Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΟΤΑΝ Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΟΥΣΕ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ
Σαν αύριο πριν από 76 χρόνια (27 Φεβρουαρίου 1943) έφυγε για τον Επουράνιο Παρνασσό, σε ηλικία 84 ετών ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Ο ποιητής της “Φλογέρας του Βασιλιά” και του “Δωδεκάλογου του Γύφτου”, ο ποιητής που πριν από 28 μήνες, στις 28 Οκτωβρίου 1940, είχε καλέσει τους Ελληνες να μεθύσουν “με το αθάνατο κρασί του Εικοσιένα”, για να αντιμετωπίσουν την εισβολή των ταξιαρχιών του Μουσολίνι στο ελληνικό έδαφος. Στέναζε η Ελλάδα κάτω απ’ τη γερμανική μπότα, τότε. “Ακρα του τάφου σιωπή”… Κι, όμως, την άλλη μέρα, 28 Φεβρουαρίου 1943, ήχησαν οι σάλπιγγες της ελευθερίας κατά την κηδεία του…
«Κι όταν σε κείνον το δριμύ χειμώνα της Κατοχής του είπανε ένα πρωινό πως πέθανε ο Παλαμάς και ο Σικελιανός ήταν άρρωστος και δεν άφηναν να σηκωθεί, μήπως σταματήσει η καρδιά του: “Πώς γίνεται;” είπε. Πώς είναι δυνατόν να μην πάει ο Σικελιανός να ξεπροβοδίσει τον Παλαμά στο ταξίδι του για τον αδελφό του τον θάνατο; Τον θυμόμαστε πώς μπήκε στην εκκλησία του νεκροταφείου, ουράνιος, βαρύ, επιβλητικός, πώς όλοι παραμερίσαμε για να περάσει, πώς ακούμπησε ύστερα το χέρι του απάνω στο φέρετρο, που έτριξε, και άρχισε ν’ απαγγέλλει εκείνον τον παιάνα, εκείνον τον αποχαιρετιστήριον ύμνο. Ολα ήταν στα μέτρα του Σικελιανού εκείνη την ώρα· η Ελλάδα και η μεγάλη ποίηση και ο θάνατος. “Σ’ αυτό το φέρετρο απάνω ακουμπά η Ελλάδα”, βροντούσε η φωνή του και ήταν, έτσι που το έλεγε, σαν να κρατούσε την Ελλάδα απ’ το χέρι πλάι του». Ηλίας Βενέζης.
«[…] Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!/ Ενας λαός, σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…/ κι ακέραιος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,/ κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει./ Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός/ της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα/ Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός/ την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,/ που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά/ στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,/ τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ιακχο/ με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει./ Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,/ δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…/ Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές/ της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!» Οι τέσσερις τελευταίες (απ’ τις εννέα συνολικά) στροφές του ποιητικού επικήδειου λόγου, που εκφώνησε ο Αγγελος Σικελιανός, αποχαιρετώντας τον Κωστή Παλαμά…
«Ρίγη προφητικά μάς διαπέρασαν όλους. Οι τόνοι της φωνής του ξεχύθηκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην πόλη, εισέβαλαν απ’ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη! Κι εκεί… Το ποίημα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν… Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε -από απόσταση ενός αιώνα- σε τούτον τον Ελληνα Ποιητή, ένας άλλος Ελληνας Ποιητής: “Σε γνωρίζω από την κόψη/ του σπαθιού την τρομερή/ Σε γνωρίζω από την όψη/ που με βία μετράει τη γη”. Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει. Και ψέλναμε μεγαλόφωνα. Τον Υμνο μας, της αστρομέτωπης Λευτεριάς!» Από τον Μενέλαο Λουντέμη στον “Εξάγγελό” του η συνέχεια…
ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΗΝ ΩΚΕΑΝΙΔΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΟΥ



Να βλέπεις την “Ωκεανίδα” απ’ το παράθυρό σου, έχοντας ανοιχτό το δέκτη της τηλεόρασής σου. Δεν κινδυνεύει το σπίτι σου όπως τα σπίτια κάποιων συνανθρώπων σου. Δεν είσαι στους δρόμους στο έλεος της βροχής, των δυνατών ανέμων και των φουσκωμένων χειμάρρων. Κι όμως νιώθεις να πνίγεσαι, να συμπάσχεις, να φοβάσαι… Μπορεί να ήσουν εσύ ο αγνοούμενος, ο εγκλωβισμένος μέσα στο αυτοκίνητό σου στην άκρη του πουθενά… Μπορεί να ήταν το σπίτι σου, όπως “Το σπιτάκι στο λιβάδι” του Αλ. Παπαδιαμάντη, στο ομώνυμο διήγημά του. Μπορεί να ήσουν… Μπορεί να είσαι… Μπορεί να ήταν… Μπορεί να είναι… Στο ίδιο λιβάδι πολλών τα σπιτάκια… Στο ίδιο λιβάδι των πολλών οι δρόμοι…
Μια στάση (ενδεικτική η επιλογή) στη μέχρι χθες γέφυρα του Κερίτη… Για να διαμαρτυρηθούμε στη φύση που μας εκδικήθηκε; Για να αναρωτηθούμε αν φταίει περισσότερο «ο Θεός που μας μισεί ή το κεφάλι το δικό μας»; Για να θρηνήσουμε επί των καταστροφών που αρχίσαμε να μετράμε κι απομετρημούς δεν έχουμε; Για να ζητήσουμε ευθύνες από εκείνους που συμπεριφέρονται αγνοώντας το «δίκιο των ποταμών» και κυρίως από εκείνους που άφησαν τον τόπο ανοχύρωτο; Ωστόσο ο κλοιός της κακοκαιρίας επιμένει να μας περισφίγγει και ο Θεός… να βάλει το χέρι του και να μας προστατέψει από τα χειρότερα!
Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 26. 2. 2019)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου