Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ: ΑΝΑΣΤΑΣΗ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

Σκίτσα : Νίκος Μπλαζάκης 

Θαρρούσε κανείς πως κρυβόταν σε μια γωνιά της σκοτεινής εκκλησιάς. Πως παραμόνευε. Πως ώρα με την ώρα ,στιγμή με τη στιγμή, θα ξεπρόβαινε άγριος, λιοντάρι μοναχό, ο Χουσεΐνης. Με την ασημοπιστόλα και τη γυριστή γιαταγάνα.

     Έτσι όπως τον είδαν πίσω από τα μπαλκόνια με τους βασιλικούς και τα κατημέρια, τη Μεγάλη Πέμπτη, το καταμεσήμερο, στη Σπλάντζια, κάτω από τον πλάτανο. Έτσι που περνούσε σαν δαιμονισμένος τους δρόμους των Χανιών, καβάλα στο μπεγίρι του π’ άφριζε, Φορούσε στραβά το σαρίκι του σημάδι πως ήτανε φουρτουνιασμένος. Και τίναζε δεξιά ζερβά το γιαταγάνι κι όποιον χτυπούσε.

     Είχαν αδειάσει μεμιάς οι δρόμοι, έκλεισαν τα μικρομάγαζα και τα καπηλιά, και τ’ ανθρωπομάνι , πατείς με, πατώ σε, Τούρκοι και Ρωμιοί παραμέρισαν και κλειδώνονταν στα κονάκια τους, όπου εύρισκαν, για να γλυτώσουν από τον Χουσεΐνη.

     Κι αυτός ο δαιμονισμένος, όπως κάλπαζε, ακριβώς κάτω απ’ τον πλάτανο της Σπλάντζιας, έξω από το Μεγάλο Τζαμί, άφησε το μπεγίρι  να φύγει κάτω από τα σκέλια του κι απόμεινε ολόρθος στη γης, λες και φύτρωσε κι άλλος πλάτανος.

     Κι ο Μουεζίνης, που την ώρα αυτή ανεβασμένος στον μιναρέ, έψελνε τη δόξα του Αλλάχ, σαν είδε το μπεγίρι να χάνεται στα  στενά προς τους Αγίους Αναργύρους, τη χλαβοή του κόσμου και τον Χουσεΐν στητό κάτω του, σάστισε, ξέχασε την προσευχή και φώναξε:

— Ε, Χουσεΐν -αγά! Είντα καλός δρόμος σ’ έβγαλε, μπρε, στά Χανιά;

— Η καρδιά μου, τ’ αποκρίθηκε.

— Η καρδιά, μπρε, η καρδιά ’ναι που μας διαφεντεύει ούλους μας, και τη καρδιά την ορίζει ο Αλλάχ, μεγάλο τ’ όνομά του, μα είντα σου μήνυσε η καρδιά σου; φώναξε, δυνατά τώρα ο μουεζίνης, που γνωρίζονταν από παλιά.

— Ένα μυστικό, ένα μεγάλο μυστικό, είπε ο Χουσεΐν κι έστριψε το μουστάκι του.

— Μυστικό είπες; Πέρασε από το κονάκι μου. Πρόσμενέ να κατεβώ…

-Δε με παίρνει ο καιρός, αποκρίθηκε αυτός κι απομακρύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές.

     Πλάνταξαν οι γυναίκες με τον αναθεματισμένο, σήκωσαν θρήνο τα παιδιά, κι οι Χανούμισσες ένοιωσαν τα μάτια τους να βασιλεύουν. Μα κι αν τον έχασαν τα μάτια τους θρονιάστηκε βαρύς και ασήκωτος στη καρδιά τους.

     Ύστερα απ’ το μεσημέρι λες κι άνοιξε η γης και τον κατάπιε. Μα τα πράγματα μιλούσαν μοναχά τους. Οι πολλοί λέγανε πως κάποια μεγάλη σφαγή ετοίμαζε με τους ξεκουκούλωτους της πολιτείας για τους Χριστιανούς.

     Πήρανε αέρα οι Τουρκαλάδες, βουβάθηκαν οι Χριστιανοί και γύριζαν πολύ πριν το λιοβασίλεμα στα σπίτια τους. Σίμωνε η Ανάσταση και τότε, λέγανε, θα γινόταν η σφαγή…

***

     Το μεγάλο χαμπέρι του Σηκωμού του Γένους, στη Βλαχιά και στό Μοριά, είχε κατρακυλήσει ίσαμε την Κρήτη, μαζί με τους ανθούς και τις ευωδιές της άνοιξης, που είχαν έρθει νωρίς εφέτος. Ξεπετάρισαν οι καρδιές, ο ουρανός ήτανε να τον πιεις στο ποτήρι, κι ο Ξενοθοδωρής ρωτούσε και ξαναρωτούσε λες και δεν το πίστευε αυτό που άκουε. Ήθελε να χυμήξει στα μέρη του, τ’ Αποκορωνιώτικα, για να φέρει το χαμπέρι κι εκεί, που αιώνες το περίμεναν.

— Μα είναι αλήθεια Χατζή Τζανάκη;

— Αλήθεια, Θοδωρή, αλήθεια, αποκρίθηκε ο κοντακινός γέροντας με τα σμιχτά φρύδια.

     Μα ο Θοδωρής ήθελε να το ξανακούσει και ξαναρώτησε:

 -Μην είναι ρούσικη πιβουλιά;

 Ο άλλος χαμογέλασε κι εκείνος φώναξε με δύναμη.

— Άμποτε ν’ αρχίξουμε και του λόγου μας! Λευτεριά, Χατζή -   Τζανάκη! Λευτεριά!

— Ναι! Λευ – τε - ριά! είπε αργά, συλλαβιστά, ο γέρος, τραβώντας μια γουλιά από το ναργιλέ του. Λευτεριά ή...

  Είντα πάει να πει ή; ρώτησε αλαφιασμένος ο Ξενοθοδωρής.

  Ή Θάνατος,!

— Ναι! Αυτό είναι! Λευτεριά ή Θάνατος!..  φώναξε ο Θοδωρής και γέμισε το σπίτι φωνή.  

     Δρασκέλισε λίγα βήματα, κοίταξε από το φεγγίτη, δυο χελιδόνια φτεροκοπούσαν, στάθηκε.

— Θαρρώ πως έφταξε η ώρα μας! Κάθε άργητα βγαίνει σε κακό. Είδες που λέγαμε για τον Χουσεΐν; Δεν το ’χουν πράμα οι μπουρμάδες ν’ αρχίξουνε τις σφαγές και…

     Ήθελε να πει πολλά μα ο άλλος άπλωσε το χέρι του και τον αντίκοψε.

— Μη βιάζεσαι, Θοδωρή! Μη βιάζεσαι! Πόλεμος είναι. Οι μεγάλες πράξεις θέλουνε σκέψη! Μα είναι αλήθεια πως τώρα δεν μπορούμε να πάμε πίσω!

— Αυτό θέλω κι εγώ, Τζανή…  Να μην μπορούμε και να θέλουμε να πάμε πίσω! 

Κι όπως το ’πε, άρπαξε τον γέροντα και τον έπνιξε στην αγκαλιά του.

    Έτσι ξεπόρτισε το μεγάλο χαμπέρι κι έπιασε τα κατωμέρια κι ανέβηκε τις Μαδάρες κι έφερε την ελπίδα στα στυφά αγριοχώρια. Κι άρχισαν οι πιο θερμοί να  διαλαλούν από πόρτα σε πόρτα την Ανάσταση του Γένους! Ένας γραμματιζούμενος κιόλας φώναζε, κάτω από τη μύτη των Τούρκων:

— Έφτασε η Ανάσταση, αδέρφια! Χριστός Ανέστη!

Ανήμπορη που ’ναι, στ’ αλήθεια, η καρδιά τ’ ανθρώπου, να σηκώσει τόση χαρά…

      Όμως, η ξαφνική εμφάνιση του Χουσεΐν - Αγά, το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης, στάθηκε αφορμή να λουφάξει η όποια χαρά και να

απλωθεί, προπαντός στις γυναίκες και στα παιδιᾶ, ο φόβος. Το καινούργιο τους βάσανο που αναδεύτηκε κι αυτό μέσα από τους βασιλικούς…

      Ήταν μια γρατζουνιά στο μεγάλο τους μυστικό, αυτό του Σηκωμού, μια μαύρη γρατζουνιά που όσο κι αν προσπαθούσε να την αποδιώξει ο νους, αυτή μεγάλωνε κι έσκιαζε τη χαρά τους.

     Ο Χουσεΐνης!.. Ερχόταν συχνά στα Χανιά. Περνούσε το Καλέ Καπισί σαν αστραπή, ξεχυνόταν στους δρόμους της πολιτείας καβάλα στο μπεγίρι του και σκόρπιζε τον φόβο σε Ρωμιούς και σε Τούρκους. Μπορεί κιόλας πιο πολύ, να τον φοβόντουσαν οι Τούρκοι κι ιδιαίτερα οι τρομεροί ξεκουκούλωτοι, όσοι είχανε κάμει αδικίες. Δεν χάριζε, βέβαια, και στους Ρωμιούς. Ωστόσο έλεγαν πως τους Ρωμιούς τους κτυπούσε λιγότερο. Λόγια…

     Ζούσε στη Μεσαρά. Παχιά χωράφια... Πλούτη... Φαμέγιοι… Τα πράγματα μπερδεύονταν στο νου των Ρωμιών. Μα όσο και να πεις σαν να ‘ταν  η απαντοχή τους ο Χουσεΐν.

    Λέγανε κιόλας, τώρα τελευταία, πως με το έμπα της άνοιξης ξεπέζεψε μπροστά στο σπίτι του Δεσπότη. Ένας Γερανιώτης ακόμη, έλεγε πως τον είδε να τραβά κατά τα Κισαμίτικα. Ένας άλλος είπε πως πήγε και στου Μελχισεδέκ, του Δεσπότη της Κίσαμος, στην Επισκοπή…   

     Μα η ξαφνική εμφάνισή του το καταμεσήμερο της Μεγάλης Πέμπτης σκόρπισε τον τρόμο στους Ρωμιούς. Από τη στιγμή που πέρασε το Καλέ Καπισί, μέχρι να φτάσει στη Σπλάντζια, δεν είχε χτυπήσει Τούρκο. Μόνο τους Ρωμιούς κυνηγούσε.

     Έτσι δεν άργησαν οι Χριστιανοί να συνδέσουν την εμφάνιση του με τις σφαγές που θ’ άρχιζαν στην πολιτεία. Γιατί οι Τούρκοι είχαν μυριστεί τον ξεσηκωμό κι ακόνιζαν τα γιαταγάνια  τους. Το ήξεραν. Οι γέροντες, άλλωστε θυμούνταν πολλά και είχαν ακούσει περισσότερα…

                                          

                                                   ***

       

     Ο Δεσπότης των Χανιών. ο Καλλίνικος, όπως κάρφωνε τον Χριστό το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης στον σταυρό, σκεφτόταν το σταυρωμένο κορμί της Κρήτης, μα και τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Και σαν τέλειωσε τη σταύρωση ψιθύρισε στ’ αυτί του Ρενιέρη:

— Άντε, Χατζη-Τζανάκη, και στην Ανάστασή Του έρχεται κι η Ανάσταση της Κρήτης!

     Ο λόγος του Δεσπότη, αν και σιγανός «για το φόβο των Ιουδαίων», έφερε γυροβολιά την εκκλησιά, που μύριζε λιβάνι, σταύρωση και απόγνωση.

     Μα πώς αληθινά να γιορτάσουν την Ανάσταση, ύστερα από την εμφάνιση του Χουσεΐν; Κι ύστερα, που σαν τέλειωσε τ’ αυγικό, που βρήκαν τους Τούρκους στις γωνιές να κρυφογελούνε; Ακόμη κι ο Μεμέτης, ο γεροκούτσαβλος, έφτασε μέχρι την ξώπορτα της εκκλησιάς και φώναζε με τη τραγουδιστή φωνή του:

— Ε, μπρε ραγιαδάκια, θα πείτε κι εφέτος Χριστός Ανέστη;

     Δαγκώθηκαν οι αψόθυμοι έσφιξαν την καρδιά τους να μη του μιλήσουν, παραήταν επικίνδυνο.

     Την άλλη μέρα, τη Μεγάλη Παρασκευή, η φήμη της σφαγής γυρόφερνε από πόρτα σε πόρτα. Νόμιζε κανείς πως ο Χουσεΐν βρισκόταν σε κάθε σοκάκι, λες κι ακουγόταν, κιόλας, τα χλιμιντρίσματα του μπεγιριού του. Και με τον Χριστό μαζί, νεκρό μέσα στις βιόλες, απόθεσαν οι χριστιανοί την καρδιά τους…

     Πέρασε η Μεγάλη Παρασκευή, ήρθε το Μεγάλο Σάββατο για να φύγει κι αυτό μαζί με τον ήλιο, λυπητερά, κι από πόρτα σε πόρτα γυρόφερνε η θύμηση του Χουσεΐν.

— Μη φάνηκε ο αναθεματισμένος;

— Όχι, γειτόνισσα. Μα λένε πως το κακό θα γίνει τη νύχτα. Στην εκκλησιά!

— Την κατάρα του Χριστού να ’χει ο σκύλος!

    -Αμἠν

     Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου κίνησαν οι Χριστιανοί για την Ανάσταση. Μπορεί να ‘ταν κι ο φόβος της σφαγής που τους έφερε όλους στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, στη μόνη εκκλησία των Χριστιανών που λειτουργούνταν.

     Ο Δεσπότης, μαζί με τους παπάδες, πήρανε καιρό. Φορούσε τα πιο καλά του άμφια. Μοίρασε το Άγιο Φως. Είπε το «Χριστός Ανέστη». Πιο δυνατά από κάθε άλλη χρονιά, ήξερε αυτός…  

     Το ‘πε και το εκκλησίασμα μαζί του. Μα η ψυχή των Χριστιανών έμενε διπλά και τρίδιπλα σταυρωμένη. Ως πότε; Πολύ φαρμακερό αυτό το καρφί, το τελευταίο,  που ’χε μπηχτεί στην καρδιά τους.

     Κάπου κρυβόταν ο Χουσεΐν, κάπου εδώ θα παραμόνευε, σε μια γωνιά της εκκλησιάς, κι’ όπου να ‘ναι, να ίσως τώρα, τώρα, τώωωρα θα βγει μπροστά τους, έτσι όπως τον είδαν το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης κάτω από το πλάτανο της Σπλάντζιας. Κι ήξεραν πως αυτό θα είναι μόνο  η αρχή. Ύστερα θα ’μπαιναν κι άλλοι κι άλλοι...

     Αυτοί που περίμεναν  τη φετινή Ανάσταση πάνω από τρακόσια χρόνια για Ανάσταση της Κρήτης. Όπως μίλησε ο δεσπότης στον Ρενιέρη το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Φαίνεται πως δεν θα ‘χε ακούσει η αγιότητά του για τον Χουσεΐν…

     Ο Ρενιέρης μπροστά στην Ωραία Πύλη, έριχνε ματιές, μια κατά το Δεσπότη, μια κατά τη θύρα τη βορινή. Ήταν αναμμένος. Και συνέχεια σταυρωνόταν τα αετίσια μάτια του με τα γαλάζια κουρασμένα μάτια του Δεσπότη. Άκουε τα βογγητά, τα «Κύριε ελέησον», μα ο νους του ταξίδευε.

     Ξαφνικά το σούσουρο δυνάμωσε, το μουγγό κλάμα ήταν έτοιμο να γίνει κραυγή, οι ψάλτες σταμάτησαν κι ο Δεσπότης ατάραχος πήρε το τροπάρι με τη γεροντίστικη βραχνή φωνή του, μια φωνή που κουβαλούσε μέσα της την προσμονή αιώνων..

-Φωτίζου, φωτίζου, η νέα Ιερουσαλήμ, η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε…

     Ο Ρενιέρης γύρισε το κεφάλι του κατά την θύρα, είδε πολλούς να βγαίνουν πατείς με πατώ σε, κι έναν Τούρκο να μπαίνει αρματωμένος με μικρά βήματα.

-Ο Χουσεΐν! Ο Χουσεΐν! Ο Χουσεΐν!

Οι κραυγές πλήσιαναν, τι παραφωνία ήταν μέσα στο χαλασμό κι αυτός ο δεσπότης!

     Κάποιοι από τους πιστούς είχαν σταματήσει σαν αποσβολωμένοι, οι πιο πολλοί είχαν φύγει, ενώ ο Χουσεΐν βάδιζε σκυφτός, πάνοπλος, με μικρά βηματάκια, πες με σεβασμό. Τρεις αψόθυμοι, τρία παλλικάρια, τινάχτηκαν μπροστά. Μαχαίρια τραβήχτηκαν μέσα στο ιλαρό αντιφέγγισμα των κεριών…

     Μα να! Ο Χουσεΐν γονατίζει μπροστά στην δεξιά πύλη. Τα μαχαίρια έμειναν μετέωρα και όλων τα μάτια καρφώθηκαν απάνω του. Όλων όσων είχαν μείνει. Να! Τώρα αποθέτει χάμω την ασημοπιστόλα και το γιαταγάνι του στα πόδια του. Σιωπή του θανατά. Ούτε αναπνοή…  

     Ο Δεσπότης αφήνει στη μέση το τροπάρι. Παίρνει το Άγιο Ποτήρι. Βγαίνει στη θύρα:  

-Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε.... Η φωνή του είναι ζεστή. Μόνο ένας κόμπος δεν τον αφήνει να φωνάξει. Κάτω στα πόδια του, ο Χουσεΐν, κλαίει και μουσκεύει τα παπούτσια του Δεσπότη .

     Τώρα η σιωπή έχει γίνει συντριβή. Θέλουν όλοι όσοι έχουν μείνει να ρωτήσουν. να μιλήσουν, να γελάσουν να κλάψουν, μα σιωπούν…

— Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Μιχαήλ, εις άφεσιν αμαρτιών, και εις ζωήν αιώνιον, λέει ο δεσπότης.

—Αμήν! ξεσπά το εκκλησίασμα, δίχως δεύτερη σκέψη.

     Ο τρομερός Χαϊντούτης κάνει τον σταυρό του με απέραντη ευλάβεια τρεις φορές και μεταλαβαίνει.

-Σώμα Χριστού μεταλάβατε, πηγής αθανάτου γεύσασθε, Αλληλούια! ψέλνουν οι ψάλτες.

— Άκουσες, γειτόνισσα, Μιχαήλ είπε ο δεσπότης, ψιθύρισε μια γυναίκα στη διπλανή της.

—Ναι, Μιχαήλ! Μιχαήλ!.. είπε η άλλη κι  έκαμε τον σταυρό της, όπως κι όλο το εκκλησίασμα, ενώ εκείνος έφευγε με τα ίδια μικρά βήματα, που είχε πριν από λίγο μπει ως Χουσεΐν.

—- Χριστός ανέστη, αδελφοί μου! Η Κρήτη ανέστη!... είπε με φωνή πνιγμένη στο κλάμα ο Δεσπότης κι άρχισε  να ψάλει, μαζί με όλο το εκκλησίασμα:

     Χριστός ανέστη εκ νεκρών

     θανάτω θάνατον πατήσας

     και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν

    χαρισάμενος

 

     Ήταν ένας νικητήριος παιάνας, μια κραυγή θριάμβου, που έκανε και τους τοίχους να δακρύσουν. Ένας παιάνας που βγήκε έξω, γιατί δεν τον χωρούσε ο τόπος, πήρε τους δρόμους, μπήκε στις αναμεσάδες, τις έλουσε με φως, και ξεκίνησε να ταξιδεύει με τον άνεμο...

.

                                               ***



      Η Ανάσταση εκείνη ήτανε Ανάσταση αληθινή. Λίγες μέρες ακόμη κι’ η Κρήτη σηκώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένας καινούριος αέρας φύσηξε, ο αέρας της Λευτεριάς!

     Ο Χουσεΐν αλώνιζε πάλι τη Κρήτη. Μόνο που τώρα δε λεγόταν πια Χουσεΐν. Ήταν ο καπεταν -  Μιχάλης Κουρμούλης. Ο αρχηγός των Κουρμούληδων. Από παλιά όλοι τους είχαν γίνει φανερά Τούρκοι, κρυφά όμως παρέμειναν χριστιανοί. Ήταν δηλαδή «λινοβάμβακοι» όπως γράφουνε τα χαρτιά. Σ’ όλη τη σκλαβιά κρατούσαν μέσα τους το μεγάλο μυστικό. Κι’ όταν ήρθε η ώρα πέταξαν τα τούρκικα σαρίκια που φορούσαν χρόνια και χρόνια. Με πρώτο τον Μιχαήλ...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2 σχόλια:

  1. Στα διηγήματα βρίσκεται ο συγγραφέας με όραμα. Συνέχισε, Βαγγέλη, η δύναμή σου είναι εδώ, όχι στον αποσπασματικό λόγο.
    συνέχισε και με ιστορίες της κατοχής, του εμφυλίου και του σήμερα.Σε βλέπω μέσα σε ένα συγκλονιστικό σύγχρονο διήγημα : "Στα πεταχτά". Και θα δεις τη διαφορά. Καλή Ανάσταση!!! ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όσα ευχαριστώ κι αν πω στην ξεχωριστή σύγχρονη συγγραφέα μας Ελένη Χωρεάνθη, λίγα θα είναι! ΥΠΟΧΡΕΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ! ΧΨαιρετώ σε κι αγαπώ σε, καλή μου φίλη!

      Διαγραφή