Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 25 Απριλίου 2022

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΙΚΟΙ ΗΧΟΙ 

Γράφει ο Σταύρος Καλαϊτζόγλου (https://www.stcloris.gr/?p=20452)




(Χαρά και τιμή για μένα η αναφορά με δημοσίευση αποσπασμάτων του διηγήματός μου ¨Η καμπάνα"  στο ξεχωριστό ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ "¨ΕΦΗΜΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ" του Σταύρου Καλαϊτζόγλου, μαζί με ένα ποίημα του αξέχαστου Γιώργη Μανουσάκη, σήμερα Δευτέρα της Λαμπρής! Από καρδιάς ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΕ, ΦΙΛΕ! Πάντα αναστάσιμος! Πάντα αναστάσιμοι, φίλοι μου! Χριστός ανεστη! )

 ΣΤΗΝ παγκόσμια ιστορία τίποτε δεν είναι δεδομένο. Κυριαρχεί το αιφνίδιο, τα πάντα μεταβάλλονται και ξαναρχίζουν: Την ισχύ ακολουθεί η παρακμή, τον πόλεμο η ειρήνευση, τον πλούτο η φτώχεια, την αφθονία η στέρηση, τη δόξα η διαπόμπευση, την ύβρη η τιμωρία, το ψέμα η αλήθεια, την αδικία η αποκατάσταση, το σκοτάδι το φως… Οι ιδεολογίες (φιλοσοφικά, κοινωνικά, οικονομικά συστήματα) έρχονται και παρέρχονται: αγωνιζόμαστε γι αυτές, μας γοητεύουν φανατίζοντάς μας, θυσιαζόμαστε, καταρρέουν, γίνονται ανάμνηση…

 

ΠΩΣ ΚΑΙ ΠΟΥ, λοιπόν, να στηρίξει ο άνθρωπος την ελπίδα του “καλύτερου” στη σύντομη ζωή του; Σημείο αναφοράς στις κάθε είδους καταιγίδες της ζωής, που δίνει απαντήσεις στα υπαρξιακά προβλήματά μας, θεωρείται ο Αναστημένος Χριστός! Έστω κι αν τον αρνούνται πολλοί. Εκείνο το αιώνιο “δεύτε λάβετε φως” που κάθε χρόνο ακούγεται “θορυβωδώς” αισιόδοξα τη νύχτα του Μ. Σαββάτου στις εκκλησίες μας, αποτελεί το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα για εμπόλεμους κι απόλεμους, για κραταιούς και ταπεινούς, για έχοντες και μη έχοντες…

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Γιώργης Μανουσάκης (1933-2008) μας φέρνει ενώπιον αυτού του θεωτικού “πνευματικού, βλεπομένου μακρόθεν” φωτός (1):

 

Το κοίλωμα όπου κατοικεί

πάνω απ’ την άβυσσο

τούτη η άδροση πέτρα, η αγέλαστη,

κάποτε, μεσ’ στα σκότη της νυκτός,

γίνεται ολόφεγγη, όταν την καταυγάζει

φως πνευματικόν, βλεπόμενον μακρόθεν”

 

Αφήνοντας κουλουριασμένο χάμω

το φυραγμένο σώμα, αναρπασμένος

απ’ τα φτερά του πόθου του

φέγγει κι ο ίδιος στην καρδιά της λάμψης”

 

ΣΤΑ 7 καλοδουλεμένα διηγήματά του (“Πότες θα κάμει ξεστεριά…”), ο συγγραφέας, σχολιογράφος και ποιητής Βαγγέλης Κακατσάκης, επιθυμώντας ν’ ανάδειξη τη διαχρονικότητα του επαναστατικού φρονήματος των Κρητικών -σύμφωνα με τις αφηγήσεις της γιαγιάς του- περιγράφει γλαφυρά την ψυχοσύνθεση πολλών Κρητών, επαναστατών ή μη, με κυρίαρχο στοιχείο την αγάπη τους για την ελευθερία. Μπορεί οι περισσότερες κρητικές επαναστάσεις να υπήρξαν ατελέσφορες, όμως ο πόθος, η προσδοκία, η βαθιά πίστη για την “ξεστεριά”-τη λευτεριά, στο τέλος δικαιώνονται στο άκουσμα του ανεπαίσθητου μα χαρμόσυνου “πρωτάκουστου ήχου” μιας καμπάνας (2):

…Ξηµέρωσε η µέρα της ΛαµπρήςΤέτοια µαύρη Λαµπρή δεν αναθυµούνται να ξηµέρωσε οι χωριανοί. (…) Κι αφού δεν είχαν ακούσει το «Χριστός Ανέστη», δεν έβλεπαν τον λόγο να βγούνε όξωΚλειδαµπαρώθηκαν στα σπίτια τους και το ριξαν στη συλλογήΝαιΟι περισσότεροι ήθελαν ακόµανα γενεί το θαύµαΚι ήταν έτοιµοι να το πιστέψουνΈτοιµοιαλλά τι να κάµει µια σταλιά ελπίδαέτσι που κρυβόταν κιόλας µέσα στον φόβο και στην ντροπή; (…) Κι αν δεν έβγαιναντοκαναν γιατί φοβόνταν µήπως τους σκοτώσουν κι αυτή τη λίγη ελπίδαΜα κι αυτοί που θελαν να τουρκέψουνδε βγήκαν… Θαθελε δυο µπόγια ο ήλιος να βασιλέψειόταν πρώτος ο Γιώργακας µαζί µε τη µάνα και τις αδερφάδες του άνοιξε την ξώπορτα του σπιτιού τους και βγήκε στον δρόµοΔεν άργησαν να τον µιµηθούν κι άλλοι και δεν πέρασε πολλή ώραπου όλοι οι χωριανοί σαν ναταν συνεννοηµένοι βγήκαν έξωκαι πήραν ν‘ ανηφορίζουν µε βαριά καρδιά, µια σταλιά η ελπίδακατά το κλησάκι τΆη-Γιώργηγια τη Διπλανάστασηγια το τέλος 

Στο πλάτωµα τΆη-Γιώργη τ‘ ανθρωποµάνι σιγά-σιγά πλήσιαινε κι οι λιγοστοί που έλειπαν ακόµα απτη σύναξηέρχονταν ολοέναχαιρετούσαν τον παπά κι ύστερα κάθονταν παρέες παρέες κι ανίµεναν. Ο παπάς καθισµένος στο πεζούλιυποδεχόταν τους χωριανούς πάντα µε τον ίδιο χαιρετισµόένα «Χριστός Ανέστη», ούτε ζεστό ούτε κρύοΚαι µόνο σαν χαιρετούσε τον Γιώργακαέκαµε τη φωνή του όσο µπορούσε πιο ζεστήπολύ ζεστήσαν τον καλοκαιριάτη ήλιοντάλα µεσηµέριΗταν το σηµάδι! (…)

Σαν συνάχτηκε ούλο το χωριόσηκώθηκε απ‘ το πεζούλι ο παπα-Μανόληςάνοιξε την πόρτα της εκκλησιάς και µπήκε µέσα. Όσοι πρόλαβαν τον µιµήθηκαν, οι πολλοί έµειναν απ‘ όξωΔεν ακουγόταν αναπνιά. Είχε πάρει ο καθένας τη θέση του και περίµενεΚαι µόνο ο Λαδάς µπαινόβγαινε σαν τον χάρο, κρατώντας στα χέρια του την κουλούρα· µε το κερί για να ζώσουν όπως έλεγε την εκκλησιά, αφού ο Χριστός δε θα’κανε το θαύµα του…

Ο παπάς φόρεσε στα γρήγορα τα ιερά άμφια και πήρε καιρόγέμισε η εκκλησιά λιβάνι και «Χριστός Ανέστη»! Ένα «Χριστός Ανέστη», πουγινε αμέσως γαμουλιώτικο τραγούδιίδιος άνεμος που ροβολά απ‘ τα ψηλώματα και ξεριζώνει δεντρά.

Ο παπάς ορθός στην Ωραία Πύληάφησε το τροπάρι στα στόματα των χωριανών του και καμάρωνεΚι οι χωριανοί έλεγαν πάλι και πάλι το «Χριστός Ανέστη» κι έβλεπαν τον παπά τους να ψηλώνεινα ψηλώνει και να ψηλώνουν κι αυτοί μαζί τουνα ψηλώνουν για πρώτη φορά στη ζωή τουςμέχρι πουνιωσαν πως η εκκλησία είναι τόσο χαμηλήο ουρανός τόσο κοντά τουςνα έτσι και να σήκωναν τα χέρια τουςθα τον άγγιζαντόσο είχαν ψηλώσει αυτοί ή τόσο χαμηλά είχε κατεβεί ο ουρανός! (…)

Κι ήταν τόση η έκστασή τουςπου κανείς δεν πήρε χαμπάρι τον παπάπουκανε νόημα του Γιώργακα και κανείςμα κανείςδεν κατάλαβε τον Γιώργακα που βγήκε με προφύλαξη απτην εκκλησιά… Ο παπάς είδε κι έπαθε να τους κάμει να πάψουνΚαι μόλις χαμήλωσαν οι φωνέςένας πρωτάκουστος ήχοςπου μοιαζε με τραγούδι απόκοσμοέφτασε στ‘ αυτιά τουςσαν να τραγουδούσαν άγγελοι.

 


-Καμπάναφώναξε θριαμβικά ο παπάς.

-Καμπάνααπάντησαν μ‘ ένα στόμα οι χωριανοί κι ας μην την είχαν ακουστά ποτές τουςΚι ένιωσαν ένα ρίγος πρωτόγνωρο κι αμέσως μια χαρά ανείπωτηπου ποτές τους δεν είχαν δοκιμάσει.

-Το θάμα!…Το Θάμα!…Το θάμα!… μουρμούρισαν πρώτες οι γυναίκες.

-Σωπάτεφώναξαν οι άντρεςΣωπάτε ν‘ ακούσομεΜα η καμπάνα είχε κιόλας σταματήσειΚι όμως σταυτιά τους αντηχούσε ακόμα η παραδείσια της μουσικήτο γλυκύτατο ντιν-ντανπου άκουγαν για πρώτη φορά 

-Άκουσεςρωτούσε ο ένας.

-Άκουσααπαντούσε ο άλλος.

-Το θάμα γίνηκεφώναζε μ‘ όλη της τη δύναμη μια γιαγιά κατοχρονίτισσα.

-Το σημάδι που ζητήσαμεέγινεΤο χωριό μας δεν έχει ανάγκη να τουρκέψειΧριστός Ανέστηχωριανοίβροντοφώναξε ο Ξενοπάτερος.

-Αληθώς Ανέστηαπάντησαν όλοι μ‘ ένα στόμα κι έκλαιγαν με δάκρυα χαράς.

-Ζει και βασιλεύει παιδιά μουφώναξε κι ο παπα-Μανόλης και κάρφωσε με σημασία τα μάτια του στον Γιώργακαπου έφτανε αυτή την ώρα στη θέση που χε αφήσει πριν λίγοόταν του γνεψε ο παπάς …”

 


 

… ΜΕ τη θριαμβική Ανάστασή Του, ο Χριστός προσέδωσε στην έννοια του ανθρώπινου χρόνου την αιωνιότητα, έφερε στη γη τον ουρανό, στον άνθρωπο την ελπίδα, στον κόσμο την αισιόδοξη ενατένιση των πραγμάτων· έστω κι αν γύρω μας βροντούν κανόνια και βρυχώνται τα “θεριά” ενός άγριου πολέμου ομοδόξων που δεν γνωρίζει εκεχειρία, ούτε καν την Ημέρα της Ανάστασης!

 

ΕΙΘΕ ο εαρινός αναστάσιμος γλυκασμός στο χωριό ή στην πόλη, στις ομόδοξες εμπόλεμες χώρες Ρωσία και Ουκρανία, μαζί με τον κρυφό λυτρωτικό ήχο της καμπάνας του “παπα-Μανόλη”, να διαποτίσουν ευεργετικά τις ψυχές μας…

Χριστός Ανέστη! (22-4-2022)


 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

-(1) Γ. Μανουσάκης, “Μέσα στο φως”, σ. 65, “Τα Ποιήματα”, (1967-2007), τ. Β’ Ανέκδοτα-Αθησαύριστα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013, σε φιλολογική επιμέλεια-επιλεγόμενα Αγγ. Καραθανάση-Μανουσάκη

-(2) Β. Κακατσάκης, “Πότες θα κάμει ξεστεριά…”, διηγήματα, (αποσπάσματα από: “Η Καμπάνα”, σελ. 34-37, έκδ. “Μουσείο Τυπογραφίας” και “Χανιώτικα νέα”, 2021.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου