Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

ΚΑΖΟΒΑΡ


ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ  "ΚΑΖΟΒΑΡ" ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ

ΟΙ ΧΥΔΑΙΟΙ,  ΟΙ ΑΔΥΝΑΤΟΙ ΚΑΙ ΟΙ "ΦΑΕΘΟΝΤΕΣ" 

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη * 



Όταν άφηνε η μέρα
την τελευταία της πνοή,
σταύρωσαν ένα κυκλάμινο·
επειδή πολύ αγάπησε την ομορφιά.

Ήταν υπέροχο αυτό που ένιωσα ανοίγοντας τη συλλογή ποιημάτων που ήρθε από την Κρήτη, από τα Χανιά: Ένα κυκλάμινο, αν και σταυρωμένο τίναξε τα φυλλαράκια του και χαμογέλασε καλωσορίζοντάς με στην ΚΑΖΟΒΑΡ , σε μια πόλη-χώρα-σύμβολο, όπου συνυπάρχουν οι ‘χυδαίοι’, οι ‘αδύνατοι’ και οι ‘φαέθοντες’ και όπου ο Ποιητής ως ‘ο πρώτος και ο έσχατος άνθρωπος’ προσεγγίζει τα γεγονότα και προσπαθεί να ερμηνεύσει κάποιες από τις ανθρώπινες συμπεριφορές», όπως εξηγεί ο ίδιος ο ποιητής και μας εισάγει στον ποιητικό του χώρο, στο δικό του καθημερινό ποιητικό σύμπαν.
Η Κάζοβαρ ίσως είναι μια σύγχρονη πολυπληθυσμική, πολύχρωμη Βαβέλ, όπως και μια ιδεατή πόλη που βρίσκεται στο μυαλό του δημιουργού της και στις ποιητικές διαστάσεις που ορίζει η ποιητική του οραματικότητα, μια πόλη / χώρα πανδοχείο που φιλοξενεί τους πάντες, ένας τόπος όπου βρίσκει έδαφος να ριζώσει, να δράσει και να ευδοκιμήσει κάθε «είδος» ανθρώπου, μια πόλη θέατρο του παραλόγου. στη σκηνή του οποίου κάθε μέρα παίζεται μια φαρσοκωμωδία : η ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της.
Με προβλημάτισε το όνομα της πόλης. Η λέξη δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, αλλά αναλύοντάς την στα στοιχεία που την συνθέτουν : Κάζο – μπαρ μου ΄φανέρωσε μια χώρα που έχει μεταβληθεί σε σύγχρονο κέντρο «ποτο-κατάνυξης», σ’ ένα χώρο όπου συνυπάρχουν και συμβιώνουν όλα τα στοιχεία, χώρα ή πόλη της συμφοράς, της «πλάκας», για γέλια αλλά και για κλάματα, μια χώρα μπαρ της πλάκας αλλά και της συμφοράς.
Γεννημένος το 1948 ο ποιητής, έζησε τα παιδικά του χρόνια μέσα σε μια χώρα λεηλατημένη υλικά και ηθικά, αιμόφυρτη, φτωχή καταπληγωμένη από τις μεγάλες συμφορές: Μεταξική δικτατορία, Πόλεμο του Σαράντα, Κατοχή, Εμφύλιο, που ακόμα κατασπαρασσόταν από μετεμφυλιακά μίση. Η εφηβεία του συμπορεύεται με τις πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις, τη δικτατορία των συνταγματαρχών, την επάνοδο της Δημοκρατίας στη χώρα και με όσα συν και πλην δημιούργησε η μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας από αγροτική σε νεοαστική και με όσα προκάλεσε ο νέος τρόπος ζωής με την περίφημη «παγκοσμιοποίηση» που ανάτρεψε τα πάντα και επέβαλε τους δικούς του όρους ζωής και συμπεριφοράς. Αιώνιες, βασικές αξίες
Καταπατήθηκαν, αλώθηκαν τα ιερά και τα όσια. Ό, τι απόμεινε από τις δικτατορίες, το κατασπάραξε η νέα αντίληψη για τη ζωή, ισοπεδώθηκαν τα πάντα στο όνομα της
πολλά υποσχόμενης «παγκοσμιοποίησης», στην ουσία ρευστοποίησης των πάντων.



Βαγγέλης Κακατσάκης

Μέσα σε τούτον το χώρο όπου συμβιούν οι πάντες, ο ποιητής, ευθύς εξαρχής, διαχωρίζει τη θέση του και αυτοσυστήνεται ως εάν ήταν ο πρώτος ζωντανός άνθρωπος που συνειδητοποίησε την ύπαρξή του ανάμεσα στο πολυώνυμο πλήθος, μέσα στο άναρχο χάος μιας «ακυβέρνητης πολιτείας» και τον ξεχωριστό του ρόλο που εκ των πραγμάτων έχει φορτιστεί να επιτελέσει στο θέατρο της καθημερινής ανθρώπινης περιπέτειας. Και για τούτο ύψωσε το ανάστημά του όχι μόνο για να κάνει αισθητή την παρουσία του αλλά και να δηλώσει προς πάσα κατεύθυνση πως υπάρχει έστω και ένας, ας είναι και «ο πρώτος ζωντανός» που θα αντισταθεί και θα σταθεί «γυμνός, ανυπόδητος και πένης» ενάντια σ’ εκείνους που μετέβαλαν την πατρίδα του σε πόλη Κάζοβαρ, «σε χώρα τυφλών, σακάτηδων, γερόντων» κραυγάζοντας:


«Ιδού εγώ!
Ο πρώτος που χαστούκισε το χάος
Ο πρώτος που λούστηκε γυμνός στο ηλιοφώς
 Ιδού εγώ!
Ο πρώτος ζωντανός
γυμνός, ανυπόδητος και πένης,
σε χώρα τυφλών, σακάτηδων, γερόντων,
μόνος πορεύομαι.
…………….
Ο έσχατος νεκρός…
…μόνος καθεύδω

Ιδού εγώ!
Ο πρώτος και ο έσχατος άνθρωπος»
            

Δεν έμεινε κανένας άλλος ζωντανός στην ΚΑΖΟΒΑΡ να τα βάλει με τον εισβολέα που άλωσε τα πάντα και μετέβαλε τη χώρα του σε απέραντο νεκροταφείο:

«Τρεις μέρες ανοίγουν λάκκους (….)
στις πλατείες, στα γραφεία και στις εκκλησίες
στους δρόμους και στα μαγαζιά.
Ανοίγουν λάκκους στις καρδιές (…)
με παθιασμένες λέξεις, με συνθήματα…
δεκατρείς που ανοίγουν λάκκους στην Κάζοβαρ.
Δεν έμεινε σπιθαμή για σπιθαμή….»

Ποιήματα γραμμένα πριν τριάντα χρόνια κι όμως τόσο σύγχρονα, πάντα επίκαιρα, διαχρονικά. Πόσο μακριά έβλεπε ο ποιητής, πόσο ζούσε αυτό που συμβαίνει κάθε μέρα στον τόπο μας και στον κόσμο.  Με τη δύναμη των όπλων τάχα για να παγιωθεί ειρήνη, έκαναν τον κόσμο Κάζοβαρ:

«…Αυτοί που έμπηξαν το μαχαίρι /
στην πόρτα της δικής μας άνοιξης,
κρύφτηκαν μέσα στο πλήθος.
Βαδίζουμε ξυπόλητοι
στην ανθρακιά των ονείρων μας.
Πιο χαμηλά από τα δάκρυα,
δένουμε κόμπο τη σημαία μας.
Εδώ είμαστε!
Μόνοι, ανέστιοι κι ανυπόδητοι…
Λάβετε φάγετε
την αδυναμία μας!»
                    
                                   
Ο ποιητής έχει το σθένος να δώσει απάντηση και σε κάθε κατηγορία για δήθεν ολιγωρία και σιωπή:
…….
«Μα εμείς ξέρουμε, γιατί
πήγαν χαμένες τόσες άνοιξες…
Ξέρουμε,
πόσο χώμα χρειάζεται
στη μικρή αυλή μας
για να ριζώσει
η αστραπή του ονείρου..
(….)γιατί προσμένουμε την ανάσταση».



Έχει το προνόμιο, την τύχη στην ατυχία να έχει ζήσει το μετά κατοχικό δράμα της πατρίδας μας που είναι και δράμα σύμπαντος του Ελληνισμού, να είναι μέρος του δράματος που ξετυλίγεται μπροστά του και βρίσκει μια εύλογη αιτιολογία για τον «ιστορικό συμβιβασμό» και πρόβλεψη, όχι χωρίς κριτική διάθεση:

«Πέντε χρονών παίξαμε
κάτω από τον ίσκιο του…
…Στα δεκαπέντε
αρχίσαμε να κάνουμε όνειρα.
Στο δέντρο αυτό θα βρουν
καταφύγιο τα πουλιά.
Οι ποιητές θα γράφουν
νέα ποιήματα.
Οι πολεμιστές θα βρουν ανάπαυση
απ’ τον αχό της μάχης.
Εδώ στο δέντρο αυτό,
θα ξαναγραφτεί η Ιστορία».

με τον συμβιβασμό, με τη «Ζωή εν τάφω», και όλα τα τραγούδια της θάλασσας, του έρωτα, της εργατιάς, όπως και εκείνο το αμφίσημο, «το τραγούδι του καλόγερου τ’ ανακατεμένο με χώμα και Θεό», όλα ρίχτηκαν στη φωτιά κι άρχισαν τα μοιρολόγια, ο μοιραίος απολογισμός του «ιστορικού», του ααναγκαστικού ή μη «συμβιβασμού».




«Το ημερολόγιο του Φαέθοντα», ανοίγει με το χαρακτηριστικό τετράστιχο:

«Ανοίγουμε το πηγάδι της κραυγής!
Εκείνο των παιδιάστικων θαυμαστικών·
των υπέροχων ερώτων·
των πράξεων που τις είπανε ποιήματα.
…..
Έτσι, δεν μπορούνε πια
Να μας ξαναστήσουνε στον τοίχο..».

Ο Φαέθοντας που αναστήθηκε από την τέφρα του, έγινε ο προφήτης του καινούριου χρόνου, του καινούριου κόσμου, των νέων ανθρώπων, εκείνων που κατέχουν τον καινούριο λόγο, σχέση με την πραγματικότητα, που έχουν γνώση και επίγνωση τι σημαίνει:
«βιβλία καθώς πρέπει,
αυτό το κατ’ αποκλειστικότητα».
Που ξέρουν:
«Ποιοι κατέκτησαν πραγματικά την Ιστορία»


Εκείνο το μικρό παιδί που ρωτούσε τη μάνα του πότε θα γίνει άντρας, τώρα πια ξέρει τι σημαίνει αυτό, όπως και η αιώνια Ελληνίδα μάνα ξέρει πια τι σημαίνουν τα λόγια της Σπαρτιάσσας μάνας, ευχή και κατάρα: «Ήταν ή επί τας», ξέρει ποιος είναι ο ρόλος κι ο προορισμός του στη ζωή. Τι κι αν προσπάθησαν να σπείρουν την απελπισία; Εκείνοι οι γενναίοι πια άντρες:
« Αντι για ψωμί τις μέρες εκείνες
δείπνησαν τη λεβεντιά.
Ήπιαν το κρασί της δόξας,
έτσι χορτάτους τους βρήκε ο θάνατος.
Η Κρήτη φόρεσε το μαύρο τσεμπέρι της
κι έψαλλε το ‘Χριστός Ανέστη’.
Ο θάνατος αυτός ονομάστηκε
Αθανασία»

Φαέθοντας, λάτρης και κομιστής του φωτός ο ποιητής, οραματίζεται τη νέα ζωή σ’ έναν κόσμο που βγαίνει αναστάσιμος μέσα από την τέφρα του, κουβαλώντας «μέχρι το αύριο τη σημαία του για να την καρφώσει «καταμεσής στην καρδιά» του καλοκαιριού, έχοντας την αθάνατη, την άτρωτη ελπίδα ως ασπίδα μπροστά του· και θα κλείσει τον κύκλο της καθημερινής ανθρώπινης περιπέτειας με ένα αισιόδοξο μήνυμα:

«Όσοι ξέρετε από δάκρυα,
μη φοβηθείτε την άλωση.
Μην τρομάξετε με την απουσία των χελιδονιών.
Μην κλάψετε για τα πένθιμα φακιόλια των τραγουδιών.
Θα ‘ρθει καιρός
που τα τραγούδια θα γίνουν αναστάσιμα.
Μη φοβηθείτε,
όσοι ξέρετε από δάκρυα.

Παλαιό Φάληρο, 8 Οκτωβρίου 2019
*Η Ελένη Τσικριτέα – Χωρεάνθη γεννήθηκε στην Αγία Βαρβάρα Τριχωνίδας  Αιτωλοακαρνανίας και τελείωσε το Γυμνάσιο Θηλέων Αγρινίου. Σπούδασε Παιδαγωγικά και μετεκπαιδεύτηκε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, κριτική βιβλίων, μετάφραση, διασκευές αρχαίων ελληνικών κειμένων. Συνεργάζεται με τα εγκυρότερα παιδαγωγικά και λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες  της Αθήνας και της επαρχίας. Κείμενά της, ποιητικά και πεζά, έχουν συμπεριληφθεί στα βιβλία του Δημοτικού Η Γλώσσα μου.  Είναι τακτικό μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Έχει εκδώσει ως τώρα 64 βιβλία: 12 ποιητικές συλλογές, 6 μυθιστορήματα, 3 βιβλία με διασκευές τραγωδιών, 1 δοκίμιο, 42 βιβλία για παιδιά και εφήβους

4 σχόλια:

  1. Και από εδώ... Από καρδιάς οι ευχαριστίες μου στην Ωραία ως Ελληνίδα Ποιήτρια Ελένη Χωρεάνθη για το λίαν αγαπητικό κείμενό της - πραγματεία για την Καζοβαρ. Υπόχρεος στην αγάπη και στη φιλία της!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπάμε ό, τι ωραίο και καλό γράφεται κι έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα, που έχει αποδέκτες.Αγαπάμε και επισημαίνομε την ποίηση των απλών πραγμάτων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Το "γράφεται", είναι τρίτο ενικό, (αόριστα)'ο. τι κυκλοφορεί. Να μην εκληφθεί ως λάθος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή