Ο ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ ΗΤΑΝ ΡΟΚ
Γράφει η Χρύσα Κακατσάκη
Eιδα για πρώτη φορά τη Στέλλα(φοιτήτρια ούσα) στην Αλκυονίδα σε ένα αφιέρωμα για τον φεμινιστικό κινηματογράφο, προτού το «φίλα με Μίλτο φίλα με» γίνει το σήμα κατατεθέν του ερωτικού πάθους, προτού το «Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι» γίνει το viral του χαβαλέ. Παρασυρμένη από την τελευταία σκηνή και τη λάμψη της Μελίνας που κατέκλυζε σαν θηλυκός τυφώνας την οθόνη, ούτε που πρόσεξα το όνομα του σκηνοθέτη. Το έμαθα λίγο αργότερα στο Κορίτσι με τα μαύρα, στη δεύτερη ταινία που ο Μιχάλης Κακογιάννης κατάφερε με τους πρωταγωνιστές του Έλλη Λαμπέτη και Δημήτρη Χορν να συνταιριάξει τις «Βερσαλλίες με τα Βίλια» σε ένα υποκριτικό μείγμα νιτρογλυκερίνης, έτοιμο να εκραγεί.
Ο Κακογιάννης ήταν ροκ, γιατί έπαιξε δυο φορές κρυφτό με το Χάρο, μια στους βομβαρδισμούς του Λονδίνου και μια όταν ταξίδεψε με χαλασμένο αεροπλάνο και πετώντας του κατάμουτρα το φτου ξελευτερία ήρθε στην Ελλάδα και μεταμόρφωσε μια λαϊκή τραγουδίστρια σε ανυπότακτη γυναίκα, μια αγνή χωριατοπούλα σε εύθραυστη πορσελάνη με αστική φινέτσα. Έναν τζαναμπέτη σταρ του Χολιγουντ σε μια ακατέργαστη πρώτη ύλη που υμνεί τη ζωή. Ηταν ροκ, γιατί ύψωσε το ανάστημα του στη Χούντα, και αυτοεξορίστηκε στο εξωτερικό απ’ όπου έδωσε τον αγώνα του. Γιατί τόσο ο Αττίλας του με θέμα την τουρκικη εισβολή στην γενέθλια Κύπρο όσο και η Γλυκιά πατρίδα που αναφέρεται στη δικτατορία του Πινοσέτ φτύνουν το σκοτάδι της βίας και του φασισμού που ανενδοίαστα βρυχάται.
Αν ο Κακογιάννης έκανε εξέταση DNA θα εύρισκαν πως είναι συγγενής με την Αντιγόνη του Σοφοκλή στη Στέλλα, με τον χαμηλόφωνο Τσεχωφ στο Τελευταίο Ψέμα, με τον Ευριπίδη που ανασταίνει στις Τρωάδες, την Ηλέκτρα και την Ιφιγένεια, με τον Φρόιντ γιατί φωτίζει όλες τις σκιές των οικογενειακών συγκρούσεων, την εσωτερική πάλη μεταξύ αισθήματος και καθήκοντος.
Το ότι άφησε πίσω του ένα ιδρυμα για τον πολιτισμό δεν είναι η τελευταία φράση στο πλούσιο βιογραφικό του. Eίναι η φυσιολογική κατάληξη ενός ήθους που υπηρέτησε χωρίς εκπτώσεις.
Γράφει η Χρύσα Κακατσάκη
Eιδα για πρώτη φορά τη Στέλλα(φοιτήτρια ούσα) στην Αλκυονίδα σε ένα αφιέρωμα για τον φεμινιστικό κινηματογράφο, προτού το «φίλα με Μίλτο φίλα με» γίνει το σήμα κατατεθέν του ερωτικού πάθους, προτού το «Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι» γίνει το viral του χαβαλέ. Παρασυρμένη από την τελευταία σκηνή και τη λάμψη της Μελίνας που κατέκλυζε σαν θηλυκός τυφώνας την οθόνη, ούτε που πρόσεξα το όνομα του σκηνοθέτη. Το έμαθα λίγο αργότερα στο Κορίτσι με τα μαύρα, στη δεύτερη ταινία που ο Μιχάλης Κακογιάννης κατάφερε με τους πρωταγωνιστές του Έλλη Λαμπέτη και Δημήτρη Χορν να συνταιριάξει τις «Βερσαλλίες με τα Βίλια» σε ένα υποκριτικό μείγμα νιτρογλυκερίνης, έτοιμο να εκραγεί.
Ο Κακογιάννης ήταν ροκ, γιατί έπαιξε δυο φορές κρυφτό με το Χάρο, μια στους βομβαρδισμούς του Λονδίνου και μια όταν ταξίδεψε με χαλασμένο αεροπλάνο και πετώντας του κατάμουτρα το φτου ξελευτερία ήρθε στην Ελλάδα και μεταμόρφωσε μια λαϊκή τραγουδίστρια σε ανυπότακτη γυναίκα, μια αγνή χωριατοπούλα σε εύθραυστη πορσελάνη με αστική φινέτσα. Έναν τζαναμπέτη σταρ του Χολιγουντ σε μια ακατέργαστη πρώτη ύλη που υμνεί τη ζωή. Ηταν ροκ, γιατί ύψωσε το ανάστημα του στη Χούντα, και αυτοεξορίστηκε στο εξωτερικό απ’ όπου έδωσε τον αγώνα του. Γιατί τόσο ο Αττίλας του με θέμα την τουρκικη εισβολή στην γενέθλια Κύπρο όσο και η Γλυκιά πατρίδα που αναφέρεται στη δικτατορία του Πινοσέτ φτύνουν το σκοτάδι της βίας και του φασισμού που ανενδοίαστα βρυχάται.
Αν ο Κακογιάννης έκανε εξέταση DNA θα εύρισκαν πως είναι συγγενής με την Αντιγόνη του Σοφοκλή στη Στέλλα, με τον χαμηλόφωνο Τσεχωφ στο Τελευταίο Ψέμα, με τον Ευριπίδη που ανασταίνει στις Τρωάδες, την Ηλέκτρα και την Ιφιγένεια, με τον Φρόιντ γιατί φωτίζει όλες τις σκιές των οικογενειακών συγκρούσεων, την εσωτερική πάλη μεταξύ αισθήματος και καθήκοντος.
Το ότι άφησε πίσω του ένα ιδρυμα για τον πολιτισμό δεν είναι η τελευταία φράση στο πλούσιο βιογραφικό του. Eίναι η φυσιολογική κατάληξη ενός ήθους που υπηρέτησε χωρίς εκπτώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου