Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ

Φίλες και φίλοι, Καλημέρα!
ΣΗΜΕΡΟ ΜΑΥΡΟΣ ουρανος σήμερο μαύρη μέρα/ σήμερο ούλοι χλίβονται και τα βουνά λυπούνται...
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ στο Νίππος, που αλλού; Ξυπνούμε λίαν πρωί, πριν χαράξει η μέρα, με τον αδερφό μου, η μάνα μας ωστόσο λείπει από το σπίτι. Εχει πάει να θυμιάσει στο Αγιο Πνεύμα, στον Αϊ Γιώργη τον Δαφνίτη, στον Αϊ Γιώργη της Πλατέας στη Μεσοχωριανή Παναγία, και βέβαια στον Αγιον Αθανάση. Είμαστε αρκετά μεγάλοι πιά, στα πέντε εγώ, στα τριάμισι ο Αντώνης, και ξέρουμε μέσες άκρες το τυπικό της ημέρας.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ δουλεια της μάνας μας σήμερο είναι να μας λούσει με το νερό που θα βράσει με τα νεραντζόφυλλα στον μεγάλο τέντζερη. Τα μάτια μας θα τσούζουν, κι αυτό το ξέρουμε, όμως δεν θα κλάψουμε. Σήμερο κλαίνε μόνο για τον Χριστό που τον σταυρώσανε οι κακοί αθρώποι. Γι’ αυτό χτυπούν λυπητερά οι καμπάνες, γι’ αυτό στολίζουν τον επιτάφιο οι κοπελιές στον Τίμιο Σταυρό, γι’ αυτό πάμε απόψε στο νεκροταφείο. Και βέβαια γι’ αυτό δεν γελούμε, δεν παίζουμε, δεν τρώμε λάδι...
ΛΕΜΕ ΚΑΙ ΞΑΝΑΛΕΜΕ τα Πάθη του Χριστού μέχρι να γυρίσει η μάνα μας, ως εκεί που τα ξέρουμε όπως νομίζουμε τσουρί. Σήμερο μαύρος ουρανός σήμερο μαύρη μέρα/ σήμερο ούλοι χλίβονται και τα βουνά λυπούνται/ σήμερο έβαλαν βουλή οι γι’ άνομοι Οβραίοι/ οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι/ για να σταυρώσουν τον Χριστό τον Πάντων Βασιλέα...
ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ακομα έτοιμοι να τα πούμε στα σπίτια όπως τ’ άλλα παιδιά, όπως ο Μιχάλης τ’ Αγγελογιάννη, που είναι δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, για παράδειγμα. Προπονούμαστε για του χρόνου, λοιπόν. Μας το υποσχέθηκε χθες η μάνα όταν της παραπονεθήκαμε. Μέχρι τότε θα τα έχετε μάθει μας είπε.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ λειπει. Θα ‘χει πάει την φοράδα μας και τις αίγες μας τσοι Βλάσηδες για να βοσκηθούνε. Η γιαγιά μας η Στυλιανίτσα έχει ποθάνει, κι έχει πάει “στον ουρανό”, όπου είναι αγγελάκι τώρα κι ένα χρόνο το Γιωργάκι μας. Κι αυτό το ξέρουμε. Οχι όμως και ότι σε εφτά μήνες θα γεννηθεί η Στέλλα μας. Ούτε βέβαια για τη γέννηση πολύ αργότερα της Ευανθίας μας, που θα γίνει κι αυτή αγγελάκι, και της Χρυσούλας μας, ξέρουμε. Ανυποψίαστοι εντελώς γι’ αυτά και για όλα όσα πρόκειται να συμβούν ή να μη συμβούν είμαστε, αυτή τη Μεγάλη Παρασκευή..
ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΙ ότι ούτε την επόμενη ούτε την μεθεπόμενη χρονιά δεν θα λέγαμε τα Πάθη του Χριστού. Ούτε ότι το πρωινό αυτό θα το ανακαλούσα ύστερα από 60 χρόνια...
ΛΕΝΕ ΟΤΙ Ο ΙΟΥΔΑΣ όταν πήγαινε να κρεμαστεί βρήκε στον δρόμο του μια συκιά κι έδεσε επάνω της το σκοινί. Η συκιά τον άφησε να κάμει αυτό που ήθελε, αλλά αμέσως χαμήλωσε τα κλαδιά της, τον άφησε μισοκρεμασμένο και δεν μπορούσε να ξεψυχίσει. Μόνο, λέει, όταν αναστήθηκε ο Χριστός, η συκιά σήκωσε ψηλά τα κλαδιά της. Τότε ο Ιούδας ξεψύχισε και πήγε κατευθείαν στην Κόλαση. Επειδή άφησε την ύστερη πνοή του κάτω από τη συκιά ο Ισκαριώτης, δεν πρέπει να καθίζομε πολύ στην σκιά της, γιατί μπορεί να πάθομε κακό (Από το βιβλίο του Βασίλη Χαρωνίτη “Θρύλοι και παραδόσεις για την Μεγαλοβδομάδα και τη Λαμπρή”).
... “Γιατί κι ο πόνος/ στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,/ κι οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν/ απ’ του ναού τη θύρα αναφτερώναν/ το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,/ και του Χριστού οι πληγές σαν αναμώνες/ τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,/ τί πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια/ που έτσι τρανά, έτσι βαθειά ευωδούσαν!”...
Από το ποίημα του Αγγελου Σικελιανού
“Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι”
ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ!

Βαγγέλης Κακατσάκης

e-mail:kakatsakis@sch.gr
>> τυπώστε αυτό το άρθρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου