Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ


"ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ"



«1. Τη μορφή της δεν τη θυμάμαι πια πώς ήταν πριν οι πόνοι της αρχίσουν. Αποκαμωμένη, ανασήκωνε τα μαύρα τα μαλλιά της απ’ το ξεσαρκωμένο μέτωπό της – το βλέπω ακόμα κείνο το χέρι να σαλεύει./ 2. Χειμώνες είκοσι τη φοβερίσαν, τα βάσανά της δεν είχαν σωσμό, κι ο θάνατος ντρεπόταν σαν τη ζύγωσε. Και τότε πέθανε, και το κορμί της ήτανε σαν παιδιού κορμί./ 3. Στο δάσος είχε μεγαλώσει./ 4. Πέθανε ανάμεσα σε πρόσωπα που ‘χαν τραχύνει βλέποντάς την τόσο καιρό να ξεψυχάει. Τη συγχωρέσαμε που έτσι βασανίστηκε, μα κείνη είχε χαθεί ανάμεσα στα πρόσωπά μας, προτού να σβήσει ολότελα./ 5. Τόσοι και τόσοι μας αφήνουνε, χωρίς να τους κρατήσουμε./ Εχουμε πει το καθετί, τίποτα πια δεν έχει απομείνει ανάμεσα σε μας κι εκείνους, σκληραίνουνε τα πρόσωπά μας σαν χωρίζουμε./ Κι όμως, το πιο σπουδαίο δεν το είπαμε, τόσο αναμασούσαμε τ’ ασήμαντα./ 6. Ω, γιατί τα πιο σπουδαία να μην τα πούμε, ήτανε τόσο εύκολο, και τώρα θα κολαστούμε για τη σιωπή μας. Εύκολες ήταν λέξεις, σφίγγονταν πίσω από τα δόντια μας. Καθώς γελούσαμε έπεσαν, και τώρα το λαιμό μας πνίγουν./ 7. Το δείλι, χτες, πρωτομαγιά, επέθανε η μητέρα μου! Και δε μπορώ, από τη γη να τηνε ξεριζώσω με τα νύχια μου!» “Το τραγούδι για τη μητέρα μου” του Μπέρτολτ Μπρεχτ (μετάφραση Μάριου Πλωρίτη).

«Οπως μέσα στους κόκκους της άμμου ξεχωρίζει ένας κόκκος χρυσάφι έτσι μέσα στις άπειρες λέξεις ξεχωρίζει μια λέξη, η λέξη μάνα». Ετσι άρχιζε ένα από τα κεφάλαια ενός παλιού αναγνωστικού της Γ’ Δημοτικού. Ορθογραφία μας το είχε βάλει η δασκάλα -με ανεξίτηλα γράμματα χαράχτηκε στο μυαλό μου και το ανακαλώ σήμερα, με αφορμή τη μεθαυριανή Παγκόσμια Γιορτή της Μητέρας, δεύτερη Κυριακή του Μάη γαρ. Μάνα, μητέρα, μαμά… μαμουλίνα για μένα, τα τελευταία χρόνια τη επίγειας παρουσίας της.

«Όπως έλεγε η μάνα μου./ Οπως έκανε η μάνα μου./ Όπως δούλευε η μάνα μου./ Οπως έδινε δέκα για να πάρει ένα,/ αν το έπαιρνε κι αυτό, η μάνα μου./ Οπως διηγιόταν παλιές ιστορίες η μάνα μου./ Οπως είχε την πόρτα ανοιχτή/ στους διακονιάρηδες η μάνα μου./ Οπως κάρφωνε τα νύχια της στα χέρια της/ για να μην κλάψει η μάνα μου…// Σε παρατατικό χρόνο η ζωή της μάνας μου./ Σε παρατατικό που δηλώνει ενεστώτα!» Το ποίημά μου “Ενεστώτας” (“Οταν γίνεις ποίημα”,

ΚΟΡΩΝΟΙΚΑ … ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ


«Ο καθένας από τον κορωνοϊό διαμορφώνει ένα αφήγημα που θα μεταφέρει στα παιδιά του και θα καταγράψει στις σημειώσεις του, ώστε να βοηθηθούν οι μελλοντικές γενιές. Ενδεικτικό: 1. Ηταν ένας καταστροφικός, εξαιρετικά μεταδοτικός ιός, απειλητικός για την ανθρωπότητα, που οδήγησε σε μαζικούς θανάτους. 2. Ηταν απάτη του συστήματος για να χειραγωγήσει τις μάζες, να περιστείλει τις ατομικές ελευθερίες και να εισαγάγει τον κόσμο στη Νέα τάξη πραγμάτων. 3. Ηταν ιός εργαστηρίου, που την διοχέτευσαν για τον έλεγχο των ανθρώπων, ενώ βεβαίως οι ισχυροί είχαν ήδη το εμβόλιο και δεν διέτρεχαν κίνδυνο. 4. Ηταν πειρασμός του πονηρού και εκδήλωση ελεύσεως του Αντιχρίστου, με στόχο τη διάλευση της πίστης των Χριστιανών και την απαξίωση της θείας ευχαριστίας. 5. Ηταν προκατασκευασμένο κραχ του διεθνούς οικονομικού συστήματος. 6. Ηταν ένας συνηθισμένος ιός κοινού κρυολογήματος με θνητότητα όχι μεγαλύτερη της εποχιακής γρίπης». Τα που έγραψε λίγες μέρες πριν από την επιστροφή στην ας την πούμε κανονικότητα ο και συγγενής μου (έχει παντρευτεί την ανιψιά μου, Δέσποινα Αντ. Κακατσάκη, ψυχίατρο) γιατρός – θωρακοχειρουργός στον “Ευαγγελισμό” Χαράλαμπος Ζήσης στη σελίδα του στο Βιβλίο των Προσώπων (Φέισμπουκ). Για να συμπληρώσει αμέσως μετά: «Εχω ακούσει όλα τα παραπάνω σε διάφορες παραλλαγές από σοβαρούς εξωτερικά θεωρούμενους ανθρώπους και μάλιστα υγειονομικούς που επιτελούν με ευσυνειδησία το έργο τους. Φυσικά η πρόσληψη της πραγματικότητας για τον καθένα είναι εξατομικευμένη. Αυτό που λέμε κοινός νους είναι το πολυτιμότερο και συνάμα το πιο δυσεύρετο. Ευτυχώς οι ιθύνοντες της παρούσης συγκυρίας φάνηκε ότι τον διέθεταν. Ελπίζω και εύχομαι να παραμείνουμε επί τω αυτώ. Καλή επάνοδο». Τα είπε όλα ο γιατρός. Ούτε κόμμα, ούτε κεραία, έχω να προσθέσω ή να αφαιρέσω στο κείμενό του.

Δυο μαντινάδες από τον κορυφαίο για μένα εκ των σημερινών διαλεκτοφώνων ποιητών μας, Κωστή Λαγουδιανάκη. Προ καραντίνας έλεγε: «Δε μου βολεί να πιω νερό, δε μου βολεί να φάω,/ γιατί στον μύλο του σεβντά, έχω στραθιά να πάω». Τον καιρό της καραντίνας έλεγε: «Στση καραντίνας τον καιρό δεν έχω πού να πάω,/ ταβέρνες είναι σφαλιστές… λαδόψωμο θα φάω». Καλή στραθιά, φίλε!
Χανιώτικα νέα (Παρασκευή, 8.5.2020)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου