Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

 ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΧΑΙΡΕΤΟΥΣΑΜΕ ΜΕ ΤΟ¨ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ¨


Μετά τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου επέστρεφαν οι φαμίλιες από την εκκλησία και μια γυναίκα, συνήθως η πιο νεαρή, αναλάμβανε να μεταφέρει με τον πιο απλό κι απέριττο τελετουργικό τρόπο το άγγελμα της Ανάστασης. Με αναμμένη ακόμη την άσπρη λαμπάδα της αγκάλιαζε τον κορμό της ολάνθιστης λεμονιάς στην αυλή του σπιτιού κι έλεγε τούτα τα λόγια: “Χριστός Ανέστη, λεμονιά. Όσα γράμματα είπαν απόψε στην εκκλησία, τόσα λεμόνια να κάμεις οφέτος!” Μοσκοβολούσαν οι λεμονανθοί, μύριζε ο κόσμος Ανάσταση! Το ίδιο έκανε με την κρεβατίνα, το ίδιο με τα υπόλοιπα δέντρα του κήπου. Μια μικρή τελετή με ιέρεια τη Γυναίκα ανανέωνε κι επικύρωνε την ακατάλυτη σχέση του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο. Συνήθεια παλιά να διαλέγονται οι άνθρωποι με τη φύση και να συναιρούν τους κόσμους -τον φυσικό και τον υπερβατικό, τον υλικό και τον άυλο- ανάγκη ψυχής να μοιρολογούν σαν δικό τους νεκρό τον νέο και ωραίο θνήσκοντα θεό, ανάγκη ψυχής να κάνουν πανηγύρι και γιορτή τη χαρά της Ανάστασης. Είναι η δική μας Λαμπρή… Το καλιτσούνι, το λαμπροκούλουρο, ο πασχαλιάτης αμνός, το φιλί της αγάπης… Από την ευρύτερη οικογένεια Νίκου και Μαρίας Ψιλάκη θερμές πασχαλινές ευχές. Χρόνια πολλά κι ευλογημένα». Ξεχωριστές, όπως πάντα, οι ευχές που παίρνω μαζί με άλλους φίλους του τα Χριστούγεννα και τη Λαμπρή από τον εκ των κορυφαίων σήμερα πνευματικών δημιουργών του Νησιού μας, Νίκο Ψιλάκη.

“Τότε που οι γιαγιάδες μας έλεγαν ”Χριστός Ανέστη” στα δέντρα”, ο τίτλος του κειμένου με τις ξεχωριστές αναστάσιμες ευχές του φίλου μου. Ενός κειμένου που με παρέπεμψε σε μια απ’ τις θύμησες της παιδικής μου ηλικίας. Τότε που μια απ’ τις παραγγελιές της μάνας μου ήταν να χαιρετούμε με το “Χριστός Ανέστη” όποιον συναντούσαμε για σαράντα μέρες. Ήθελε δυο μπόγια ο ήλιος να βασιλέψει, παραμονή τ’ Αναληψίου (της Ανάληψης του Χριστού) ήτανε και γυρνούσαμε με τον αδερφό μου τον Αντώνη, κρατώντας από τα σκοινιά τις κατσίκες μας, που τις είχαμε πάει να τις βοσκήσουμε, με το που φάγαμε, όταν σχολάσαμε· – στην τετάρτη Δημοτικού εγώ, στη δευτέρα αυτός. Δεν θυμούμαι πόσα “Χριστός Ανέστη” είπαμε μέχρι να γυρίσουμε στο σπίτι. Ούτε πόσα και από ποιους “Αληθώς Ανέστη” ακούσαμε. Αυτό που είπαμε, ωστόσο, στον παπά Χρίστο, όταν τον συναντήσαμε στα Κατσιγαριανά, χαράχτηκε στη μνήμη μου για πάντα. Όπως και το δικό του “Αληθώς Ανέστη”, άλλωστε… Και γιατί έκαμε θέμα στα καφενεία του χωριού τη συνάντηση μας…
Χριστός Ανέστη, φίλες και φίλοι!

ΚΑΙ... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ 

 ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ - ΚΙ ΑΠΟ ΜΑΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ - ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΕΛΟΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ - Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΠΕΥΚΟΥ

«Το μήνυμα τσ’ Ανάστασης δεν λάβαμε ακόμη,/ ο γεις τον άλλο πολεμά, άδικα τον σκοτώνει», μας λέει στην πρώτη μεταναστάσιμη σημερινή της μαντινάδα στη στήλη η Νεκταρία, εμφανώς επηρεασμένη από τα συμβαίνοντα στην Ουκρανία, όπου δε λέει να σταματήσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Για να συνεχίσει στη δεύτερη: «Το Άγιο φως δεν πήραμε, σβηστά κεριά κρατούμε/ χωρίς αγάπη δυστυχείς, μονάχοι πορπατούμε». Για να κλείσει με την τρίτη: «Όταν το φως τσ’ Ανάστασης ζεστάνει την ψυχή μας,/ αρμονική και όμορφη θα γίνει η ζωή μας». «Παντού Σταυρωμένο σε βλέπουμε, Κύριε!/ Κάθε μέρα Μεγάλη Παρασκευή…». Τους δυο τελευταίους στίχους απ’ το ποίημα “Παντού Σταυρωμένος”, απ’ την ποιητική συλλογή “Όπως το ψωμί”, (2018) μου θύμισε με τις σημερινές μαντινάδες της η Νεκταρία, που επιμένει ωστόσο να αισιοδοξεί. Το φως της Ανάστασης θα διώξει τα σκοτάδια…

Της Ζωοδόχου Πηγής σήμερα, Παρασκευή της Διακαινησίμου. Της Χρυσοπηγής… Το πάλαι ποτέ μεγαλύτερο αλλά και νυν και αεί μεγάλο πανηγύρι των Χανίων. Κυριακή του Θωμά, τα Ξώλαμπρα, μεθαύριο Κυριακή, που τυχαίνει να μπαίνει ο Μάης. Και απ’ τον Μάη καλοκαίρι, όπως από τον Αύγουστο χειμώνας. Καλή Πρωτομαγιά!


Πτωτικές οι τάσεις στο ιικό φορτίο covid19 στα αστικά λύματα, την τελευταία εβδομάδα σ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας που ελέγχθηκαν. Είναι φανερό ότι πνέει τα λοίσθια ο καταραμένος ιός, μου είπε. Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες, του είπα. Τον όφη θωρείς την εντουρέ ντου ψάχνεις να βρεις; μου απάντησε δι’ ερωτήσεως. Δεν υπάρχει τέλος πριν το τέλος, του είπα…

«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;/ Γιατί; Γιατί;/ Αγέρας θα ‘ναι, λέει ο Γιάννης/ και περπατεί.// Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι/ βγάνει φωτιά./ Να ‘βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα/ μια ρεματιά!// Μες στο λιοπύρι, μες στον κάμπο/ να ένα δεντρί/ Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου/ δροσιά να βρει.// Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του/ και περπατεί!/ Δεν θ’ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,/ γιατί, γιατί; […] πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι/ Πότε ήρθε; πώς;/ Άγιε, σταμάτησε τον λόγκο/ που τρέχει εμπρός.// Άγιε τον δρόμο δεν τον βγάνω/- με τι καρδιά-/ θέλω να πέσω να πεθάνω,/ εδώ κοντά.// Πέφτει σαν δέντρο απ’ το πελέκι…/ βογκάει βαριά./ Μακριά του στάθηκε το δάσος/ πολύ μακριά.// Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,/ φωνή καμιά./ Στ’ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,/ στην ερημιά». Από το ποίημα “Η κατάρα του πεύκου” του Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Χανώτικα νέα (Παρασκευή 29.4.2022)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου