Γράφει η Χρύσα Κακατσάκη
«Σαν βγεις στον πηγαιμό για διακοπές,  με τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας των ταξιδιωτικών πρακτορείων διόλου μην ασχοληθείς. Αναζήτησε φίλους παλιούς, συμμαθητές λησμονημένους που αίφνης θυμήθηκες ότι κάποιο εξοχικό είχαν σε θαλασσοφίλητο νησί. Τελευταία άφησε την πολλή συνάφεια με τα σόγια. Στον Ξένιο Δία προσευχόμενος και την οικονομική στενότητα επικαλούμενος  όλο και κάποιος θα βρεθεί να σε συνδράμει στο summertime mood». 
Παρ’ ότι αποδείχτηκαν άχρηστες αυτές οι  οδηγίες χρήσεως στο φυλλάδιο του ΕΟΤ, ξεκινάς  να φτιάχνεις τις αποσκευές σου. Κανείς  γνωστός δεν φιλοτιμήθηκε να σε φιλοξενήσει και τελικά  ενέδωσες σε μια δελεαστική προσφορά. Χώνεις πρώτο πρώτο  μέσα στη βαλίτσα το αγαπημένο σου μπλουζάκι με την στάμπα  live your myth. Βάζεις  και ένα αντηλιακό που γράφει 1.150 δρχ. «Λογικά θα έληξε», σκέφτεσαι.  «Βρε, δεν βαριέσαι… τόσα χρόνια ληγμένα μας ταϊζουνε και δεν πάθαμε τίποτα, τώρα θα πάθουμε;». Θυσιάζεις  μια Ιφιγένεια για να φυσήξει ούριος άνεμος και φτάνεις  στο νησί. Διαπίστωση πρώτη: το δωμάτιο που λιμπίστηκες από το Διαδίκτυο δεν έχει καμιά  σχέση μ’ αυτό που βλέπουν τα ματάκια σου. Copy paste από  τα Μπόρα- Μπόρα,,  διότι το photoshop έχει φέρει την αμμουδιά και το φοινικόδεντρο στην αυλή του τελευταίου room to let . Γαντζωμένο πάνω στο κατσάβραχο, δίπλα στον γυπαετό και σε υψόμετρο που φοράς μάσκα για να οξυγονώνεται ο εγκέφαλος. «Δεν θα χαλάσω εγώ τις διακοπές μου,  επειδή η ιδιοκτήτρια  - ή μάλλον ο κανακάρης της-ξέρει από τεχνολογία»  και πηγαίνεις για  μαθήματα ανθρωπογεωγραφίας στην παραλία. Απλώνεις την πετσετούλα σου από τα Λιντλ,  γιατί αν πάρεις ξαπλώστρα και ομπρέλα από το Μπάκιγχαμ  με τις τιμές  που έχουν,   πάνε τα δυο μισθά.  Αβάδιστα. Φοράς τα γυαλιά της λούφας και παραλλαγής  και αρχίζεις να παρατηρείς.  Κάποιος σηκώνεται και φεύγει, έχοντας αφήσει πίσω του πλαστικά μπουκάλια νερού, γόπες καρφωμένες στην άμμο και μια αθλητική εφημερίδα. Κι όμως κάπου σε μια εκδήλωση για την προστασία του περιβάλλοντος τον είχε πάρει το μάτι σου. Δίπλα ακριβώς από το beach bar,  δυο νεαροί παίζουν ρακέτες .Οι γραμμώσεις κόποις και ιδρώτι κτώνται. Δεν έλιωναν τσάμπα όλο το χειμώνα στο γυμναστήριο. Χαζεύεις τους λουόμενους και μένεις έκθαμβος πώς το εκρού του νεκρού και της πόλης μετατράπηκε στις 50 αποχρώσεις του μπορντοροδοκόκκινου της Δέσποινας Μοιραράκη. Πλάτσα πλούτσα από της θάλασσας τα βάθη,  ζαριές με αναστεναγμούς  για τα ντόρτια στο τάβλι,   έλα να σου βάλω κρέμα Γιωργάκη.. όλο το πακέτο σε  μια θερινή συγχορδία.  
Κατά το βραδάκι σε πιάνει μια λιγούρα. Προσπαθείς να βρεις έστω μία ταβέρνα που να μην έχει στην είσοδο σέλφις με τα φαγητά της. Αδύνατον. Παστίτσιο και γεμιστά,  άψογα μακιγιαρισμένα,  σου χαμογελούν κάτω από τη λεζάντα σπιτικές συνταγές. Ένα μεσόκοπο ζευγάρι,  μια βαριεστημένη κόρη της παντρειάς  κι ένας αμούστακος γιος δίνουν νόημα σ’ αυτό που λέμε οικογενειακή επιχείρηση. Και οικιακή οικονομία βεβαίως. Γιατί τα ξαναζεσταμένα εδέσματα τα παίρνεις χαμπάρι αμέσως, από κείνη τη μπαρουτοκαπνισμένη κρούστα του φούρνου μικροκυμάτων. Ένα ζευγάρι τουριστών ζητάει απόδειξη. Ο ταβερνιάρης κάνει στην αρχή πως δεν καταλαβαίνει,  ενώ λίγο πριν φαρσί το πήγαινε το αγγλικό. Οι κουτόφραγκοι έχουν έρθει διαβασμένοι. Του δείχνουν σ’ ένα μικρό λεξικό την επίμαχη  λέξη. «Ουστ να μου χαθείτε, σιγομουρμουρίζει. Όταν εμείς απολαμβάναμε το μουσακά μας μέσα στην Ακρόπολη, εσείς ακόμα τρώγατε χαρούπια στις σπηλιές».
Σκέφτεσαι ότι αυτό που χρειάζεσαι  είναι κυρίως ξεκούραση και πας για ύπνο νωρίς. Αρχίζοντας να μετράς προβατάκια, διαπιστώνεις   πως είναι πολύ λιγότερα από τα κουνούπια. Κι όμως .. μόνο τα κουνούπια είναι γενναιόδωρα σ’ αυτό τον κόσμο. Το πρωί βρίσκεις στο κομοδίνο σου ένα χυμό πορτοκάλι, ως αντάλλαγμα για το αίμα που σου ήπιαν. Αυτό σημαίνει ισοτιμία ροφήματος.
Την επόμενη μέρα συνεχίζεις να μελετάς τις εσωτερικές συνιστώσες του Νεοέλληνα. Το καμουφλάζ σήμερα λέγεται βιβλίο.  Φυσάει μελτέμι και έχει γεμίσει η παραλία με Ισιδώρες Ντάνκαν  και παρεό που ανεμίζουν. Για όσες είναι του ελαφρολαϊκού κάτι σε Μαίρη Χρονοπούλου με φόντο Λάκη Κομνηνό : «Τόσα καλοκαίρια μου ‘χαν φύγει από τα χέρια, τόσα καλοκαίρια που δεν σ' αγαπούσα». «Είσαι πασέ» μονολογείς.  Περίμενες να δεις το μαίανδρο στην ολόλευκη πουκαμίσα και τώρα τον βλέπεις τατουάζ στο μπράτσο κοντοκουρεμένου μαυροφόρου. Σε μια κίνηση λοιπόν μοντέρνου αντιπερισπασμού,  ανεβάζεις στο φβ  μια  φωτό με φάτσα κάρτα το Super  Paradise. Ετσι … για να σκάνε οι εχθροί μας. Στο μεταξύ το πρόγραμμα  liberté, égalité, frappernité συνεχίζεται ακάθεκτο. Τα mainstream μπιτάκια  εκκωφαντικά, δεν σου επιτρέπουν να κρυφακούσεις την πολιτική συζήτηση της διπλανής παρέας. «Ρε, διάβασες  μήπως έχουν προκηρύξει τους Τούρκους  καταδρομείς και τα πλοία που χάθηκαν ; Φαντάσου, δικέ μου, να τα εντοπίσουμε εμείς με το φουσκωτό». Μόνο αυτό παίρνει εκείνη τη στιγμή τ’ αυτί σου. Οταν κάνει διάλειμμα η μουσική,  η κουβέντα έχει πάει αλλού. «Θυμάσαι που πέρυσι τέτοια εποχή είχαμε capital controls, στηνόμασταν στα ΑΤΜ και χάναμε επίτηδες τη σειρά μας για να φλερτάρουμε; Ωραίες εποχές». «Εγώ απορώ πώς κανένα ξεφτέρι της κυβέρνησης δεν σκέφτηκε να επιβάλει ouzo controls» του απαντά ο άλλος,  τσουγκρίζοντας το ποτήρι.  Ώρα για βουτιά. Να φταίει ο ντάλα ήλιος; Μια γοργόνα σου φαίνεται πως ξεβράζεται στην στεριά. «Δεν είχε λεφτά ούτε για απολέπιση, η πτωχή».
Πάνω που  οι περισσότεροι αρχίζουν να την κάνουν για το μεσημεριανό γεύμα κι ετοιμάζεσαι  να χαλαρώσεις με τη συναυλία του τζίτζικα,  να ‘σου ένα καναντέρ πάνω από το κεφάλι σου. Γυρνάς  ασυναίσθητα το βλέμμα και βλέπεις  μαύρους καπνούς στην απέναντι πλαγιά. Αν οι πολιτικοί είχαν χιούμορ, θα ονόμαζαν την υπηρεσία πυρόσβεσης «Νέρων», μπας και ξορκίσουν το κακό με τις πυρκαγιές. Επιστρέφεις καψαλισμένος στο δωμάτιο  και βάζεις στη διαπασών το «μη μου μιλάς για καλοκαίρια,  για ακρογιαλιές και για αστέρια». Πουρνό πουρνό,  φτου κι απ’ την αρχή να ξαναμαζεύεις τα πράγματά σου. Τελευταίο το αντιηλιακό. Μπορεί  να χρειαστεί και του χρόνου.
Μόλις βλέπεις το καράβι να καταφτάνει, ρίχνεις  μια τελευταία ματιά για να θυμάσαι το όνομα του νησιού με τις αξέχαστες διήμερες διακοπές. Παρά το χιλιοτραγουδισμένο εκτυφλωτικό φως, διακρίνεις καθαρά την επιγραφή: ΙΚΕΑ. ΤΟ ΝΗΣΙ ΠΟΥ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ. «Ο,τι αρχίζει ωραία, τελειώνει με πόνο. Ακόμη και στα όνειρα», είπε το ελληνικό καλοκαίρι διά στόματος καπετάνιου που σε οδήγησε με ασφάλεια ξανά στη θαλπωρή του σπιτιού σου.