Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ΄Έκδοση) 5

Μια ποίηση γεμάτη θανατικό και ελπίδα, αμφίσημες ποιητικές δηλαδή υπαρξιακές και πολιτικές υπαινικτικές καταστάσεις κάνουν το “Κάζοβαρ” μοναδικά αναμοχλευτικό στον μεταιχμιακό καιρό μας 30 χρόνια μετά τη δημιουργία του...
Γιάννης Π. Μαρκαντωνάκης
Δείτε περισσότερα... ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ΄Έκδοση)  5
ΧΩΡΟΔΡΑΣΤΙΚΑ
Γράφει ο Γιάννης Π. Μαρκαντωνάκης
Συγκοινωνούντα για την κτίση
Στην τέχνη δοχεία σε επανεκκίνηση
Χανιά αμάλγαμα
Είναι τα ποτάμια
Είμαστε ο χρόνος. Εκείνη είμαστε η περίφημη
παραβολή του Σκοτεινού Ηράκλειτου.
Είμαστε το νερό, όχι το σκληρό διαμάντι,
αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει.
Είμαστε το ποτάμι κι ο Ελληνας εκείνος
που κοιτάζεται στο ποτάμι. Η αντανάκλασή του
αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρέφτη.
στο κρύσταλλο που αλλάζει σαν τη φωτιά.
Είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι,
όπως κυλά προς τη θάλασσα. Το σκέπασε η σκιά.
Όλα μας αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν.
Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της.
Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει
και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί.
Xόρχε Λούις Μπόρχες (1)
Ζούμε σε μια ορθολογιστικά-χαοτική εποχή που θεωρείται ντεμοντέ το να φιλοσοφείς μ’ αφορμή το ιστορικό ελληνικό γίγνεσθαι, για τα κοινωνικά υπαρξιακά αδιέξοδα. Κάποιοι ντρέπονται να ανασύρουν τον Ηράκλειτο και τους άλλους μεγάλους φιλοσόφους ίσως για να μην θεωρηθούν εθνικιστές… τάχα. Μπαίνουν σε ένα «ποτάμι» μα, ελάχιστοι απ αυτούς το συνδέουν με το «πάντα ρει» και ο ναρκισσισμός των περισσότερων αγνοεί το στρεβλωμένο είδωλο που το βλέπει σαν αιθεροβάμων, σταθερό, αγνοώντας την αιώνια αλήθεια πως «η αντανάκλαση του αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρέφτη». Ναι μεγάλε Μπόρχες ΚΑΙ εσύ είχες συστηματικά μελετήσει τον μεγάλο σκοτεινό παγκόσμιο φιλόσοφο «είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι» «και η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της».
Παραμονή εκλογών κι ο λόγος των περισσοτέρων υποψηφίων υποσχεσιολογικός χωρίς σύνδεση με το παρελθόν, με πρόταγμα, αποσπασματικό μελλοντοδιάγραμμα.
Επιτροπές κόβουν και ράβουν την ασυνέχεια, ξαναγυρνώ στον Μπόρχες «ονειρεύτηκε την τέχνη του λόγου, ακόμα περισσότερο ανεξήγητη από τη μουσική, γιατί περικλείει τη μουσική. Ονειρεύτηκε μια τέταρτη διάσταση και την ιδιότυπη πανίδα που την κατοικεί. Ονειρεύτηκε τον αριθμό της άμμου. Ονειρεύτηκε τους άπειρους αριθμούς αυτούς που δεν κατόρθωσε να υπολογίσει… ονειρεύτηκε το γιασεμί που δεν μπορεί να ξέρει ότι τ’ ονειρεύεσαι, ονειρεύτηκε…».
Όχι καλοί μου αναγνώστες, αυτός ο υποψήφιος των σουρεαλιστικών μαγικών στίχων του Μπόρχες δεν υπάρχει. Υπάρχει ακόμα αυτός -είναι συνηθισμένος- που σημαδεύει μ’ ένα σταυρό το όνομα του στο ψηφοδέλτιο και το δίνει ακόμα και στον ευαισθητοποιημένο εγγράμματο πολίτη. Αντιδρώ ακόμα και στο πρόγραμμα που σφύζει κυνικό αριθμοτεχνικό ρεαλισμό. Θέλω μια κοινωνία που να μην θεωρεί είτε το ομολογεί είτε όχι λαπάδες τους ποιητές, τους δημιουργούς και τους περιθωριοποιεί. Αυτούς που μπαίνουν στο ποτάμι και ξέρουν ποτε να αφεθούν στο ρεύμα και πότε να πάνε κόντρα που δεν είναι ψηφοθηρευτές των περιστασιακών συμφεροντολόγων (σε ποτάμια εφήμερων δήθεν πολιτικών συνδυασμών). γωνίζομαι, σε πρωτοβουλία πολιτών που ανακαλούν τη μνήμη που έχουν το θάρρος να προτάξουν ως διαχρονική κατάκτηση την αγάπη τους στο βασανισμένο λαό και να κοντράρουν την αντίληψη της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης.
Προσαρμόζω την ποιητική γενικολογία μου σε ένα ενδεικτικό παράδειγμα που αφορά όλους τους Χανιώτες και που σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι Δήμαρχοι Χανίων επικαλούνται.
ΠΟΛΗ ΧΑΝΙΑ:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
Λένε οι αρχαιολόγοι πως  η πόλη των Χανίων κτισμένη πάνω στην αρχαία Κυδωνία είναι η πιο παλιά συνεχώς κατοικούμενη πόλη της Ευρώπης. Σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι δημοτικοί συνδυασμοί προβάλλουν το όραμα σαν διεκδικούμενο αίτημα την ένταξη της παλιάς πόλης στην Ουνέσκο ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς. Στα επι μέρους χαρακτηριστικά που πρέπει ν αναδειχτούν όμως, οι απαντήσεις είναι τόσο διαφορετικές και φυσικά αναγνωρίζεις εκτός από τον προγραμματισμό και τις ιδεολογικές προσλαμβάνουσες στο θέμα καθώς και την αντίληψη για τα διαχρονικά ποιοτικά χαρακτηριστικά του μακρόχρονα βιωμένου αστικού χώρου.
Ανακαλώ τον Μ. Heidegger και το συνοπτικό αριστούργημα του «κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι» (δημοσιεύθηκε το 1952 χρονιά που γεννήθηκα) (2)
Η γλώσσα αποσύρει από τον άνθρωπο το απλό και υψηλό της λέγειν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως δεν βουβαίνεται η αρχική της προσαγόρευση, απλώς σωπαίνει… Σαν στρέψουμε την προσοχή μας σε ότι η γλώσσα λέγει με τη λέξη κτίζειν, τότε ακούμε τρία πράγματα 1. Το κτίζειν είναι κατ’ ουσία κατοικείν 2, το κατοικείν είναι ο τρόπος με τον οποίο οι θνητοί είναι επάνω στη γη 3. Το κτίζειν ως κατοικείν εκδηλώνεται προς την κατεύθυνση του κτίζειν το οποίο καλλιεργεί, συγκεκριμένα την ανάπτυξη -και προς την κατεύθυνση του κτίζειν το οποίο ανεγείρει κτήρια… δεν κατοικούμε επειδή έχουμε κτίσει αλλά κτίζουμε και έχουμε κτίσει, καθόσον κατοικούμε δηλαδή είμαστε ως κατοικούντες…».
Θυμήθηκα το παράδειγμα που μας είπε το 1974 ο αείμνηστος σπουδαίος αρχιτέκτονας ιστορικός της αρχιτεκτονικής, δάσκαλος μου στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, Παύλος Μυλωνάς Οι Σουηδοί έφτιαξαν μια προκάτ “ιδανική” συνοικία στη Στοκχόλμη τη δεκαετία του ’60. Συνεργάστηκαν πολεοδόμοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι και την παρέδωσαν σε κρατικούς λειτουργούς για κατοίκηση. Σε λίγα χρόνια ήταν αποδεδειγμένα η πρώτη πόλη σε αυτοκτονίες στον κόσμο.
Ξαναγυρνάω στον Χάιντεγκερ «αυτό που κατονομάζει η γερμανική λέξη “Raum” το δηλώνει η παλιά της σημασία Raumn, Rum σημαίνει τοποθεσία η οποία διανοίχτηκε για εγκατάσταση και κατάλυση. Ένας χώρος είναι κάτι παραχωρημένο αποδεσμευμένο, δηλαδή ενταγμένο σε ένα όριο, στα αρχαία ελληνικά πέρας (με έντονα στοιχεία ελληνικά στο πρωτότυπο). Το όριο δεν είναι αυτό στο οποίο κάτι σταματά, αλλά όπως το είχαν ήδη αναγνωρίσει οι Έλληνες, το όριο είναι εκείνο απ’ όπου κάτι αρχίζει να εκδηλώνει την ουσία του. Γι’ αυτό η έννοια είναι:
ρισμός δηλαδή όριο. Ο χώρος είναι ουσιωδώς το παραχωρημένο, το αφημένο να εισέλθει στο όριο του. Το παραχωρημένο εκχωρείται κάθε φορά και έτσι συναρμόζεται, δηλαδή περισυλλέγεται μέσω ενός τόπου, δηλαδή μέσω ενός πράγματος ομοειδούς προς τη γέφυρα. Συνεπώς, οι χώροι προσλαμβάνουν την ουσία τους από τόπους και όχι από «τον» χώρο.
Εάν σ’ αυτές τις σκέψεις του κορυφαίου στοχαστή εμβολίσουμε στον βαθμό που θα θεωρήσουμε το κτήριο ΚΑΙ έργο τέχνης την άποψη του Τεοντορ Αντόρνο ότι «είναι προκατάληψη και εσφαλμένη αντίληψη η πρόσληψη της τέχνης ως σταθερό μέγεθος και δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις εισβολές στη συνείδηση που μπορούν να επιτύχουν ασύμβατα έργα». Η ιδία η κατοικημένη ζωή θα συμπλήρωνα φιλοσοφεί, δράττει έξω από τα συμβατικά όρια και αυτό το βλέπουμε στα απομεινάρια της ιστορικής αρχαιολογικής καταγραφής της ίδιας της παλιές πόλης των Χανίων που ως παλίμψηστων πολιτισμών ως αμάλγαμα συνυπάρξεων μεταθέτει χωρίς όρια τη σχέση κτίζειν – κατοικείν συνδεόμενη μονάχα μ’ ένα ιδιαίτερο και δει άναρχο αποτέλεσμα σ’ αυτή νεότερη πόλη χωρίς να απεμπολή τη σχέση με το κοινωνικό υποσυνείδητο της μακρόχρονης διαβίωσης εκατοντάδων γενεών. Αυτό μεταφέρω την άποψη του Αντορνο, «όσο πιο πολύ η τέχνη αφομοιώνει κάτι μη ταυτόσημο, τη φύση, το διαμετρικά αντίθετο του πνεύματος, τόσο περισσότερο πρέπει να εκπνευματίζεται. Αλλά και η εκπνευμάτιση έφερε με τη σειρά της στην τέχνη το μη ευάρεστο στις αισθήσεις»  στη λαϊκή αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα τα αυθαίρετα «καρικατούρες» πάνω στα ορθολογιστικά τείχη φανερώνουν την επιβολή του τυχαίου ανθρωπινού παράγοντα στα μεταΚαντιανά υπαρξιακά δεδομένα επιβίωσης.
Κ-Α-Ζ-Ο-Β-Α-Ρ (3) Η ΠΟΙΗΣΗ!
Κορυφαίος  εν ζωή στο κόσμο ο αρχιτέκτονας – γλύπτης των κτισμένων όγκων – Φρανκ Γκέρι δήλωσε:  «Η αρχιτεκτονική δεν είναι λέξεις είναι δάκρυα» με συνδέει άμεσα μέσα από τα υπαρκτά αρχιτεκτονικά απομεινάρια στη παλιά πόλη των Χανίων με τους αγώνες των Κρητικών απέναντι σε λιγότερο, ή περισσότερο επιβολές, κατακτητών. Ενδεικτικά: Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Άραβες, Σαρακηνοί, Ενετοί, Τούρκοι… Ευρωπαίοι Σύμμαχοι τέτοιο αμάλγαμα δακρύων.
Πόσο επίκαιρη η ποιητική συλλογή “Κάζοβαρ” του φίλου Βαγγέλη Κακατσάκη, επιλέγω από το “θα ρθει καιρός”.
«Όσοι ξέρετε από δάκρυα, μη φοβηθείτε για την οποία άλωση.
Μην τρομάζετε για την απουσία των χελιδονιών.
Μην κλάψετε για τα πένθιμα φακιόλια των τραγουδιών.
Θα ’ρθει η άνοιξη και θα επιστρέψουν τα χελιδόνια.
Θα ’ρθει καιρός…».
Μια ποίηση γεμάτη θανατικό και ελπίδα, αμφίσημες ποιητικές δηλαδή υπαρξιακές και πολιτικές υπαινικτικές καταστάσεις κάνουν το “Κάζοβαρ” μοναδικά αναμοχλευτικό στον μεταιχμιακό καιρό μας 30 χρόνια μετά τη δημιουργία του και 86 χρόνια από την εποχή που ο κορυφαίος στοχαστής
Βάλτερ Μπένγιαμιν έγραφε στο περίφημο “μονόδρομο”(4) «Τα πανάρχαια έθιμα των λαών λες και μας προειδοποιούν ν” αποφεύγουμε τη χειρονομία της απελπισίας στην απολαβή των αγαθών που τόσο πλούσια μας παρέχει η φύση. Γιατί δικό μας τίποτε δεν μπορούμε να προσφέρουμε στη μάνα γη».
Παραφράζω: σ’ αυτή την πόλη την παλιά τα στρώματα πολιτισμών που συνδιαλέγονται με δάκρυα και αίμα στη μάνα γη ας είναι οδηγοί μας για τις όποιες παρεμβάσεις και όπως λέει ο φίλος αριστερός υποψήφιος με τον Γ. Σακελλαρίδη Δημήτρης Σεβαστάκης (Ελευθεροτυπία 14/5) «Ο σχεδιασμός οι αναπλάσεις και οι παρεμβάσεις να εντάσσονται σε μια δομημένη στρατηγική και να μην εξαντλούνται σε αυτοσχεδιασμούς και ρουσφέτια» («αφού η αυτοδιαχειριστική ευθύνη είναι εργαλείο αυτοεκτίμησης και πολιτικής ανάταξης για την αφανισμένες αστικές λειτουργίες»). Η εκτίμηση μου στον καθηγητή στην αρχιτεκτονική του Μετσόβιου είναι μέγιστη για την εξαιρετική αρθογραφία των “Ε” και Αυγή. Με το Δημήτρη υπήρξαμε συνοδοιπόροι στα Χανιά στα Π.Σ.Ε. Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Κρήτης, 1998 – 1999, διδάξαμε μάλιστα στα κτήρια της Παλιάς Μεραρχίας δίπλα στην Πρυτανεία, σχέδιο, ζωγραφική, πλαστική. Σε έναν χώρο που έκτοτε δεν αξιοποιήθηκε από το Πολυτεχνείο παρά τις εξαγγελίες (θα μας απασχολήσει το θέμα) και ζούσαμε απο ψηλά το εκπληκτικό “αμάλγαμα” όπως έλεγε και ο Α. Ταμπούκι της πόλης.
οή διαρκής κίνηση Ηράκλειτος. Φλούξους (εδραιώθηκε στη Δ. Γερμανία τη δεκαετία του ‘60. Γιατί συνεχώς οι Γερμανοί αντιγράφουν τους Αρχαίους μας και περιφρονούν εμάς τους σύγχρονους…;
Τελειώνω μ’ ένα ποίημα από το ΚΑΖΟΒΑΡ το τέλος (;)
Πέθανε μας είπαν- και η ελπίδα
Υστερα από τόσους θανάτους,
δεν μπορούσαμε πια να κλάψουμε.
Την πλύναμε με αρώματα
Ηταν παρθένα.
Την νιώσαμε με πάλλευκο χιτώνα.
Της χτενίσαμε τα μακριά μαλλιά
Της σταυρώσαμε τα χέρια
και τη θάψαμε στην καρδιά μας
Δε θα αργήσει η Ανάσταση!
Στη μνήμη του Βασίλη Μιχελιουδάκη και της Κατερίνας Μαρουλοσηφάκη που δούλεψαν αγόγγυστα για μια λαμπρότερη πόλη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Χ.Λ. Μπόρχες “ποιήματα” Ανθολόγηση μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης εκδ. Πατάκης.
2. Μάρτιν Χάιντεγκερ εκδόσεις Πλέθρον εισαγωγή – μετάφραση Γιώργος Ξηροπαΐδης.
3. “Κάζοβαρ” Βαγγέλη Κακατσάκη με ζωγραφικά ανάγλυφα Γιάννη Π. Μαρκαντωνάκη. Εκδ. Πυξίδα της Πόλης.
4. Βάλτερ Μπένγιαμιν μονόδρομος εισαγωγή μετάφραση Ν¨ελλη Ανδρικοπούλου. Εκδ. “Αγρα”.
Χανιώτικα νέα (27.05.2014)


Read more: http://www.haniotika-nea.gr/chorodrastika-3/#ixzz32uwtfKp7
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου