“Παρθένε Δέσποινα εις Σε, στηρίζω την ελπίδα,/ να κατοικώ στους ουρανούς, την μόνιμη πατρίδα./ Μόνος ν’ ανέβω δεν μπορώ, το βάρος δεν μ’ αφήνει,/ απ’ τα πολλά αμαρτήματα σου κράζω με οδύνη./ Το όνομά σου ύβρισα με λόγια κάθε ημέρα,/ και την καρδιά σου ελύπησα, αγία μου Μητέρα./ Δείξε την ευσπλαχνίαν σου στην ρυπαράν ψυχήν μου,/ μ’ αγάπην θείαν και στοργήν πλήρωσον την ζωήν μου./ Εν μετανοία έρχομαι, ζητώ την μεσιτείαν,/ να μ’ ελεήση ο Χριστός που ζω στην ασωτείαν./ Στρέψε το βλέμμα στοργικά, μη με αφήσεις μόνον,/ την δέησίν μου επάκουσον, ελάφρυνον τον πόνον./ Με αποστρέφεται ο Χριστός, δε δίδει σημασίαν/ δι’ αυτό εις Σε απευθύνομαι που έχεις παρρησίαν./ Αυτόν ικέτευε, Αγνή, το έλεος να κινήσει,/ τα πταίσματά μου μη μνησθεί και να με συγχωρήσει”. Το ποίημα “Εις την Παναγιάν”, Πέτρου Μοναχού Αγιορείτου (Από την ποιητική συλλογή “Κραυγή Αθωνικής σιωπής”).
Παρθένα Μάνα, που σαν πνέμα επιάστη ο σπόρος/ στο αφίλητο κορμί, κι ο Λόγος εσαρκώθη/ το αμόλευτο τρυγώντας σπλάχνο σου σα βρέφος!/ Ω Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον/ και συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι/ με υπομονή, κατά γης χαμογελώντας -/ να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά σου ο κόσμος!/ Εσύ ‘σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο/ λάμπεις και στου Θεού τη σκοτεινιά αρμενίζεις,/ βαθιά τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας./ Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι,/ κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας/ στον άγριο ουρανό κατάφορτη ανεβαίνεις,/ κι αχνογελώντας στέκεσαι δεξά στο γιο σου./ Εσύ ‘σαι το ανθισμένο κλαρί στην άβυσσο της δύναμής του,/ εσύ ‘σαι ο στοχασμός ο πράος/ μες στο φλεγόμενο καμίνι της οργής του”. Από τον “Ύμνο στην Παναγία” του Νίκου Καζαντζάκη.
“Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια/ Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο/ Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου/ Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της/ Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα/ Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού/ Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!/ Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα/ Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης/ Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων/ Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου/ Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά/ Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε/ Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός./ Μπορείς να δεις ακόμη/ Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου/ Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή/ Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!” Το ποίημα “Ο άνεμος της Παναγίας” του Οδυσσέα Ελύτη.
“Στο Γαλατά ψιλή βροχή και στα Tαταύλα μπόρα/ βασίλισσα των κοριτσιών είναι η Mαυροφόρα./
Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,/ όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε./ Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω/ και μες απ’ το Γεντί Kουλέ κοπέλα θ’ αγαπήσω./ Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,/
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε/ Γεντί Kουλέ και Θαραπειά,/ Ταταύλα και Nιχώρι,/ αυτά τα τέσσερα χωριά ‘μορφαίνουνε την Πόλη./ Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,/ όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε”. (Παραδοσιακό 1η ερμηνεία: Δόμνα Σαμίου)
Χανιώτικα νέα (15.08.2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου