Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ


ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΤΕΛΕΙΑ
«…Να βρει κι η καταιγίδα εμένα για αντικλείδι»
Σταμάτης Κραουνάκης,
δημιουργός
Γράφει ο Ανέστης Καζάζης



Eπιστρέφω. Ρήμα ενεργητικό. Στρέφομαι γύρω από τον άξονά μου, μέχρι να εντοπίσω την τελευταία τελεία της προηγούμενης νύχτας. Η απαραίτητη σύνδεση με αυτό που προηγήθηκε. Ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν άσκοπες επαναλήψεις, παρελθοντικές κακοτοπιές και ήδη κατακτηθέντα. Επιστρέφω. Βλέμμα παθητικό. Ο ήλιος μέγας. Κι ο απένταντι τοίχος, τοίχος σαν πάντα.
Ξυπνάω. Αντί σφυγμού στον καρπό, ο ήχος του Σταμάτη. Εκείνο το γνώριμο μετέωρο άκουσμα. Βίαιο πέρασμα από σκληρό πιάνο σε γλυκιά λατέρνα. «Μοναδική πατρίδα, τα παιδικά μας χρόνια». Ξυπνάω παιδί. Κρύβω κάτω από το σεντόνι την πρώτη ντροπή, του πρώτου ανερμάτιστου ερωτικού αναβρασμού. Το σεντόνι, η ασφάλεια όλου του κόσμου. Είμαι το παιδί που δεν θέλει να πιεί γάλα, δεν θέλει να μάθει εξισώσεις, δεν θέλει να κάνει προσευχή, δεν θέλει να πει καλημέρα, δεν θέλει να σχεδιάσει ξανά χωρίστρα, δεν θέλει να χαμογελάσει δίπλα σε ασθμαίνουσες χύτρες κοκκινιστών. Είμαι το παιδί που γεννήθηκε στην εποχή του «δεν». Κι αυτό το ίδιο «δεν», μοιράζω απλόχερα.
Δρόμος πόλης. Ωριμη μέρα, άγουρη διάθεση. Στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, σημάδια μιας αυτάρεσκης εφηβείας, που ανά τακτά διαστήματα, επιμένει να επισκέπτεται μεσήλικα μάτια. Πρώτο χαμόγελο ημέρας. Να κάτι που ίσως να έχει σωθεί. Σταματώ σε διάβαση πεζών. Αμαχητί παραδoμένοι τουρίστες, κάτω απ’ το άπλωμα του ουρανού. Το φρύδι βρίσκει  καμπύλη σαρκασμού. Γιατί διακρίνω στο βλέμμα τους τη ζήλια. Όχι γιατί αυτοί δεν έχουν έναν τέτοιον ουρανό, αλλά γιατί γνωρίζουν καλά, πως όσο κι αν προσπαθήσουν, δεν θα μάθουν ποτέ να τον αντέχουν.
Βρίσκω κατάλληλο σημείο παρατήρησης. Φύση και άνθρωποι, το ένα να σπρώχνει το άλλο. Κι όλα μαζί, ισοπεδωμένα κάτω από το σύρσιμο της παντόφλας. Η εποχή της παντόφλας. Φτέρνες ζυγίζουν το άγριο του πλακόστρωτου, δάχτυλα διαφορών μεγεθών στο πέρα δώθε της περιήγησης, άτριχες γάμπες λόγω ηλικίας ή περιοδικού καλλωπισμού. Κοπέλες που σπουδάζουν να γίνουν γκόμενες. Παλληκαράκια που παρκάρουν ηχηρά σε τραπεζάκια καφετέριας τα τρία κάππα: Κλειδιά, καπνός, κινητό. Το τρίπτυχο της σύγχρονης νεανικής ταυτότητας. Σε μόνιμη προσπάθεια να χωρέσουν τον ανδρισμό τους σε άβολες καρέκλες σκηνοθέτη. Κι όλα γύρω σκηνοθετημένα. I love Greece! Ακίνδυνος παφλασμός στην αποβάθρα κρατάει ρυθμό Αιγαίου, γαλανόλευκη χαριεντίζεται σε καϊκάκι, λιγμός από μπουζούκι επιταχύνει το λιώσιμο της φράουλας στο χωνάκι, γειά σου, γειά μας, ντου γιου λάικ τζατζίκι και μουσακά; Ωραίος συνδυασμός! Να ’ρθει να δέσει το γιαούρτι με τη μπεσαμέλ, να ‘ρθει να σκάσει ο επισκέπτης. Μέχρι να γεμίσει το λιμάνι ηλιοκαμμένα μαγουλάκια και σκανδιναβικά ρεψίματα σκορδίλας.
Σου ανοίγει η όρεξη βρε παιδί μου. Τόσο που όλα πια έχουν να κάνουν με το λάδι της σαλάτας, το τραγανό της επικάλυψης του καλαμαριού, το ζουμερό της μπριζολάρας που ξαπλώνει ράθυμα δίπλα σε πατάτες που η θερινή χαρά βαφτίζει πατατούλες. Τόσο, που ξεχνάς που είναι ο Αλέξης, τι γκριμάτσα πρόβαρε ο Κυριάκος, ποια ξινίλα χτύπησε μετωπικά τη Φώφη, τον λόγο που ο Προκόπης χάρισε μια ακόμη υπογραφή διατάγματος. Σου φτιάχνει η διάθεση ρε φίλε. Πέρυσι τέτοιο καιρό, δεν ξέραμε αν θα μείνουμε ή αν θα βρεθούμε εκτός. Φέτος με σίγουρο το εντός, όλοι και όλα έξω. Εξω καρδιά, έξω πουκάμισα φαρδιά και μέσα ένας ψίθυρος μονάχα. Που η ώρα του ακόμα δεν έχει φτάσει για να εκφραστεί.
Αργότερα πια, βραδιάζω. Ρήμα αδόκιμο, παθητικό. Οπως παθητικά γλυστρούν οι μέρες αθωωμένες από ακλόνητο άλλοθι καλοκαιριού. Αλλάζω και τους συνδυασμούς των αστεριών κατά πως βολεύει την γεωγραφία της σκέψης μου. Γιατί γνωρίζω καλά ότι σε κάποια άχρονη στιγμή, με βρίσκει πάλι ο ψίθυρος του μεσημεριού που δεν ξεχάστηκε επαρκώς. «Χωρίς τελεία, καινούργια παράγραφο δεν μπορείς να ξεκινήσεις. Για να δω λοιπόν. Τι είδους τελεία θα βάλεις σήμερα;» με ρωτά. «Άνω τελεία» του απαντώ. «Κι αύριο βλέπουμε!».
Κι η νύχτα προχωρά. Κι η λογική σκαλώνει στο γρύλισμα των χωραφιών. Κι η πόλη σβήνει κάποια απ’ τα φώτα, να δώσει χώρο σε έρωτες που μεγαλώνουν μόνο σε ημίφως. Κι ακουμπώ το μυαλό στο μαξιλάρι. Και του ζητώ για άλλη μια φορά, να βρει αιτία καθαρή για γέννηση νέων ονείρων.

Χανιώτικα νέα (11.07.2016)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου