Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ


Κι ύστερα σωπάσαμε για ένα λεπτό. Πόσο γεμάτο ήταν αυτό το λεπτό! Η μορφή σου, τα λόγια σου, οι πράξεις σου, όλα μπαινόβγαιναν στη μνήμη μου. Τότε ήταν που σκέφτηκα πως ένα λεπτό σιωπής αξίζει όσο κι η αιωνιότητα. Προπαντός όταν το σιωπητήριο αυτό είναι αφιερωμένο σ’ έναν άγνωστο – γνωστό ήρωα που τ’ όνομά του δεν το γράφει κανένα βιβλίο. Που η εικόνα του δε στολίζει κανέναν δημόσιο τοίχο...
Δείτε περισσότερα... ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ
Επιμέλεια: Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Πίνακας Πέτρου Βλαχάκη
ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΕΝΑΝ ΗΡΩΑ
Απόψε θέλω να σου μιλήσω! Με κραυγές που μοιάζουν με πέτρες δύσκολες. Με συλλαβές που ’χουν πάρει την κρυάδα της μαρμάρινης πλάκας του τάφου σου. Με λέξεις που φυλάκισα μήνες τώρα στην καρδιά μου, μόλις είδα τα κάγκελα που σε τριγύριζαν. Απόψε θέλω να σου μιλήσω! Με κραυγές. Προπαντός με κραυγές. Ισως επειδή οι κραυγές είναι η πατριαρχική μας γλώσσα, δίχως ψιμύθια. Ισως επειδή ήρθες κι έφυγες στον κόσμο με κραυγή. Ομως αν πάρουν οι κραυγές όψη ανθρώπινη και γίνουν συλλαβές, λέξεις, προτάσεις, συγχώρεσέ με, μεγάλε ήρωα. Κι ο ποταμός που τραγουδεί ακούραστα λίγο πιο κάτω απ’ τον τάφο σου το πέρασμά σου, αποτελείται από μυριάδες σταγόνες νερού. Απόψε θέλω να σου μιλήσω! Θυμούμαι που πέρυσι 21 του Μάη ήρθαμε στον τάφο σου. Ενα παιδί μίλησε για τη Μάχη της Κρήτης. Ο μεγάλος σου γιος μας έδειξε τη φωτογραφία σου.Μοιάζεις με βράχο που ξεκόλλησε από απέναντι. Υστερα μας μίλησε για τη ζωή σου. Στο τέλος τα εγγόνια σου άφησαν πάνω στον τάφο σου ένα στεφάνι με λουλούδια. Και μια υπόσχεση. Να σου μοιάσουνε. Κι ύστερα σωπάσαμε για ένα λεπτό. Πόσο γεμάτο ήταν αυτό το λεπτό! Η μορφή σου, τα λόγια σου, οι πράξεις σου, όλα μπαινόβγαιναν στη μνήμη μου. Τότε ήταν που σκέφτηκα πως ένα λεπτό σιωπής αξίζει όσο κι η αιωνιότητα. Προπαντός όταν το σιωπητήριο αυτό είναι αφιερωμένο σ’ έναν άγνωστο – γνωστό ήρωα που τ’ όνομά του δεν το γράφει κανένα βιβλίο. Που η εικόνα του δε στολίζει κανέναν δημόσιο τοίχο. Μένεις μόνο στη θύμηση των παιδιών σου, που τ’ άφησες ορφανά. Και των χωριανών σου που σ’ είδαν ένα μαγιάτικο πρωινό να ξεκινάς μαζί με δύο τρεις άλλους για τα Πλακάλωνα, Δημήτρη Βαβουλέ από τις Στροβλές! Είχε έρθει ο καιρός των φτερουγάρηδων. Ετσι λέγανε οι γέροντες. Εφτασαν με τα σιδερένια τους πουλιά και μόλυναν τον γαλάζιο ουρανό της Κρήτης μας. Οι Γερμανοί! Γέμισε ο αέρας μ’ αλεξίπτωτα. Εχθροί! “Δημητράκη”, σου πε η γυναίκα σου κρεμασμένη στον λαιμό σου, “μην πας. Εχω δει κακά ονείρατα. Σκέψου τα παιδιά σου! Θέλεις να τ’ αφήσεις ορφανά;”. “Δεν μπορώ, γυναίκα. Πρέπει. Θέλεις να ’ρθουν οι Γερμαναράδες και να κάνουν εκείνα που ’δαν τα μάτια μου στη Μακεδονία;”. Ετσι της είπες κι έφυγες τρεχαπετάμενος. Πήγες και βρήκες ντουφέκι και φυσέκια. Κίνησες. Στ’ όνομα του Θεού. Στ’ όνομα της Κρήτης. Κι άφησες γυναίκα και παιδιά. Κατσίκες και ζυγάλετρα. Ετσι για τη δόξα. Για ένα όνομα. Για τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου. Για τις κατσίκες και τα ζυγάλετρά σου. Για τις γυναίκες, τα παιδιά, τις κατσίκες και τα ζυγάλετρα των άλλων που δεν σ’ ακολούθησαν. Για την Κρήτη που την είχες μέσα στην καρδιά σου. Πήρες τον δρόμο τραγουδώντας μαζί με δυο τρεις άλλους γενναίους το τραγούδι των Χάληδων: “Πότες θα κάμει ξαστεριά, πότες θα φλεβαρίσει…”. Δεν σταμάτησες μεσόστρατα στα Καλουδιανά, για ένα κρασί, όπως τους άλλους. “Ξεκινήσαμε για έναν σκοπό, δεν είναι ώρα για να πίνουμε”, είπες.Συνέχισες τον δρόμο μοναχός σου. Εφτασες. Πώς πολέμησες; Μόνος σου. Μόνος, όπως ταιριάζει σ’ έναν ήρωα. Σαν τον Διγενή, σαν την Κρήτη! Υστερα από καιρό ένας ζευγάς απ’ τα Πλακάλωνα διηγήθηκε πως ερχόταν οκτώ μέρες στα κρυφά για να σε κουκλώσει με το χώμα. Αψαλτο. Ακλαφτο. Η γυναίκα σου έφερε στους οκτώ μήνες στην ποδιά της τα κόκκαλά σου στο χωριό που γεννήθηκες και τα ’θαψε. …Απόψε θέλω να σου μιλήσω! Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τη γλώσσα μου. Ομως η κραυγή μου είναι ολόιδα με τη δική σου. Γι’ αυτό σου ’πα απ’ την αρχή για κραυγές… Το ενά λεπτό η σιωπή. Η ατέρμονη σιωπή του θανάτου. Τα μάτια της ψυχής ορθάνοιχτα, ξάγρυπνα. Το στεφάνι με τα λουλούδια. Οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι κατσίκες. Κι ύστερα ο θάνατος. Αν μπορούμε ποτέ να μιλήσουμε για θάνατο ενός ήρωα. Κι όμως τ’ αποψινό αστροφώς έχει στήσει επιτάφιο θρήνο. Αλλά αύριο πάλι, Δημήτρη Βαβουλέ, ο ήλιος μόλις προβάλλει απ’ τ’ Αλατσόχωμα, θ’ αρχίσει ένα θριαμβευτικό “Χριστός Ανέστη!”.Οχι, δεν υπάρχει θάνατος για έναν ήρωα. Καλημέρα Κρήτη! Καλημέρα! 
*Το στη θέση των σημερινών “Εύφημων Μνειών” κείμενό μου δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά πριν από 37 χρόνια (βλ. “Χανιώτικα νέα”, 20.5.1977). Χείμαρρος οι αναμνήσεις, όταν το βρήκα στα χαρτιά μου τις προάλλες, απ’ τον εορτασμό της Μάχης της Κρήτης, τον Μάη του 1976, με τους 36 μαθητές μου του 1/θ Δημ. Σχ. Στροβλών στον τάφο του ήρωα Δημήτρη Βαβουλέ…
 Αθανασία (1941) 
Αντί για ψωμί τις μέρες αυτές δείπνησαν τη λεβεντιά. Ηπιαν το κρασί της δόξας. Ετσι χορτάτους τους βρήκε ο θάνατος. Η Κρήτη φόρεσε το μαύρο τσεμπέρι της κι έψαλε το “Χριστός Ανέστη”. Ο θάνατος αυτός ονομάστηκε Αθανασία. (Απ’ την ποιητική συλλογή του γράφοντος “ΚΑΖΟΒΑΡ”, Γ’ έκδοση “Πολιτιστική εταιρεία Κρήτης – Πυξίδα της Πόλης”, 2014).
Χανιώτικα νέα (26.05.2014)


Read more: http://www.haniotika-nea.gr/kouventa-m-enan-iroa/#ixzz32om53iyi
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου