«Τρεις καπετάνιοι κάθουνται εις τον προφήτ’ Ηλία/ και κλαίγουνε λυπητερά το γέρο Βενιζέλο:/ “Ξύπνα, καημένε γέροντα και μη βαροκοιμάσαι,/ και πήραν Φράγκοι το Μωριά κι οι Γερμανοί την Κρήτη/ κι εσύ κοιμάσαι αμέριμνος”». Το γνωστό ριζίτικο (βλ. Σταμάτης Α. Αποστολάκης: “Ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης”, Χανιά 2010) επανέρχεται συχνά – πυκνά τούτο τον μήνα στο νου μου. Και το νεοριζίτικο του Νίκου Ψαρού, να το πω “λευκωρείτικο, όπως το θέλει η ψυχή του που βρίσκεται στη Χώρα των Μακάρων. «Τρεις καπετάνιοι σμίξανε σε μια μηλιά ’πό κάτω/ και κάτσανε και κλαίγανε τον γέρο Βενιζέλο:/ – Πού ’σαι καημένε γέροντα… κι οι κόποι σου χαθήκαν». Κι αν αναζητιέται όταν περνά δύσκολες μέρες η πατρίδα μας ο Εθνάρχης.
“Μεγάλος είσαι/ Κι αν περιμένεις/ γύρω ο λαός σου γνωρίζοντάς σε,/ βάγια να στρώνει για να διαβαίνεις,/ παιδί που θα ’σαι !/ Μεγάλος είσαι/ κι αν το πιστεύεις/ το μίσος που έρπει γυρεύοντάς σε,/ πως δε θεριεύει κι όσο θεριεύεις/ παιδί που θα ’σαι./ Μεγάλος είσαι/ και θα πεθάνεις,/ και θα σου φτύνει/ κι ο τιποτένιος κι ο πεχλιβάνης την τρανοσύνη./ Και θα πεθάνεις. / Κι άλλο, το αστέρι της τρανοσύνης σου, δε θα γίνει/ παρά κεράκι σε παιδιού χέρι/ να τρεμοσβήνει./ Μόνο το ανάθεμα που θα στήσει/ μια οργή στον ίσκιο, στα κόκκαλά σου,/ θα πάει σε ψήλος/ που θα θυμίζει το ανάστημά σου». Τα που έγραψε για τον Εθνάρχη στο ποίημά του “Μεγάλος είσαι”, ο Κωστής Παλαμάς.
«Ο προκείμενος νεκρός ήτο ένας αληθινός άνδρας, με θάρρος μεγάλο, με αυτοπεποίθησιν και δι’ εαυτόν και διά τον λαόν, τον οποίον εκλήθη να κυβερνήση. Ίσως έκαμε πολλά σφάλματα, αλλά ποτέ δεν του απέλειψε το θάρρος, ποτέ δεν υπήρξε μοιρολάτρης, διότι ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ιδή την χώραν του προηγμένην. Αλλά έθεσε εις την υπηρεσίαν της, όλον το πυρ που είχε μέσα του, κάθε δύναμιν ψυχικήν και σωματικήν». Τα που είναι γραμμένα στον τάφο του, “συνθεμένα” απ’ τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, εν είδει επικηδείου, τέσσερα χρόνια πριν απ’ τον θάνατό του.
Μήνας του Ελευθερίου Βενιζέλου, κατ’ εξοχήν ο Μάρτης. Στις 10 του μήνα το 1905 η Επανάσταση του Θερίσου που τον ανέδειξε. Στις 18 του μήνα, το 1936, ο θάνατός του στο Παρίσι… Πώς να μην τον θυμούμαστε!
Η αλληλογραφία μας
Δημήτρη Δαμασκηνό, φιλόλογο – συγγραφέα, Χανιά:
Εχουν αράξει και στις όχθες της δικής μου καρδιάς όπως και της δικής σου τα βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη. Παραμένω πάντα, όπως κι εσύ, θαυμαστής του έργου του. Ενας επιπρόσθετος λόγος να σε συγχαρώ για το 500 σελίδων, ιδιαίτερα επιμελημένο και με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, βιβλίο σου “Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας: Ενα δοκίμιο – μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη”, που κυκλοφορήθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις “Ραδάμανθυς” και είχες την καλοσύνη να μου το στείλεις. Το βιβλίο του Δ. Δαμασκηνού, αποτέλεσμα χρόνιας ιστορικής και λογοτεχνικής έρευνας, περιγράφει τη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη: Ο άνθρωπος, ο δημιουργός, ο φιλόσοφος, ο πολιτικός, ο δεσμώτης, ο πρόσφυγας. Η διαδρομή του, ένα ταξίδι πάνω από την άβυσσο, γίνεται ο καμβάς, όπου πάνω αποτυπώθηκαν οι εικόνες μεγαλείου αλλά και τραγωδίας, ενός ολόκληρου λαού. Τα που γράφει ο συγγραφέας Χ. Τσαντής στο οπισθόφυλλο. Κι αν μου άρεσε! Απνευστί, μέσα σε μια μέρα, όπως διάβαζα τα βιβλία του αγαπημένου μας συγγραφέα (“Τα πλοία δεν άραξαν”, “Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα”, “Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος”, “Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα”, κ.λπ.) το διάβασα. Κι αν εντυπωσιάστηκα! Ανθός αγάπης, καρπός γνώσης μα και προϊόν αντικειμενικότητας η δουλειά σου! Προσυπογράφω και με τα δυο μου χέρια! Εχουν θέση τα κείμενα του Λουντέμη στα σχολικά βιβλία του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου!
Ελένη Ψαρού, Χανιά:
Και ένα είδος “ευαγγελίου”, για μένα, όπως και για πολλούς άλλους, το βιβλίο του (και δικού μας) αγαπημένου, συζύγου σας Νίκου Ψαρού “Λευκωρείτικα – Ριζίτικα – Ρίμες – Μαντινάδες” που εκδόθηκε, μετά το φευγιό του για το άλλο ημισφαίριο της ζωής, με πρόλογο των παιδιών σας, του Σταύρου, του Σήφη και του Γιώργου, πέρσι. Θα επανέρχομαι συχνά σ’ αυτό. Και στα με πολλή γνώση και “πιτήδειο” τρόπο γραμμένα “εισαγωγικά προλεγόμενά” του και βέβαια στους στίχους του, κάνοντας αρχή από σήμερα. «Κάθε νεκρός κι νύχτα του κι ο ήλιος τη δική του/ να δεις και πώς φωτίζεται τ’ άλλο μισό του κόσμου». Για τον Νίκο Ψαρό, σαν να το ’γραψε ο ποιητής Γ. Γεωργούσης…
Χανιώτικα νέα (28.03.2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου