και έργου, όπως συμβαίνει με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και την «Τζοκόντα» του ή τον Πικάσο και την «Γκουέρνικα». Δικαιολογημένα ίσως, γιατί ήταν αυτό που τον καθιέρωσε στην πρώτη φάση της καλλιτεχνικής του διαδρομής. Θα ακολουθήσουν τα πέτρινα χρόνια του εγκλεισμού του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με τους μελετητές του, κάτω από τη μονολεκτική ιατρική διάγνωση της άνοιας κρύβεται ένας αυταρχικός πατέρας που τον θέλει να συνεχίζει την οικογενειακή επιχείρηση της μαρμαροτεχνίας, μια καταπιεστική μάνα η οποία θεωρεί την τέχνη υπεύθυνη για την αρρώστια του και ένας ανεκπλήρωτος έρωτας.
Κατά την επιστροφή του στην Τήνο μαζί με το πρόβλημα επιβίωσης αντιμετώπιζε και τον εμπαιγμό των συγχωριανών του. Βοσκούσε μαζί με τα πρόβατα και το μαύρο της ψυχής του. Της μοναξιάς και της κοινωνικής απόρριψης. Κι όμως. Σαν να περίμενε να πεθάνει η μητέρα του για να τη διαψεύσει. Η τέχνη γίνεται αργά αλλά σταθερά το γιατρικό που θα τον επαναφέρει στην κανονικότητα της φυσιολογικής ζωής. Μόνο που τώρα τα γλυπτά του δεν έχουν τις προηγούμενες στιλπνές επιφάνειες όπου μαρμαίρει το ταλέντο του. Είναι στιβαροί και αδροί όγκοι τους οποίους η σμίλη λαξεύει τόσα εκατοστά όσα αρκούν για να αποκαλυφθεί το ψυχικό υπέδαφος των μορφών και να ζωντανέψει ο διάλογος ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα. Παραπέμπουν στους «Σκλάβους» και τις τελευταίες Pieta του Μιχαήλ Αγγέλου. Η εμμονή του με θέματα από τη μυθολογία, όπως ο «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», «Οιδίποδας και Αντιγόνη», «Μήδεια», δεν αποτελούν απλώς τον ομφάλιο λώρο που τον δένει με τον γενέθλιο τόπο. Του προσφέρουν την ευκαιρία να σφετεριστεί την αλήθεια τους, να απομακρυνθεί από τα εγκόσμια και η αναζήτηση του αρχαίου χρόνου να μετατραπεί σε μια ρευστή μάζα που χύνεται και πήζει στο καλούπι του παρόντος. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι αυτή η μυστικιστική διάσταση φαίνεται στην αποφυγή του βλέμματος. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα των ψυχωσικών είναι ότι δεν μπορούν ν’ αντέξουν την επαφή μέσα από τα μάτια. Παρ’ ότι η επανάκαμψή του στη δημιουργία συμπίπτει με την περίοδο που η γενιά του ‘30 διατυπώνει το αίτημα της ελληνικότητας, ο Χαλεπάς αναγνωρίζεται μεν αλλά δεν αποθεώνεται, όπως πχ ο Παπαδιαμάντης ή ο Θεόφιλος. Ίσως γιατί δεν είναι λογοδοσμένος με καμιά ιδεολογία, ίσως γιατί η αφήγησή του υφαίνεται με το στημόνι της εικαστικής ανεξιθρησκίας, ίσως γιατί δεν υπηρετεί την εκστατική ευφροσύνη και τα στερεότυπα της εθνικής αυτογνωσίας αλλά τους σπασμούς του πόνου.
Γιατί ο Χαλεπάς υπήρξε ο καλλιτέχνης που έζησε στο μεταίχμιο. Μεταξύ θριάμβου και τρέλας, μεταξύ μοντερνισμού και παράδοσης, μεταξύ του ποιητικού αλαφροΐσκιωτου και του ρεαλιστικού αγγελοκρουσμένου.
https://www.pancreta.gr/voices.php?p=13810
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου