«Mε τα ρούχα αιματωμένα,/ Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά/ Να γυρεύης εις τα ξένα/ Άλλα χέρια δυνατά.// Mοναχή το δρόμο επήρες,/ Εξανάλθες μοναχή·/ Δεν είν’ εύκολες οι θύρες/ Εάν η χρεία τες κουρταλεί.// Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,/ Αλ’ ανάσασιν καμιά·/ Άλλος σού έταξε βοήθεια,/ Και σε γέλασε φρικτά.// Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου,/ Οπού εχαίροντο πολύ,/ Σύρε να βρης τα παιδιά σου,/ Σύρε, ελέγαν οι σκληροί.// Φεύγει οπίσω το ποδάρι,/ Και ολογλήγορο πατεί,/ Ή την πέτρα ή το χορτάρι/ που τη δόξα σού ενθυμεί./ Tαπεινότατη σού γέρνει/ Η τρισάθλια κεφαλή,/ Σαν πτωχού που θυροδέρνει,/ Κι είναι βάρος του η ζωή.// Ναι· αλλά τώρα αντιπαλεύει/ κάθε τέκνο σου με ορμή,/ που ακατάπαυστα γυρεύει/ Ή τη νίκη ή τη θανή.// Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη/ των Ελλήνων τα ιερά,/ και σαν πρώτα ανδρειωμένη,/ Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!». Από τον “Ύμνον εις την Ελευθερίαν”.
«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·/ λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει./ Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·/ στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει·/ “Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;/ οπού συ μού ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει”». Από τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” (Σχεδίασμα Β).
«Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και συχνά ολημερνίς και κάποτε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ./ Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε./ Στην αρχή εντρεπόντανε νά βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες./ Και είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδα πολλά./ Ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψει για νά βγουνε./ Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς». Από τις “Μισολογγίτισσες” της “Γυναίκας της Ζάκυθος”.
«Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,/ και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες./ Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη./ Κοίτα τους λάκκους ! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;/ Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας./ Πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,/ και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,/ που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,/ που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,/ που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει». Από την “Ελληνίδα μητέρα”.
«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί/ όπου και να θολώνει ο νους σας/ μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό/ και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη./ Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα/ θ’ αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου/ με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη». Η συμβουλή που μας δίνει ο Οδυσσέας Ελύτης στο “Άξιον εστί”. Σήμερα, παραμονή της Εθνικής μας Γιορτής της 25ης Μαρτίου, «Μνημονεύομεν Διονύσιο Σολωμό»…
ΚΑΙ… ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ
«Ταχιά του Ευαγγελισμού γιορτάζουν στην Ελλάδα/ στη μάνα μας την Παναγιά ανάβουμε λαμπάδα», μας λέει η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη στην πρώτη σημερινή της μαντινάδα. «Θρησκευτική και εθνική γιορτή, μην το ξεχνούμε,/ τους ήρωες του έθνους μας πρέπει να τους τιμούμε», μας λέει στη δεύτερη. «Χρόνια πολλά στη Βαγγελιώ, όπως και στον Βαγγέλη,/ να ‘ναι η κάθε μέρα σας γλυκιά όπως το μέλι», μας λέει στην τρίτη. Εκ μέρους όλων των Ευάγγελων και των Ευαγγελιών το ευχαριστώ μου για τις ευχές σου, καλή μου μαντιναδολόγε. Και εκ μέρους όλων των αναγνωστών της στήλης για τις άλλες δύο. Αυτό έλειπε, να μη “μιλήσεις” για την αυριανή διπλή γιορτή! Πόσα μας θυμίζεις! Στον καθένα ξεχωριστά και σ’ όλους μαζί.
ΤΟ ΤΑΞΙΜΟ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΒΑΓΓΕΛΙΣΤΡΑ
Το ξέρω ότι το έχω ξαναγράψει κι άλλες φορές, αλλά… Διπλό το τάξιμο της μάνας μου στη Φρεδιανή Βαγγελίστρα για να αποκτήσει παιδί. Να το βγάλει στ’ όνομα της το ένα. Να πηγαίνει ξυπόλητη για σαράντα χρόνια, την παραμονή της Χάρης της, της μιας ώρας τον κακοτράχαλο δρόμο που οδηγούσε από τον Νίππο στον Φρε, το δεύτερο. Τα έκανε και τα δύο. Με το παραπάνω το δεύτερο. Γι’ άλλα εφτά χρόνια, όσο τη σήκωναν τα πόδια της, στη Φρεδιανή Βαγγελίστρα την οδηγούσαν τα βήματα της. Για μένα! Κοφτός ο ανήφορος… Έβρεχε βροχή δαρτή… Βουνά αξεπέραστα οι ασπάλαθοι κι οι βάτοι… Βαρύ το φορτίο που άφησε ο χρόνος… Σιγά τα δύσκολα!
Χανιώτικα νέα (Παρασκευή, 24.3.2023)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου