Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

Καρδιάς αρίφνητες ευκές


Είναι κι αυτός ένας τρόπος επικοινωνίας που καλά κρατεί, κόντρα στους κάθε λογής ενάντιους ανέμους που ολοένα πληθαίνουν και δυναμώνουν. Δεκάδες οι ευχετήριες μαντινάδες που πήρα κι εφέτος μέσω κινητού ή διαδικτύου για τη νέα χρονιά. Ξεχωριστές αυτές του καλού μου φίλου, γνωστού δασκάλου – ριμαδόρου Κωστή Λαγουδιανάκη απ’ το Χαρασό Ηρακλείου. Και γιατί ανασύρουν απ’ τα αζήτητα και διασώζουν λέξεις της κρητικής διαλέκτου. Δωρεάν τις έλαβα, δωρεάν τις δίδω αμέσως μετά…
«Τσουρλά (κυλά) και φεύγει ο καιρός, μισεύουνε (φεύγουνε) τα έτη/ νεδιάζει (εμφανίζεται) το Δεκαεφτά, έχει εδά νομπέτι (σειρά)». “Νομπέτι του Δεκαεφτά να βάλει το σταλίκι (ορόσημο)/ στσοι ώμους του φορτώνω του ευκές καλαμπαλίκι (συνωστισμό)». «Υγεία είν’ η ξέκορφη (κορυφαία) ευκή για τον καθένα και όλα τ’ άλλα με υγειά θα ’ναι καταστεμένα (τακτοποιημένα)». «Σκουτελικό (γεμάτο πιάτο με φαγητό, που προσφέρεται σαν δώρο) νέας χρονιάς να ’ναι η λαμπυράδα (λάμψη)/ ν’ αφήσει με το φεύγα ντου μια φωτεινή Ελλάδα». «Ποδαρικό η νέικη (νέα) χρονιά καλό να κάμει/ ν’ αφήσει με το φεύγα τζη ολπιδοφόρο νάμι (καλό όνομα)». «Αρχιχρονιά! Καλή Χρονιά!! Να ’ναι “καλή η χέρα”/ καρδιάς αρίφνητες (αμέτρητες) ευκές στο πρώτο καλημέρα!!!».
Και για να δροσιστεί η ψυχή, τού για δέκα περίπου χρόνια συνεργάτη μου “Στα πεταχτά” Χανιώτη μαντιναδολόγου Ηλία Σταματάκη, που κατοικοεδρεύει εδώ και τρεις περίπου μήνες στην Απάνω Κρήτη, η παράθεση των “λαγουδιανάκειων” μαντινάδων. Και σαν επιβεβαίωση της φράσης του Γιώργου Σεφέρη για την κρητική διάλεκτο: «Είναι η τελειότερη οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ποτέ ο μεσαιωνικός κόσμος. Η γλώσσα που εκφράζει με σταθερό χαρακτήρα την ευαισθησία του κόσμου που μιλούσε».


Πάντα ανοιχτός ο ουρανός


«”Γιαγιά, αλήθεια, απόψε ανοίγει ο ουρανός;”. “Ναι, παιδάκι μου, γιατί ξημερώνουν τ’ Αγια Θεοφάνια. Και όποιος αγρυπνήσει και προφτάσει σ’ εκείνη την απόκρυφη ώρα…”. “Το ξέρω, γιαγιά μου, το ξέρω. Μπορεί να ζητήσει ό,τι θέλει από το Θεό και του γίνεται”. “Ναι, μα φτάνει να ζητήσει ένα πράμα μονάχα…”. Το παιδάκι αποφάσισε ν’ αγρυπνήσει. Κοντά στην κάμαρά του, επάνω ψηλά ήταν η πόρτα που έβγαινε στο λιακωτό… Πριν να το ιδεί κανείς κουκουλώθηκε με το παπλωματάκι του, πήρε το προσκεφάλι του και πήγε να ξαπλωθεί εκεί έξω. Δεν είχε φόβο κανένα. Στη χειμωνιάτικη νύχτα το ζέσταινε το πάπλωμα και η ελπίδα…». Η αρχή του διηγήματος του Γρηγορίου Ξενόπουλου “Πλούτος και ευτυχία”.
Ήθελα κι εγώ να μείνω άγρυπνος, όπως το παιδάκι του διηγήματος του Ξενόπουλου, εκείνη τη χρονιά (πήγαινα Τετάρτη Δημοτικού), τη νύχτα των Θεοφανίων, για να τύχω στην απόκρυφη ώρα που θ’ άνοιγε ο ουρανός. Για να το γράφει το βιβλίο δεν μπορούσε παρά να είναι αλήθεια, σκεφτόμουν. Και ότι υπήρχαν καλικάντζαροι και μπαινόβγαιναν σαν νοικοκύρηδες απ’ την παραμονή των Χριστουγέννων στο σπίτι μας, ήταν αλήθεια για μένα τότε. Και ότι είχαν φύγει πρωί πρωί, παραμονή του Μεγάλου Αγιασμού, για να μην τους προλάβει ο παπάς με την αγιαστούρα του, επίσης. Το έγραφε κι αυτό το βιβλίο…
Δεν με άφησε, βέβαια, να μείνω άγρυπνος στην ταράτσα μας, για να ζητήσω, όταν θα άνοιγε ο ουρανός την ευτυχία, όπως λογάριαζα με το νου μου, μέσα στην παγωνιά, η μάνα μου. Ούτε την επόμενη χρονιά, κι ας της το ζήτησα πιο επίμονα, με άφησε. Την μεθεπόμενη είχα μεγαλώσει αρκετά και δεν πίστευα ότι ανοίγει τη νύχτα των Θεοφανίων ο ουρανός. Ούτε ότι υπάρχουν καλικάντζαροι, που έρχονται τα Χριστούγεννα και φεύγουν τα Φώτα, πίστευα. Τώρα, βέβαια, που έχω παραμεγαλώσει, είμαι βέβαιος. Πάντα, και όχι μόνο για μια στιγμή τη νύχτα των Θεοφανίων, είναι ανοιχτός ο ουρανός! Όσο για τους καλικάντζαρους…

Χανιώτικα νέα (06.01.2017)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου