Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

"ΣΑΝ ΕΤΟΙΜΟΣ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ ΣΑ ΘΑΡΑΛΛΕΟΣ"

«Σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος»… Μ’ αυτόν τον στίχο καλεί στο ποίημά του “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον”, ο Κ.Π. Καβάφης, τον κάθε Αντώνιο να αποχαιρετήσει την όποια Αλεξάνδρεια, την όποια “εξουσία” δηλαδή, χάνει. Τη δημαρχιακή καρέκλα, ας πούμε… Τον ίδιο στίχο, ωστόσο, μπορούμε, κατά τη γνώμη μου, να τον χρησιμοποιήσουμε και για να “υποδεχθούμε” τον κάθε Αντώνιο, όταν “κατακτά” την Αλεξάνδρεια, όταν “αξιωθεί” μια τέτοια πόλη, βάζοντας, ωστόσο, ερωτηματικό στο τέλος του “επίμαχου” στίχου. Είναι “έτοιμος από καιρό” και “θαρραλέος” ο όποιος Αντώνιος να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που αναλαμβάνει; Καθόλου ρητορικό το ερώτημα. «Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατείς στα κάρβουνα» για να το γράψω λαϊκά… Προς απόδειξη όλα, ανεξαρτήτως των όποιων προθέσεων.
Το πρώτο πράγμα που θα έκανα αν ήμουν δήμαρχος, έστω και για μια μέρα (το έχω ξαναγράψει αυτό) θα ήταν να αναρτήσω πίσω από το γραφείο μου μια καλαίσθητη επιγραφή με τα λόγια του αρχαίου ποιητή Αγάθωνα: «Τον άρχοντα τριών δει μεμνήσθαι: Πρώτον μεν ότι ανθρώπων άρχει, δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει και τρίτον ότι ουκ αεί άρχει». Μένω ιδιαίτερα στο τελευταίο. «Ουκ αεί άρχει», ο όποιος άρχοντας. Να μπορεί να περπατά με ψηλά το κεφάλι, όντας βέβαιος ό,τι έκανε ότι μπορούσε, και να τον χαιρετούν οι πεζοί όταν “ξεκαβαλικέψει”, για να θυμηθώ τη γνωστή λαϊκή ρήση, το ζητούμενο…
«Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες/ κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο/ ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην/ είχε ψυχή) καθόλου -έτσι είπαν-/ δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε/ κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,/ και τα ποδήματά του πέταξε/ τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά/ ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε./ Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός/ που όταν η παράστασις τελειώσει,/ αλλάζει φορεσιά και απέρχεται». Το ποίημα “Ο Βασιλεύς Δημήτριος” του Κ.Π. Καβάφη.
Σημείωση: Να έχουν επιτυχία όλοι οι περιφερειακοί, δημοτικοί και κοινοτικοί άρχοντες του τόπου μας που εκλέχτηκαν στις πρόσφατες εκλογές, η ευχή μου. Προς όφελος του τόπου μας και των ανθρώπων του.
Η ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΝΤΑΝΤΙΝΑΚΗ

«Ζωή πως με παράδωσες μ’ ένα φιλί στους δήμιους/ και τώρα ακούω το γέλιο σου παντού σαρκαστικό/ για μένα, που αποτόλμησα ψευτοευγενείς και τίμιους/ μες στη γενιά σου, να τους δω σαν υποστατικό./ Εγώ ήμουν ένας γνήσιος κι άγνωστος της γενιάς σου/ κ’ ήρθα χωρίς απαίτηση, μ’ όλους μαζί κι εγώ/ κι ούτε ποτέ σου ζήτησα δείγμα της συμπονιάς σου/ απ’ τα περίσσια χρέη μου, δίκαια ν’ απαλλαγώ./ Μα καθώς ήμουν κύριος άμαθος να δουλεύω/ και παιδική γαλήνευεν η δίκαιή μου ψυχή/ εκέρδισα το μίσος σου, Ζωή και το πιστεύω,/ τώρα που η δυστυχία μου στο γέλιο σου αντηχεί». Το ποίημα “Ζωή, πώς με παράδωσες” της Μαρίας Πολυδούρη.
Κατάμεστη από κόσμο η μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων του Πνευματικού Κέντρου Χανίων, κατά την προβολή της ταινίας “Η Μαρία Πολυδούρη στο Παρίσι του Μεσοπολέμου”, του συμπολίτη μας, καταξιωμένου και γνωστού ανά το πανελλήνιο σκηνοθέτη Κώστα Νταντινάκη, το βράδυ της 17ης Μαΐου. Κι ας ήταν παραμονές εκλογών κι “έτρεχαν” την ίδια περίπου ώρα, διάφορες προεκλογικές εκδηλώσεις. Να μην είναι μια «κοσμική συνάντηση, αλλά μια σύναξη απόδοσης τιμής, σε όσους απέδρασαν, νέοι κι ωραίοι συνειδητά ή ερήμην, από τον παράφορο κόσμο», η μόνη επιθυμία του Νταντινάκη, που επιμένει, πεισματικά και με συνέπεια, κόντρα σε κάθε λογής δυσκολίες να παράγει πολιτισμό (ας μου συγχωρηθούν οι όροι) και για τοπική κατανάλωση και για εξαγωγή. Πέραν κάθε προσδοκίας του η δικαίωση που έζησε… κοντά σ’ αυτόν και η ξεχωριστή Χανιώτισσα ηθοποιός Δέσποινα Πωλαναγνωστάκη που δάνεισε τη φωνή της στη Μαρία Πολυδούρη.
«Εκείνη η δονούμενη θολότητα της εικόνας στα ασπρόμαυρα πλάνα σου, τα έκανε να είναι έργα τέχνης υψηλής ευαισθησίας. Οι μικρές λεπτομέρειες, η δομή του έργου, όλα μαζί ήταν ένα κομψοτέχνημα». Ενα απ’ τις δεκάδες σχόλια που γράφτηκαν για την Πολυδούρη του Νταντινάκη στο βιβλίο των προσώπων, κι αυτό της γιατρού – συγγραφέα Καίτης Τσουρλάκη. Σ’ ευχαριστούμε και γι’ αυτή την πνευματική πανδαισία που ζήσαμε φίλε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου