Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ

«…κάτι για την ψυχή μας
Ένα στίχο, ένα μανουσάκι,
Ένα κουλούρι σ’ ένα παιδί,
Ένα σμίξιμο του χεριού.
Η ανατριχίλα για το θαύμα
Η ανατριχίλα για το τίποτα.
Καληνύχτα…».

Ανάρια και σεβαστικά φέρνει ο άνεμος την πολύτιμη φωνή μιας σπουδαίας και μεγάλης ποιήτριας του καιρού μας, της Στέλλας Αρκάδη (Κακατσάκη) με αφορμή την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής από το δάσκαλο και ποιητή Βαγγέλη Κακατσάκη στο Ιδρυμα «Αγία Σοφία» πριν λίγες μέρες.
Τέλος, ο άνεμος στρέφει το πρόσωπό του σ’ έναν κόσμο όπου τα άστρα συντήκονται με τη μέρα και τα μικρά αγριολούλουδα δεν είναι παρά αναστημένες ψυχές. Μας υπενθυμίζει τι είναι αυτό που έχει κάποια σημασία

Στέλλας Αρκάδη (Κακατσάκη): Η άλλη πύλη
Γράφει η Πηνελόπη Ντουντουλάκη
«Είσαι ο πιο ωραίος άντρας που έχω δει,
Λέω στον έφιππο με το άσπρο άλογο.
Ήρθες να με πάρεις, τον ερωτώ.
Όχι, μου απαντά. Η πιο ωραία γυναίκα επίσης
Είναι η νεκρή αθανασία, συμπληρώνει
Και χάνεται στον γλαυκόν ορίζοντα
Με το λευκό άλογό του…».
Ο ποιητικά αφηγηματικός λόγος της Στέλλας Αρκάδη, πάντοτε ώριμος, διακριτός και σημαντικός, κινείται με απίστευτη σβελτοσύνη στο χώρο και το χρόνο σε αυτή την ποιητική συλλογή με γενικό τίτλο “Η άλλη πύλη” (εκδόσεις “Σμίλη”, Αθήνα 2015). Δεν είναι ανάλαφρο αεράκι, είναι άνεμος που ριπίζει τα σπαρτά, τους καλαμιώνες, τα αλμυρίκια, τα φερτά κυπαρίσσια, τα πρόσωπα που γερνούν κάτω απ’ τον ήλιο. Ο άνεμος ανασκαλεύει βιαστικά τις μνήμες, χορεύει ανάμεσα στις περσίδες, σκαλώνει στο φως και στροβιλίζεται μαζί με τους ίσκιους. Ο άνεμος έχει φωνή, άλλοτε πιο χαμηλότονη και άλλοτε πιο δυνατή, πάντοτε όμως διακριτή και σπουδαία. Έχει τόσα που σπάνια ακούγονται να πει, να αφυπνίσει ανεπαίσθητα την εφησύχαση μέσα από φευγαλέους διαλόγους:
«Αφήνουμε τους πιο γερούς βλαστούς.
Ύστερα κλαδεύουμε.
Αυτό το ρωμαλέο μάτι που θ’ αφήσουμε,
Θα πετάξει βλαστό
Και θα γεμίσει σταφύλια.
Αύριο θα σου δείξω πώς να μπολιάζεις».
«Ναι, αλλά δεν θα με ξαναρωτήσεις
Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω.
Δε θέλω, δεν ξέρω.
Το πολύ να γίνω
Ένας καλός άνθρωπος
Που αγαπά τη Γη».
Ο άνεμος ανωκατίζει τον Τόπο και το χρόνο. Υδάτινα και πυρπολημένα τοπία εναλάσσονται σ’ ένα ατέλειωτο στροβίλισμα παρέα με αερικά, χαμένους ροδώνες και εποχές που αμετανόητα κεντούν τη μνήμη, εποχές που συντροφεύονται από αγαπημένες μορφές:
«…Έλα να καθίσεις δίπλα μου
Να δεις αυτό το κοτσύφι
Που σκαλίζει για το σκουλήκι του.
Να συγχαρείς το Θεό για το έργο Του.
Έλα να καθίσεις εδώ στα χαλίκια
Να κοιτάμε τη θάλασσα.
Εγώ θα θυμηθώ το μαύρο σγουρό κεφάλι σου
Και θα ξεχάσω πως πέθανες.
Έλα να καθίσεις δίπλα μου να πιούμε καφέ.
Θα ’ναι ωραία.
Δεν θα μιλάμε.
Ωραία που δεν θα ’χουμε αλφάβητο…».
Γειτονεύει τις ψυχές ο άνεμος. Δίχως φόβο, δίχως θλίψη, με πολλή αγάπη και νοσταλγία:
«…Φλογόσχημα βουνά κεντημένα
Παραστέκουν την ιερή γαλήνη.
Ιδού, όπου η θλίψη δεν είναι αιωνιότητα
Ιδού ο κήπος όπου θα μείνω.
Ένα τάγμα αγγέλων καλοί και κακοί
Φτερουγίζει ριπίζοντας τον αέρα.
Επειδή και το πολύ γνωστό
Το βρίσκω ωραίο
Κι ας έχω περάσει μυριάδες φορές από δω.
Κάποια στιγμή θ’ αντικρίσω τη θάλασσα.
Δεν θα σε δω. Αλλά δεν πειράζει.
Ο άνεμος δεν κλαίει για μας».
O άνεμος αντικρίζει έναν κόσμο που δεν μπορεί πια να κρύψει την ασχήμια του. Ανακαλεί εικόνες από τη φρενήρη πορεία του ανθρώπου προς την καταστροφή – του συνανθρώπου, του κόσμου, του εαυτού. Η πυρά των Ιεροεξεταστών τότε, οι φωτιές των εμπρηστών σήμερα:
«…Καθώς ο πόνος θολώνει το νου και οι έννοιες σέρνονται
Ανά τας οδούς και τας ρύμας.
Και πόσοι συνειρμοί με τον Giordano Bruno…
Κι οι φωτιές της Πάρνηθας με το κόκκινο ελαφάκι της νεκρό
Να το αγαπάει η φύση όπως η ψυχή τα ποιήματα…».
Αιχμηρός ο λόγος του άνεμου, ακόμα κι όταν είναι ψιθυριστός. Σ’ αυτόν τον «μεταφυσικό περίπλου» απιθώνει, στο κατώφλι της εφησύχασης, τις πυκνές φράσεις με τις πικρές αλήθειες:
«Βάζω το κορμί και το πρόσωπό μου απέναντι
Και τα παρατηρώ να χλωμιάζουν.
Ανάβω το καντηλάκι έστω και για θυσία στην ευπιστία μου
Και ύστερα θα πιω έναν ωραίο καφέ
Θαυμάζοντας το λίγο πράσινο που απόμεινε
Από τις περσινές φωτιές.
Ακούω τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο.
Κρίση επισιτιστική παγκόσμια.
Τρέξτε και αδειάστε τα ράφια
Μακαρόνια, ρύζι, αλεύρι, γάλα
Γιατί η επιβίωση είναι χάρισμα».
Ανάρια και σεβαστικά φέρνει ο άνεμος την πολύτιμη φωνή μιας σπουδαίας και μεγάλης ποιήτριας του καιρού μας, με αφορμή την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής από το δάσκαλο και ποιητή Βαγγέλη Κακατσάκη στο Ιδρυμα «Αγία Σοφία» πριν λίγες μέρες.
Τέλος, ο άνεμος στρέφει το πρόσωπό του σ’ έναν κόσμο όπου τα άστρα συντήκονται με τη μέρα και τα μικρά αγριολούλουδα δεν είναι παρά αναστημένες ψυχές. Μας υπενθυμίζει τι είναι αυτό που έχει κάποια σημασία:
«…κάτι για την ψυχή μας
Ένα στίχο, ένα μανουσάκι,
Ένα κουλούρι σ’ ένα παιδί,
Ένα σμίξιμο του χεριού.
Η ανατριχίλα για το θαύμα
Η ανατριχίλα για το τίποτα.
Καληνύχτα…».
Δημοσιεύθηκε και στα "Χανιώτικα νέα", 29.08.2016)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου