Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΠΟΛΥ ΜΕ ΑΓΓΙΞΕ ΤΟ ΡΗΜΑ ΕΡΩΜΙΕΨΕ

Μίαν ημέραν έμαθαν οι Μοδιανοί έξαφνα ότι ο Σταμάτης Αλαφούζος εξηγόρασε τα πατρικά του κτήματα και μετ’ ολίγας ημέρας εγκατεστάθη εις το πατρικόν του σπίτι δίπλα εις το κονάκι του Αρίφη. Μία δε από τας πρώτας του φροντίδας ήτο να φέρει εξ Ακαράνου μίαν γουρούναν και 6-7 γουρουνόπουλα, τόσον θορυβώδη και αεικίνητα, ώστε ενόμιζες ότι εγέμισε χοίρους το χωριό. Και πράγματι εγέμισε διότι και όσοι εκ των Χριστιανών Μοδανιών δεν είχαν, αγόρασαν και όσοι τους είχαν δεμένους τους άφηναν ελεύθερους να περιφέρονται εις το χωριό και εις τους πέριξ αγρούς, να επισκέπτονται ενίοτε, το τουρκικόν καφενείον, να εισέρχονται εις τας τουρκικάς αυλάς, προς μεγάλην αγανάκτησιν και φρίκην των χανουμισσών, και ν’ αναστατώνουν τους λαχανόκηπους των αγάδων.

Τώρα πλέον μπουλούμπασης δεν υπήρχε και η εποχή του γιανιτσαρισμού είχεν απομακρυνθεί, ώστε εκινδύνευε να λησμονηθεί. Το Μόδι από τουρκοχώρι, μετεβάλλετο εις χριστιανοχώρι, διότι κατά την τελευταίαν επανάστασιν πολλοί των Τούρκων εφονεύθησαν ή εκόλλησαν εις τα Χανιά, τους Τούρκους δε διεδέχοντο Χριστιανοί εκ των ορεινών χωρίων, μιμηθέντες το παράδειγμα του Σταμάτη και αγοράζοντες τα πωλούμενα τουρκικά κτήματα. Όσον δε έβλεπεν τον χριστιανικόν πληθυσμόν του χωρίου αυξάνοντα και τον τουρκικόν ελαττούμενον, ο Σταμάτης εθριάμβευε. Και μίαν ημέραν είπε προς τον Αρίφην με μειδίαμα πειρακτικόν: «Άι, Aρίφ αγά, να ’ζιε ο ραμετλής ο μπαμπάς σου να δει το χωριό ετσά που γίνηκε!»
Ο Αρίφης εσκυθρώπιασε. «Πώς εγίνηκε;» είπε με φωνήν πνιγμένην. «Να, ρωμέικο, λωδά! Γιάδε, γιάδε!» Και με θριαμβευτικήν χειρονομίαν του έδειξε κοπάδι γουρουνόπουλα, τα οποία ήρχοντο ακολουθούντα την βραδυπορούσαν μητέρα των. Ο Αρίφης, όμως παρετήρησε τα γουρουνόπουλα χωρίς να πτύσει ή να βλασφημήσει, ως ο πατέρας του. «Αν έζιε ο μπαμπάς σου», προσέθηκεν ο Σταμάτης, «θα ‘σκαζε!».

Αλλ’ όσον έβλεπε ότι ο Αρίφης, αντί να θυμώνει, εφαίνετο μάλλον λυπούμενος από τα πειράγματά του, του Σταμάτη το πείσμα εμετριάζετο. Και εγκατέλειψε μίαν εκδίκησιν την οποία εσχεδίαζε προ πολλού˙ να στείλει την ημέρα του Μπαϊραμιού ως δώρον προς τον υιόν του Κερίμ αγά το καλύτερόν του χοιρίδιον. Αλλ’ ουδέποτε ίσως η ψυχή του Σταμάτη εχάρη όσον κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων, ότε το Μόδι αντελάλησεν από κραυγάς χοίρων σφαζόμενων. Δια να εντείνει την αγαλλίασίν του αυτός επανέλεγε γελών κι από τ’ αυτιά, κατά το λεγόμενον: «Σήμερο μόνο το κατάλαβα πώς το Μόδι ερώμιεψε!». Πάντοτε δε είχε την ιδέαν ότι, μεθ’ όλην την απάθειαν την οποίαν εδείκνυε ο Αρίφης, ενδομύχως έσκαζε. Δεν ήτο και μικρό να του σφάξει δύο χοίρους μπρος την πόρτα τους. Αλλά μετά τινάς ημέρας ο Αρίφης, επιστρέφων από τα Χανιά, εσταμάτησεν έφιππος προ της θύρας του Σταμάτη. «Καλησπέρα, γείτονα», είπε προς τον εμφανισθέντα Σταμάτην. «Φέρε κρασί να με κεράσεις… Είμαι στα κέφια μου απόψε». Ο Σταμάτης εκινήθη δια να φέρει κρασί, αλλ’ ο Αρίφης τον εσταμάτησε. «Κι ένα καλό μεζέ!».

Έπειτα έσκυψεν εκ του εφιππίου και είπε χαμηλοφώνως: «Ένα κομμάτι… λουκάνικο!» Το τελευταίο μέρος του διηγήματος «Πώς ερώμιεψε το χωριό» του Ιωάννη Κονδυλάκη.

«Όταν… ήσουν δάσκαλος», ο τίτλος ενός ξεχωριστού στο είδος του βιβλίου που έγραψε πριν από 10 χρόνια (Εκδόσεις “Έρεισμα”) ο και καλός μου φίλος, δάσκαλος – ποιητής Μανόλης Λεφάκης, με υπότιτλο “Κοινωνικοεκπαιδευτικά δρώμενα στον Ι. Κονδυλάκη”. “Όταν ήμουν δάσκαλος” ο τίτλος ενός απ’ τα πιο γνωστά διηγήματα του σπουδαίου Βιανίτη λογοτέχνη που διέπρεψε και ως δημοσιογράφος και θεωρείται ο πατέρας του ελληνικού χρονογραφήματος. Ναι! Υπηρέτησε και τη Δασκαλοσύνη ο συγγραφέας του “Πατούχα”, για μια σχολική χρονιά (1885-1886), όταν αποδέχθηκε, όντας 23 χρονών, για οικονομικούς λόγους μια θέση δημοδιδασκάλου στο Μόδι Κυδωνίας.

Ν’ αρχίσω τις σημερινές Στάσεις μ’ ένα απόσπασμα απ’ το διήγημά του “Όταν ήμουν δάσκαλος” η πρώτη σκέψη μου, όταν αποφάσισα να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα στον Ιωάννη Κονδυλάκη για τα 100 χρόνια απ’ το θάνατό του – πέθανε 25 Ιουλίου 1920 στο Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου. Όταν “συνάντησα” το διήγημά του “Πώς ερώμιεψε το χωριό”, άλλαξα, ωστόσο, γνώμη. Ότι καλύτερο ν’ αρχίσω μ’ αυτό, παραθέτοντας ένα μεγάλο μέρος του. Πολύ με “άγγιξε” τούτο το διήγημα του και συναδέλφου μου στη Δασκαλοσύνη. Ιδιαίτερα το ρήμα “ερώμιεψε” που έχει υποκείμενό του το χωριό που ήταν δάσκαλος… Έτσι “δοσμένο” στον αόριστο…

Χανιώτικα νέα (Παρασκευή, 7 Αυγούστου 2020)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου