Γράφει ο Σταύρος Καλαϊτζόγλου (https://www.stcloris.gr/?p=20452)
ΣΤΗΝ παγκόσμια ιστορία τίποτε δεν είναι δεδομένο. Κυριαρχεί το αιφνίδιο, τα πάντα μεταβάλλονται και ξαναρχίζουν: Την ισχύ ακολουθεί η παρακμή, τον πόλεμο η ειρήνευση, τον πλούτο η φτώχεια, την αφθονία η στέρηση, τη δόξα η διαπόμπευση, την ύβρη η τιμωρία, το ψέμα η αλήθεια, την αδικία η αποκατάσταση, το σκοτάδι το φως… Οι ιδεολογίες (φιλοσοφικά, κοινωνικά, οικονομικά συστήματα) έρχονται και παρέρχονται: αγωνιζόμαστε γι αυτές, μας γοητεύουν φανατίζοντάς μας, θυσιαζόμαστε, καταρρέουν, γίνονται ανάμνηση…
ΠΩΣ ΚΑΙ ΠΟΥ, λοιπόν, να στηρίξει ο άνθρωπος την ελπίδα του “καλύτερου” στη σύντομη ζωή του; Σημείο αναφοράς στις κάθε είδους καταιγίδες της ζωής, που δίνει απαντήσεις στα υπαρξιακά προβλήματά μας, θεωρείται ο Αναστημένος Χριστός! Έστω κι αν τον αρνούνται πολλοί. Εκείνο το αιώνιο “δεύτε λάβετε φως” που κάθε χρόνο ακούγεται “θορυβωδώς” αισιόδοξα τη νύχτα του Μ. Σαββάτου στις εκκλησίες μας, αποτελεί το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα για εμπόλεμους κι απόλεμους, για κραταιούς και ταπεινούς, για έχοντες και μη έχοντες…
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Γιώργης Μανουσάκης (1933-2008) μας φέρνει ενώπιον αυτού του θεωτικού “πνευματικού, βλεπομένου μακρόθεν” φωτός (1):
“Το κοίλωμα όπου κατοικεί
πάνω απ’ την άβυσσο
τούτη η άδροση πέτρα, η αγέλαστη,
κάποτε, μεσ’ στα σκότη της νυκτός,
γίνεται ολόφεγγη, όταν την καταυγάζει
“φως πνευματικόν, βλεπόμενον μακρόθεν”
Αφήνοντας κουλουριασμένο χάμω
το φυραγμένο σώμα, αναρπασμένος
απ’ τα φτερά του πόθου του
φέγγει κι ο ίδιος στην καρδιά της λάμψης”
ΣΤΑ 7 καλοδουλεμένα διηγήματά του (“Πότες θα κάμει ξεστεριά…”), ο συγγραφέας, σχολιογράφος και ποιητής Βαγγέλης Κακατσάκης, επιθυμώντας ν’ ανάδειξη τη διαχρονικότητα του επαναστατικού φρονήματος των Κρητικών -σύμφωνα με τις αφηγήσεις της γιαγιάς του- περιγράφει γλαφυρά την ψυχοσύνθεση πολλών Κρητών, επαναστατών ή μη, με κυρίαρχο στοιχείο την αγάπη τους για την ελευθερία. Μπορεί οι περισσότερες κρητικές επαναστάσεις να υπήρξαν ατελέσφορες, όμως ο πόθος, η προσδοκία, η βαθιά πίστη για την “ξεστεριά”-τη λευτεριά, στο τέλος δικαιώνονται στο άκουσμα του ανεπαίσθητου μα χαρμόσυνου “πρωτάκουστου ήχου” μιας καμπάνας (2):
“…Ξηµέρωσε η µέρα της Λαµπρής! Τέτοια µαύρη Λαµπρή δεν αναθυµούνται να ξηµέρωσε οι χωριανοί. (…) Κι αφού δεν είχαν ακούσει το «Χριστός Ανέστη», δεν έβλεπαν τον λόγο να βγούνε όξω. Κλειδαµπαρώθηκαν στα σπίτια τους και το ‘ριξαν στη συλλογή. Ναι! Οι περισσότεροι ήθελαν ακόµα, να γενεί το θαύµα. Κι ήταν έτοιµοι να το πιστέψουν. Έτοιµοι, αλλά τι να κάµει µια σταλιά ελπίδα, έτσι που κρυβόταν κιόλας µέσα στον φόβο και στην ντροπή; (…) Κι αν δεν έβγαιναν, το‘καναν γιατί φοβόνταν µήπως τους σκοτώσουν κι αυτή τη λίγη ελπίδα. Μα κι αυτοί που ‘θελαν να τουρκέψουν, δε βγήκαν… Θα‘θελε δυο µπόγια ο ήλιος να βασιλέψει, όταν πρώτος ο Γιώργακας µαζί µε τη µάνα και τις αδερφάδες του άνοιξε την ξώπορτα του σπιτιού τους και βγήκε στον δρόµο. Δεν άργησαν να τον µιµηθούν κι άλλοι και δεν πέρασε πολλή ώρα, που όλοι οι χωριανοί σαν να‘ταν συνεννοηµένοι βγήκαν έξω, και πήραν ν‘ ανηφορίζουν µε βαριά καρδιά, µια σταλιά η ελπίδα, κατά το κλησάκι τ‘Άη-Γιώργη, για τη Διπλανάσταση, για το τέλος …
Στο πλάτωµα τ‘Άη-Γιώργη τ‘ ανθρωποµάνι σιγά-σιγά πλήσιαινε κι οι λιγοστοί που έλειπαν ακόµα απ‘τη σύναξη, έρχονταν ολοένα, χαιρετούσαν τον παπά κι ύστερα κάθονταν παρέες παρέες κι ανίµεναν. Ο παπάς καθισµένος στο πεζούλι, υποδεχόταν τους χωριανούς πάντα µε τον ίδιο χαιρετισµό, ένα «Χριστός Ανέστη», ούτε ζεστό ούτε κρύο. Και µόνο σαν χαιρετούσε τον Γιώργακα, έκαµε τη φωνή του όσο µπορούσε πιο ζεστή, πολύ ζεστή, σαν τον καλοκαιριάτη ήλιο, ντάλα µεσηµέρι. Ηταν το σηµάδι! (…)
Σαν συνάχτηκε ούλο το χωριό, σηκώθηκε απ‘ το πεζούλι ο παπα-Μανόλης, άνοιξε την πόρτα της εκκλησιάς και µπήκε µέσα. Όσοι πρόλαβαν τον µιµήθηκαν, οι πολλοί έµειναν απ‘ όξω. Δεν ακουγόταν αναπνιά. Είχε πάρει ο καθένας τη θέση του και περίµενε. Και µόνο ο Λαδάς µπαινόβγαινε σαν τον χάρο, κρατώντας στα χέρια του την κουλούρα· µε το κερί για να ζώσουν όπως έλεγε την εκκλησιά, αφού ο Χριστός δε θα’κανε το θαύµα του…
Ο παπάς φόρεσε στα γρήγορα τα ιερά άμφια και πήρε καιρό, γέμισε η εκκλησιά λιβάνι και «Χριστός Ανέστη»! Ένα «Χριστός Ανέστη», που‘γινε αμέσως γαμουλιώτικο τραγούδι, ίδιος άνεμος που ροβολά απ‘ τα ψηλώματα και ξεριζώνει δεντρά.
Ο παπάς ορθός στην Ωραία Πύλη, άφησε το τροπάρι στα στόματα των χωριανών του και καμάρωνε. Κι οι χωριανοί έλεγαν πάλι και πάλι το «Χριστός Ανέστη» κι έβλεπαν τον παπά τους να ψηλώνει, να ψηλώνει και να ψηλώνουν κι αυτοί μαζί του, να ψηλώνουν για πρώτη φορά στη ζωή τους, μέχρι που‘νιωσαν πως η εκκλησία είναι τόσο χαμηλή, ο ουρανός τόσο κοντά τους, να έτσι και να σήκωναν τα χέρια τους, θα τον άγγιζαν, τόσο είχαν ψηλώσει αυτοί ή τόσο χαμηλά είχε κατεβεί ο ουρανός! (…)
Κι ήταν τόση η έκστασή τους, που κανείς δεν πήρε χαμπάρι τον παπά, που‘κανε νόημα του Γιώργακα και κανείς, μα κανείς, δεν κατάλαβε τον Γιώργακα που βγήκε με προφύλαξη απ‘την εκκλησιά… Ο παπάς είδε κι έπαθε να τους κάμει να πάψουν. Και μόλις χαμήλωσαν οι φωνές, ένας πρωτάκουστος ήχος, που ‘μοιαζε με τραγούδι απόκοσμο, έφτασε στ‘ αυτιά τους, σαν να τραγουδούσαν άγγελοι.
-Καμπάνα! φώναξε θριαμβικά ο παπάς.
-Καμπάνα! απάντησαν μ‘ ένα στόμα οι χωριανοί κι ας μην την είχαν ακουστά ποτές τους. Κι ένιωσαν ένα ρίγος πρωτόγνωρο κι αμέσως μια χαρά ανείπωτη, που ποτές τους δεν είχαν δοκιμάσει.
-Το θάμα!…Το Θάμα!…Το θάμα!… μουρμούρισαν πρώτες οι γυναίκες.
-Σωπάτε! φώναξαν οι άντρες. Σωπάτε ν‘ ακούσομε! Μα η καμπάνα είχε κιόλας σταματήσει. Κι όμως στ‘αυτιά τους αντηχούσε ακόμα η παραδείσια της μουσική, το γλυκύτατο ντιν-νταν, που άκουγαν για πρώτη φορά …
-Άκουσες; ρωτούσε ο ένας.
-Άκουσα! απαντούσε ο άλλος.
-Το θάμα γίνηκε! φώναζε μ‘ όλη της τη δύναμη μια γιαγιά κατοχρονίτισσα.
-Το σημάδι που ζητήσαμε, έγινε! Το χωριό μας δεν έχει ανάγκη να τουρκέψει! Χριστός Ανέστη, χωριανοί! βροντοφώναξε ο Ξενοπάτερος.
-Αληθώς Ανέστη! απάντησαν όλοι μ‘ ένα στόμα κι έκλαιγαν με δάκρυα χαράς.
-Ζει και βασιλεύει παιδιά μου! φώναξε κι ο παπα-Μανόλης και κάρφωσε με σημασία τα μάτια του στον Γιώργακα, που έφτανε αυτή την ώρα στη θέση που ‘χε αφήσει πριν λίγο, όταν του ‘γνεψε ο παπάς …”
… ΜΕ τη θριαμβική Ανάστασή Του, ο Χριστός προσέδωσε στην έννοια του ανθρώπινου χρόνου την αιωνιότητα, έφερε στη γη τον ουρανό, στον άνθρωπο την ελπίδα, στον κόσμο την αισιόδοξη ενατένιση των πραγμάτων· έστω κι αν γύρω μας βροντούν κανόνια και βρυχώνται τα “θεριά” ενός άγριου πολέμου ομοδόξων που δεν γνωρίζει εκεχειρία, ούτε καν την Ημέρα της Ανάστασης!
ΕΙΘΕ ο εαρινός αναστάσιμος γλυκασμός στο χωριό ή στην πόλη, στις ομόδοξες εμπόλεμες χώρες Ρωσία και Ουκρανία, μαζί με τον κρυφό λυτρωτικό ήχο της καμπάνας του “παπα-Μανόλη”, να διαποτίσουν ευεργετικά τις ψυχές μας…
Χριστός Ανέστη! (22-4-2022)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Γ. Μανουσάκης, “Μέσα στο φως”, σ. 65, “Τα Ποιήματα”, (1967-2007), τ. Β’ Ανέκδοτα-Αθησαύριστα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013, σε φιλολογική επιμέλεια-επιλεγόμενα Αγγ. Καραθανάση-Μανουσάκη
-(2) Β. Κακατσάκης, “Πότες θα κάμει ξεστεριά…”, διηγήματα, (αποσπάσματα από: “Η Καμπάνα”, σελ. 34-37, έκδ. “Μουσείο Τυπογραφίας” και “Χανιώτικα νέα”, 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου