Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ

Ο ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΕΠΕΚΤΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΟΒΑΡΑ ΛΑΘΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ


Ο Ελ. Βενιζέλος μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923)

Γράφει ο Νικόλαος Εμμ. Παπαδάκης*

Η Συνθήκη της Λωζάννης, ζωτικό θεμέλιο της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας

Στη δεκαετία 1912-1922 η αναμέτρηση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων έφθασε στην κορύφωσή της. Ούτε κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821 το ρήγμα μεταξύ των δύο Εθνών είχε χαραχθεί τόσο βαθιά. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή οι μεν Έλληνες είδαν με θλίψη το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας να σβήνει και οι Τούρκοι, αντικρίζοντας τον χάρτη της Συνθήκης των Σεβρών, ένιωθαν πόσο κοντά είχαν φθάσει σε έναν κρατικό εκμηδενισμό. Στη Λωζάννη, όπου συνήλθε η διάσκεψη της Ειρήνης, η ηττημένη και εξουθενωμένη από τη μεγάλη καταστροφή Ελλάδα, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια αλαζονική και εκδικητική Τουρκία.
Οι μελαγχολικές κρίσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως τις περιγράφουν οι παρευρισκόμενοι στη διάσκεψη, εξέφραζαν απόλυτα την εφιαλτική απειλή ακρωτηριασμού και εθνικής εξουθένωσης που αντιμετώπιζε η Ελλάδα. Οι Τούρκοι προσήλθαν στις διαπραγματεύσεις με εξωφρενικές αξιώσεις. Διεκδικούσαν τη Δυτική Θράκη και πρότειναν δημοψήφισμα. Απαιτούσαν την επιστροφή των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ ήταν ανυποχώρητοι στην εκδίωξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα ζητούσαν την παράδοση του πολεμικού στόλου της Ελλάδας, τον μισό ελληνικό εμπορικό στόλο, την ελαιοπαραγωγή της Λέσβου για πολλά χρόνια κ.ά. Τίποτα από αυτά δεν κέρδισαν και η Συνθήκη της Λωζάννης, που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923, αποτέλεσε τον κορυφαίο από τους διπλωματικούς θριάμβους του Ελευθερίου Βενιζέλου σε μια συγκυρία εντελώς αρνητική: ας μην ξεχνούμε ότι προηγουμένως η Ελλάδα είχε υποστεί μια συντριπτική στρατιωτική ήττα στη Μικρασία. Σήμερα η Συνθήκη αποτελεί για την Ελλάδα ένα ζωτικής σημασίας διεθνές νομικό κείμενο, πάνω στο οποίο έχουν θεμελιωθεί τα σύνορά της, αλλά και τα επιχειρήματά της έναντι των Τούρκων. Δεν είναι τυχαίο πως στις μέρες μας η τουρκική ηγεσία -με πρωτεργάτη τον Ερντογάν- αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λωζάννης (την αποκαλεί «ανήθικο έγγραφο») και κατηγορεί ανοικτά τον Κεμάλ Ατατούρκ και τον Ισμέτ Ινονού για αδικαιολόγητες παραχωρήσεις προς τους Έλληνες στη διάρκεια της διάσκεψης.
Σε ό,τι αφορά την ανταλλαγή των πληθυσμών, αυτή συμφωνήθηκε με ξεχωριστή σύμβαση τον Ιανουάριο του 1923. Στην πραγματικότητα αυτή είχε συντελεσθεί, διότι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης είχαν ήδη εγκαταλείψει τις πατρίδες τους και είχαν καταφύγει στην Ελλάδα. Στη Λωζάννη δεν ρυθμίσθηκαν μόνο οι ελληνοτουρκικές διαφορές, αλλά και οι σχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με την Τουρκία. Ειδικότερα, καταργήθηκαν οι διομολογήσεις, και ο διεθνής οικονομικός έλεγχος, ενώ μεταγενέστερα τακτοποιήθηκε το ζήτημα του οθωμανικού χρέους. Σημαντική απώλεια για την Τουρκία ήταν η Μοσούλη με τα πετρέλαιά της, καθώς και τα στενά των Δαρδανελλίων που αποστρατιωτικοποιήθηκαν και τέθηκαν υπό τον έλεγχο διεθνούς επιτροπής.

Η «ναυαγιαίρεση» μιας ανυπόληπτης και απομονωμένης χώρας
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή η Ελλάδα έπαυσε να είναι η ισχυρή χώρα, που με τη Συνθήκη των Σεβρών, έτεινε να εξελιχθεί σε μεγάλη δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου. Τώρα πια ήταν υποχρεωμένη να περισυλλέξει τα ναυάγιά της, να στεγάσει, να θρέψει και να περιθάλψει εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, θύματα της φοβερότερης καταστροφής που γνώρισε ο Ελληνισμός στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα και δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο από μια γενικευμένη πολιτική αστάθεια, που συνοδεύθηκε από στρατιωτικά πραξικοπήματα και τη δικτατορία του Πάγκαλου.
Όταν το 1928 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανήλθε στην εξουσία η Ελλάδα ήταν μια χώρα διεθνώς ανυπόληπτη, απομονωμένη και διατηρούσε κάκιστες σχέσεις με όλους τους γείτονές της στα Βαλκάνια: η Γιουγκοσλαβία διεκδικούσε μερίδιο κυριαρχίας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η Βουλγαρία διατηρούσε αλυτρωτικές βλέψεις τουλάχιστον στη Δυτική Θράκη και
οι σχέσεις με την Τουρκία χειροτέρευαν καθημερινά εξαιτίας σοβαρών εκκρεμοτήτων που αφορούσαν τις συμφωνίες υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών, τις περιουσίες των ανταλλάξιμων και την τύχη των μειονοτήτων που είχαν παραμείνει στις δύο χώρες.
Πρώτη πράξη του Βενιζέλου ήταν η αναθέρμανση των σχέσεων με το Λονδίνο και
το Παρίσι. Ταυτόχρονα υπογράφτηκε το ελληνοϊταλικό σύμφωνο φιλίας του 1928, που υποχρέωσε τη Γιουγκοσλαβία να εγκαταλείψει τις εξωφρενικές της απαιτήσεις στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και την Τουρκία να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όμως, πριν να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, ο Βενιζέλος, με επιστολή του προς τον Τούρκο πρωθυπουργό, ζήτησε έγγραφη και ρητή δέσμευση ότι η Τουρκία δεν είχε εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα. Η θετική απάντηση του Ισμέτ Ινονού, ότι η Άγκυρα δεν είχε βλέψεις κατά της Ελλάδας, έδωσε το έναυσμα για την έναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων.
Η συμφωνία της Άγκυρας τον Ιούνιο του 1930, η επίσκεψη του ίδιου του Βενιζέλου στην τουρκική πρωτεύουσα τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου και το σύμφωνο φιλίας που υπογράφηκε έδωσαν μια αισιόδοξη προοπτική στις σχέσεις των δύο χωρών. Οι ελπίδες δεν είναι βέβαιο ότι επαληθεύθηκαν. Πάντως, όσο ζούσε ο Κεμάλ Ατατούρκ, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βελτιώθηκαν αισθητά. Μετά τον θάνατό του, το 1938, οι επίγονοί του άρχισαν να εγκαταλείπουν σταδιακά τους στόχους της ελληνοτουρκικής φιλίας, όπως τις είχαν θεμελιώσει ο Βενιζέλος με τον Κεμάλ και να ασπάζονται τα νεοθωμανικά όνειρα. Προς την κατεύθυνση αυτή βοήθησαν οι αστοχίες και τα σοβαρά λάθη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. 

Η Ελλάδα, αμυντικό οχυρό της Τουρκίας – Οι χαμένες ευκαιρίες για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την Κύπρο
Οι αντίπαλοι του Βενιζέλου, δημαγωγώντας ασύστολα, επέκριναν τις συμφωνίες του με τους Τούρκους. Σε ελάχιστο, όμως, χρόνο μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τους ίδιους όχι μόνο θα υιοθετήσουν την πολιτική του αλλά με κορυφαίο τον Μεταξά θα προβούν σε αδικαιολόγητες παραχωρήσεις προς την Άγκυρα, οι οποίες σε κάθε περίπτωση ήταν αδιανόητες όσο κυβερνούσε ο Βενιζέλος.
Στο μεταξύ, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 αρχίζει δειλά δειλά να επανεμφανίζεται στην Τουρκία το ρεύμα του παντουρκισμού, που μαζί με τις θεωρίες του τουρανισμού εξέφραζαν μια επεκτατική πολιτική με τελικό στόχο την ανάκτηση των χαμένων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κορυφαίο εμπόδιο στις βλέψεις αυτές ήταν η Συνθήκη της Λωζάννης και ειδικά οι διατάξεις που αφορούσαν το Αιγαίο, την Κύπρο, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και τα Στενά των Δαρδανελλίων.
Πρώτο βήμα της Άγκυρας, προς την κατεύθυνση αυτή, ήταν η αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών. Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι το στρατηγικό αυτό προπύργιο παρέμενε υπό τον έλεγχο των Άγγλων. Ο σκληρός ανταγωνισμός Λονδίνου και Μόσχας και η επέμβαση της Ιταλίας στην Αιθιοπία ευνόησαν τους Τούρκους και υποχρέωσαν Άγγλους, Γάλλους και Σοβιετικούς όχι μόνο να τους επιστρέψουν τα Στενά, αλλά να συμφωνήσουν και στην επαναστρατιωτικοποίηση τους. Τον Ιούλιο του 1936 συνήλθε στο Μοντραί της Ελβετίας η διάσκεψη που όρισε το νέο νομικό καθεστώς, που αντικατέστησε τη σύμβαση της Λωζάννης του 1923, για τα Στενά. Στη νέα σύμβαση απαραίτητη ήταν η υπογραφή της Ελλάδας, η οποία όχι μόνο υπέγραψε, αλλά και υποστήριξε με πάθος τις θέσεις των Τούρκων.
Και τα συμφέροντα της Ελλάδας; Αυτά λησμονήθηκαν σκανδαλωδώς. Ενώ η Τουρκία επανέκτησε την κυριαρχία των Στενών και πέτυχε την στρατιωτικοποίηση της Ίμβρου και της Τενέδου, αντιθέτως δεν υπήρξε καμία αναφορά στην αμυντική θωράκιση της Λήμνου και της Σαμοθράκης, μολονότι τα δύο αυτά ελληνικά νησιά ανήκουν στο ίδιο νομικό καθεστώς που είχε συμφωνηθεί στη Λωζάννη το 1923. Ήταν ένα βαρύ διπλωματικό σφάλμα της κυβέρνησης του Ιωάννου Μεταξά, το οποίο η Ελλάδα το πληρώνει μέχρι σήμερα, δεδομένου ότι η Τουρκία αμφισβητεί το δικαίωμα αμυντικής θωράκισης των δύο νησιών. Βέβαια, ελληνικές κυβερνήσεις, αντικρούουν τους τουρκικούς ισχυρισμούς, επικαλούμενες μια προφορική δήλωση του τότε Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Ρουστού Αράς , ο οποίος αποδέχθηκε τη μελλοντική στρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης. Όμως η απουσία οποιασδήποτε μνείας στην ίδια τη Συνθήκη του Μοντραί αδυνατίζει τη θέση της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση Μεταξά έχασε τότε μια σπάνια ευκαιρία να θωρακίσει αμυντικά, με τη συναίνεση της Τουρκίας, τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, αλλά και την άλλη συστάδα των νησιών (Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία), που εν πάση περιπτώσει γι’ αυτά ο Βενιζέλος είχε πετύχει καθεστώς μερικής αποστρατιωτικοποίησης, με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Στην κρίσιμη διάσκεψη του Μοντραί η Τουρκία εξαρτιόταν απόλυτα από την υπογραφή της Ελλάδος. Η ελληνική πλευρά όχι μόνο δεν διανοήθηκε να «πουλήσει» την υπογραφή της, αλλά ούτε καν ζήτησε μια μελλοντική διευθέτηση ενός τόσο κρίσιμου ζητήματος.
Η στάση του Μεταξά μπορεί να εξηγηθεί από τις εσωτερικές και τις διεθνείς εξελίξεις. Στην Ελλάδα, ένα χρόνο νωρίτερα, το 1935, είχε επανέλθει η Μοναρχία και στον βασιλικό θρόνο είχε ανέλθει ο Γεώργιος Β΄, πρόσωπο απόλυτα εξαρτημένο από τη Βρετανία, η οποία, ενόψει της γερμανικής απειλής και του ανταγωνισμού με τη Σοβιετική Ένωση, επειγόταν πλέον να διευθετήσει το ζήτημα των Στενών και να κερδίσει με το μέρος της την Τουρκία. Για την Ελλάδα περιθώριο διαπραγμάτευσης υπήρχε. Όμως από τη στιγμή που σε δεκαπέντε μέρες από τη Συνθήκη του Μοντραί ο Μεταξάς από κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός θα μεταβαλλόταν σε δικτάτορα, η συναίνεση τόσο του βασιλιά όσο και των Άγγλων ήταν απαραίτητη για την κήρυξη της δικτατορίας.
Στην περίπτωση του Μεταξά η ειρωνεία της ιστορίας, έγινε σαρκασμός. Ο ίδιος άνθρωπος από φανατικός γερμανόφιλος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τώρα είχε μεταστραφεί, στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε εξίσου φανατικό αγγλόφιλο. Όταν ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα Μακβή τον ρώτησε για την εξωτερική του πολιτική, έλαβε την εξής εκπληκτική απάντηση: «Είμαστε με τις δυτικές δυνάμεις, διότι αυτό είναι το συμφέρον μας και διότι αυτό είναι το συμφέρον των συμμάχων μας των Τούρκων». Εν τούτοις στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου όταν η Ελλάδα και η Βρετανία ήταν οι μοναδικές χώρες που αντιστέκονταν στη φασιστική λαίλαπα, ο βασιλιάς και ο Μεταξάς δεν εκμεταλλεύτηκαν τη συμμαχία με την Αγγλία και δεν έθεσαν ούτε μια φορά το Κυπριακό στους Άγγλους. Μολονότι η συγκυρία ήταν ευνοϊκή, δεν ζήτησαν έστω μια δεσμευτική δήλωση για το μέλλον της Κύπρου. Αναμφισβήτητα μια σπάνια ευκαιρία για το Κυπριακό είχε χαθεί, ενώ λίγο αργότερα η καλά πληροφορημένη Άγκυρα εκδήλωσε προς τους Άγγλους πλήρη αντίθεση για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Οι ψευδαισθήσεις του Μεταξά, για την ειλικρίνεια των Τούρκων, τον οδήγησαν στην υπογραφή, τον Απρίλιο του 1938, μιας πρωτοφανούς στα παγκόσμια διπλωματικά χρονικά, συμφωνίας που δέσμευε αποκλειστικά και μόνο τη χώρα μας: Ελλάδα και Τουρκία δεσμεύονταν να αντισταθούν με τα όπλα εναντίον τρίτης δύναμης που θα επιχειρούσε να χρησιμοποιήσει το έδαφός τους για να επιτεθεί εναντίον της μίας από τις δύο συμβαλλόμενες χώρες. Όμως σύμφωνα με τα γεωγραφικά και τα διεθνή δεδομένα, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί από τρίτη δύναμη το τουρκικό έδαφος για επιχειρήσεις εναντίον της Ελλάδος· μπορούσε να συμβεί μόνο το αντίθετο. Η συμφωνία αυτή, ενόψει του γερμανικού κινδύνου, μπορεί να ικανοποιούσε τους Άγγλους και να σταθεροποιούσε τη δικτατορία του Μεταξά, στην πραγματικότητα όμως μετέβαλε την Ελλάδα σε αμυντικό οχυρό της Τουρκίας. 

Η ουδέτερη Τουρκία στρέφεται κατά των γειτόνων της
Ακριβώς την ίδια περίοδο η Τουρκία άρχισε να εκδηλώνει τις ιμπεριαλιστικές της διαθέσεις απέναντι στους γείτονές της. Η επανάκτηση της κυριαρχίας των Στενών αύξησε το πολιτικό της γόητρο και την ανέδειξε σε παράγοντα της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε, ταυτόχρονα, διαπραγματεύσεις με τους Αγγλογάλλους και τους Γερμανούς ζητώντας ως αντάλλαγμα τη Συρία, το Ιράκ, μέχρι και την Αίγυπτο. Στη διάρκεια του πολέμου ο κατάλογος μεγάλωσε. Στις διεκδικήσεις προστέθηκαν τα Δωδεκάνησα, η Κύπρος και νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ακόμα ζητούσαν αλλαγή συνόρων με τη Βουλγαρία, έλεγχο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και της Αλβανίας. Στο μεταξύ, το 1938, με άδεια της Γαλλίας, ο τουρκικός στρατός κατέλαβε την Αλεξανδρέττα, μολονότι ο αραβικός πληθυσμός ήταν πολυπληθέστερος. Η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε τότε εγγυήσεις από τους Τούρκους ότι δεν θα καταλάβουν άλλα εδάφη της Συρίας και η Τουρκία αρνήθηκε να τις δώσει.
Ταυτόχρονα με το ξέσπασμα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, η Τουρκία ξεκινά ένα σκληρό πόκερ με τους δύο αντίπαλους συνασπισμούς. Οι Τούρκοι, αν και υπογράφουν με τους Αγγλογάλλους, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας σε περίπτωση εχθροπραξιών στη Μεσόγειο αρνήθηκαν να την εφαρμόσουν μετά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Και βέβαια όταν ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, οι Τούρκοι, μολονότι, σύμφωνα με τη συνθήκη, ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων επικαλέσθηκαν ουδετερότητα. Και ως να μην έφθανε αυτό, λίγο πριν από την επίθεση της Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης υπέγραψαν σύμφωνο μη επιθέσεως με τους Γερμανούς. Ταυτόχρονα διαβεβαίωναν το Βερολίνο ότι ήταν σε θέση να εξεγείρουν τους Τουρκομάνους που κατοικούσαν στη Σοβιετική Ένωση.
Όταν φάνηκε ότι η Γερμανία έχανε τον πόλεμο, οι Τούρκοι προσέγγισαν τους Άγγλους και τους ζήτησαν να καταλάβουν τα Δωδεκάνησα, τα οποία διατελούσαν υπό ιταλική κατοχή. Εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι, στην κορύφωση του Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στάλιν εμφανίσθηκε ικανοποιημένος από την ουδετερότητα της Τουρκίας. Και μάλιστα πρότεινε στον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών Ηντεν να ανταμείψουν τους Τούρκους με την παραχώρηση των Δωδεκανήσων. Η Τουρκία, ως ένας «επιτήδειος ουδέτερος», κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας μόλις τέσσερις μήνες πριν από την ήττα των Γερμανών. Δεν πέτυχε εδαφικά κέρδη, όπως επεδίωκε, κατόρθωσε όμως να αποφύγει τις καταστροφές του πολέμου. Επιπλέον αποκόμισε τεράστια οικονομική και στρατιωτική βοήθεια τόσο από τους Άγγλους όσον και από τους Γερμανούς. Οπωσδήποτε πριν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο είχε δύο μεγάλες επιτυχίες: την επανάκτηση των Στενών και την κατάληψη της Αλεξανδρέττας.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η θέση της ήταν δεδομένη. Ο Μεταξάς, εν ονόματι της επιβίωσης του διδακτορικού καθεστώτος του, προσδέθηκε άνευ όρων στο βρετανικό άρμα. Χωρίς προηγουμένως να εξασφαλίσει από τους Άγγλους έστω και τις ελάχιστες εγγυήσεις για την ασφάλεια και την αμυντική θωράκιση της χώρας, και με κορυφαίο παράδειγμα την Κρήτη, την άφησε ακάλυπτη απέναντι στον γερμανοϊταλικό άξονα. Η Ελλάδα, αντί της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου, ακολούθησε πλέον μοναχικά μονοπάτια, εγκατέλειπε μόνη της τον στρατηγικό της ρόλο και επέλεγε την καθόλου επίζηλη θέση να αποτελεί ένα οχυρό της Τουρκίας. Τη «γενναιοδωρία» αυτή η Άγκυρα την αντάμειψε με μια συμφωνία που υπέγραψε με τη Βουλγαρία τον Φεβρουάριο του 1941, όταν η Ελλάδα περνούσε δύσκολες ώρες. Με κυνισμό καθησύχαζε τους Γερμανούς ότι δεν θα αντιδρούσε εάν χρησιμοποιούσαν το βουλγαρικό έδαφος για να επιτεθούν κατά της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα άναβε πράσινο φως για τη βουλγαρική βουλιμία εις βάρος των ελληνικών εδαφών.
Αλλά και όταν η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Γερμανοϊταλούς η Άγκυρα δεν δίστασε να επιβάλει έναν εξοντωτικό φόρο περιουσίας, το «βαρλίκ» στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Όσοι δεν μπορούσαν να τον πληρώσουν κατέληγαν σε καταναγκαστικά έργα στα βάθη της Μικράς Ασίας και η περιουσία τους δημευόταν.
Είναι αναμφισβήτητο ότι τη συμμετοχή της στον πόλεμο η Ελλάδα την πλήρωσε με μεγάλες θυσίες, βαρύ φόρο αίματος και με έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Το μοναδικό της κέρδος ήταν η επανάκτηση των Δωδεκανήσων.

1936 – 2020: Ωσάν να μην άλλαξε τίποτα στην πολιτική της Τουρκίας
Το συμπέρασμα είναι ότι το χρονικό διάστημα από το 1936 ως το 1945 εκδηλώθηκαν, για πρώτη φορά, οι εξωφρενικές διεκδικήσεις της Άγκυρας και η επεκτατική της πολιτική στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο, τον Καύκασο, τη Συρία και το Ιράκ. Σήμερα ο Ερντογάν τις επαναφέρει κατά τρόπο εμφαντικό και θρασύ. Οι ελληνικές ηγεσίες, σε Αθήνα και Λευκωσία, που διαχειρίσθηκαν τις τύχες του Ελληνισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υποτίμησαν αδικαιολόγητα τον τουρκικό κίνδυνο, και μόλις πρόσφατα άρχισαν να αντιλαμβάνονται το βάθος και τις σκοτεινές πλευρές της τουρκικής βουλιμίας. Μακάρι να μην είναι αργά.
Μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974 τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα οχυρώθηκαν αμυντικά. Η Λήμνος και η Σαμοθράκη είχαν στρατιωτικοποιηθεί νωρίτερα. Όμως η Τουρκία διατείνεται ότι αυτό έγινε κατά παράβαση των διεθνών Συνθηκών. Και στις δύο περιπτώσεις η ελληνική πλευρά, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τη δημιουργία της 4ης Στρατιάς του Αιγαίου από τους Τούρκους, επικαλείται το φυσικό δικαίωμα στην άμυνα όπως αυτό ορίζεται στο διεθνές δίκαιο και στον χάρτη του Ο.Η.Ε. Ειδικότερα για τα Δωδεκάνησα, αυτά παραχωρήθηκαν από την ηττημένη Ιταλία προς την Ελλάδα, το 1947. Και τη σχετική Συνθήκη, που είναι συνέχεια της Λωζάνης, υπέγραψαν στο Παρίσι: Ελλάδα, Ιταλία, Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση. Η υπογραφή της Τουρκίας δεν απαιτήθηκε διότι δεν υπήρξε εμπόλεμη χώρα και επομένως η Ελλάδα δεν δεσμεύεται απέναντί της. Η αποστρατιωτικοποίηση τωνησιών ήταν όρος που τέθηκε από τη Σοβιετική Ένωση.
Υ.Γ. Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, που αποτελεί αφετηρία των αδιέξοδων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, σε προσεχές δημοσίευμα θα μας δοθεί η ευκαιρία να φωτίσουμε μερικές κρίσιμες και άγνωστες πτυχές του.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Αλέξης Ηρακλείδης, Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος, Θεμέλιο, Αθήνα 2020
– Βύρων Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι και εμείς, Φυτράκης ο Τύπος Α.Ε., Αθήνα 1988
– Σπ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία και Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος, τόμοι πρώτος και δεύτερος, Πάπυρος, Αθήνα 1973 και 1994
– Θάνος Ντόκος, «Αλφαβητάρι των Ελληνοτουρκικών σχέσεων», εφημερίδα «Καθημερινή», Αθήνα 2020
– Νικόλαος Εμμ. Παπαδάκης (Παπαδής), «Ελευθέριος Βενιζέλος, ο άνθρωπος, ο ηγέτης. Βιογραφία», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», (α΄ έκδοση: 2017, β΄ έκδοση: 2018), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – εφημερίδα «Η Καθημερινή» (2020)
– Ι. Π. Πικρός, Τουρκικός επεκτατισμός, Εστία, Αθήνα 1996
– Άγγελος Συρίγος, «Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο», εφημερίδα «Καθημερινή», Αθήνα 2020
– Μιλτιάδης Χριστοδούλου, Η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η Κύπρος, Πρόοδος, Λευκωσία 1995
– Frank Weber, Ο επιτήδειος ουδέτερος, Θετίλη, Αθήνα 1993

·       Γενικός Διευθυντἠς του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»

Χανιώτικα νέα (Σάββατο, 26.9. 2020)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου