Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

ΕΥΔΟΚΙΑ

Παρουσίαση του Βιβλίου: «Η Γιασεμιά και τ’ αστεράκια»
της Ευδ. Σκορδαλά – Κακατσάκη ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΑΝΔΡΟΓΕΩ, 3/2/2017
από τον Χρίστο Κωσταντουδάκη, δάσκαλο-ποιητή

Κάποτε ήταν  ένα νησί που ταξίδευε και οι άνεμοι, του όρισαν για αραξοβόλι την αγκαλιά του Β. Αιγαίου. Σαμοθράκη το ονόμασαν, και στη Χώρα του έμελλε να γεννηθεί ένα κορίτσι. Εκεί στο γενέθλιο τόπο τα άμαθα ακόμη παραπόταμα των θρύλων, των παραδόσεων και των Δημοτικών τραγουδιών ενώθηκαν για να αρδεύσουν την ευαίσθητη ψυχή του και να οξύνουν το σαν έτοιμο από καιρό απλόχωρο πνεύμα του. Όσο για τα παραμύθια, ήταν αυτά που «γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας που ανεβάζει τις νεραντζιές και τις λεμονιές στην έκπληξη των ματιών». ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ







«Στο χαμηλό φεγγάρι/ παράγγειλα να’ ρθείς/ το γιασεμί θα φέγγει/ τη νύχτα μη χαθείς» (Λουδ. Ανωγείων).

Ευδοκία και Βαγγέλη καλωσορίσατε στο Μεγάλο Κάστρο με τις ανοιχτές αυλές, τις τριζοκοπούσες παμπάλαιες σκάλες και το γιασεμί ν’ ανθίζει στις δοξαρωτές πόρτες σαν μεγάλη αγιάτρευτη νοσταλγία.

Κι από κοντά «Ένας Πελεκάνος άνεμος» να φέρνει στο ράμφος του δύο μικρά αστεράκια.

(Ελπίζω Καζαντζάκης και Ελύτης να με συγχωρέσουν για την παράφραση).

------------

Κάποτε ήταν  ένα νησί που ταξίδευε και οι άνεμοι, του όρισαν για αραξοβόλι την αγκαλιά του Β. Αιγαίου. Σαμοθράκη το ονόμασαν, και στη Χώρα του έμελλε να γεννηθεί ένα κορίτσι. Εκεί στο γενέθλιο τόπο τα άμαθα ακόμη παραπόταμα των θρύλων, των παραδόσεων και των Δημοτικών τραγουδιών ενώθηκαν για να αρδεύσουν την ευαίσθητη ψυχή του και να οξύνουν το σαν έτοιμο από καιρό απλόχωρο πνεύμα του. Όσο για τα παραμύθια, ήταν αυτά που «γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας που ανεβάζει τις νεραντζιές και τις λεμονιές στην έκπληξη των ματιών».

            Τα παραπόταμα έγιναν ποταμός που κυλούσε ήρεμα και σχημάτιζε, στην ανέλιξη του χρόνου, τις αναγκαίες γόνιμες προσχώσεις για να γεννηθεί τ’ όνειρο, να τρέξει η φαντασία, και η λάμπουσα άγνοια να μετασχηματιστεί σε δημιουργία. Θαυμάζουμε τα ποτάμια για την περιέργεια τους και την κόρη για τις αναζητήσεις της.

           



Κάποια στιγμή πήρε το μονοπάτι που χάραζε η φρέσκια περπατησιά. Το μονοπάτι αγάπησε το λόφο με τις κρυφές επιθυμίες. Η επιθυμία γέννησε το δρόμο που ήθελε να περπατήσει. Η ζωή αρμενίζει προς τ’ αγνάντεμα. Εκεί στην ευρύχωρη πλατεία των ρεμβασμών και καθώς «τρέχει ο ουρανός κάτω από τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών» ανέτειλε η κρυφή προσμονή για την εκπλήρωση ψιθυρισμένων στόχων. – ότι κι αν κάνουμε το μέλλον ανήκει στην έκπληξη – Να σπουδάσει, να εντρυφήσει στο δύσβατο, αλλά υπέροχο κόσμο της παιδικής λογοτεχνίας με τα παραμύθια της, να γίνει μέλος ομάδος πνευματικών δημιουργών, να διατρέξει όλη την Ελλάδα με το πρόγραμμα «Συγγραφείς και εικονογράφοι στα Σχολεία, να ευτυχίσει να δει σε σχολικές παραστάσεις δραματοποιημένα τα βιβλία της, να λάβει αξιόλογες εύφημες μνείες, να γίνει παραγωγός και παρουσιάστρια λογοτεχνικής εκπομπής, να δοκιμαστεί ως συνεργάτης εφημερίδας, να, να, να…. Και κυρίως να μας προσφέρει με ειλικρίνεια τα βιώματα, τα αισθήματα, την τέχνη της. «Ο χρόνος είναι το διαβατήριο της αλήθειας».

            Ίσως, ίσως λέω, τα ραδιοκύματα της εποχής να έφεραν μέχρι το νησί της, τη φωνή της θείας Λένας με τον καθησυχαστικό τόνο και την θαλπωρή που περιέλαβε τους μικρούς της φίλους. Όσο ανόσιο και αν ακούγεται οι δρόμοι της Αντιγόνης Μεταξά και της Ευδοκίας φαίνεται να τέμνονται. Ξέρω ότι προσκρούω στην ταπεινότητα της, όμως όσα σεμνά έχει μέχρι τώρα κατακτήσει, βεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές.

            Η συγγραφέας μας, φαίνεται στην αφετηρία της να υιοθέτησε το στίχο του Τ. Λειβαδίτη: «Ο κόσμος μόνον όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει».

            Για να περιηγηθείς όμως στα πέρατα του κόσμου χρειάζεται να ναυλώσεις, τουλάχιστον, ένα λεωφορείο. Κάπως έτσι φανταζόμαστε το οδοιπορικό της. Ένα λεωφορείο που κάνει συχνές στάσεις που ταξιδεύει ανάμεσα σε γή και ουρανό. Διασχίζει κοιλάδες, βουνά, γνωρίζεται με λουλούδια, πουλιά, νεράιδες και βασιλιάδες. Συναντά σκληρόκαρδους, εγωιστές, καλοκάγαθους, ευαίσθητους και αδικημένους. Υψώνεται σε σύννεφα, περνάει την πύλη του παραδείσου, ζητά ακρόαση από τους Αγγέλους και τους παρακαλεί να στέρξουν για βοήθεια σε παιδιά που έχουν ανάγκη.

            Στην α’ στάση, το λεωφορείο μας σαλπίζει με την κόρνα του – με το σουραύλι της καρδιάς, ήθελα να πω- ποιητικούς φθόγγους.

            Ακολουθούν άλλες 9 στάσεις. Σε κάθε στάση ένα τσούρμο σαν σταφύλι, παιδιά, επιβιβάζονται για να απολαύσουν τη γοητευτική, συναρπαστική αφήγηση της οδηγού.

            Α! ναι, αλλά μην το μαρτυρήσετε: και κάποιοι μεγάλοι, παππούδες και γιαγιάδες, λαθρεπιβάτες, βολεμένοι στα πίσω καθίσματα αφουγκράζονται με κρυφή νοσταλγία την ηχώ των παραμυθιών.

            Στη 2η στάση, τους δείχνει «ένα αστέρι που πέφτει στη γη», στην 3η  το «Βασιλιά των ονείρων», στην 4η, επειδή πιστεύει στην ιαματική λειτουργία που μπορεί να έχει η επεξεργασία της οδύνης, αποφάσισε να ρίξει λίγες σταγόνες ενθάρρυνσης και ανθρωπιάς σ’ έναν «ωκεανό λύπης» και τους μίλησε για την «Ελπίδα». Ακολουθούν «ο Ευτύχης και το ουράνιο τόξο», ένας ύμνος στην αγάπη «Να σ’ αγαπούν και ν’ αγαπάς», «Το νησί που ταξίδευε», «ο Λυκούργος και το δίχτυ της αγάπης» και το «Ένα παράξενο γαϊτανάκι».

            Τα παιδιά όμως, ως ενθουσιώδεις επιβάτες που είναι, απολαμβάνουν αυτή την πρωτόφαντη εκδρομή και αρχίζουν να φωνάζουν: «Κι άλλο! Κι άλλο!». Έτσι, πείθεται η Ευδοκία και κάνει μια ακόμη στάση και γράφει το παραμύθι: «Η Γιασεμιά και τ’ αστεράκια». Ελάτε να το ξεφυλλίσουμε μαζί.

----------

            Ένας γέρικος φράχτης φτερώνει τα όνειρα του από την παρουσία μιας νιόφυτης Γιασεμιάς. Η απρόσμενη παρουσία της δίνει προοπτική στην ρημαγμένη ζωή του και ξαφνικά νιώθει να ψιχαλίζει μέσα του ο διακαής πόθος της πραγμάτωσης του ανέφικτου. Επιτέλους βρήκε αυτό που αποζητούσε·  κάποια συντροφιά. Προσπαθεί με πατρικά λόγια να διώξει την ανάερη ομίχλη του φόβου που της σκίαζε την καρδιά. Μ’ έναν εφησυχαστικό στωικισμό και με φωνή που έπαιρνε απαλά λυγίσματα, για να μην την τρομάξει, την πείθει πως θα είναι για πάντα δίπλα της και θα τη στηρίζει.


            Κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο δεν πρέπει να νιώθει νησί.

            Έκτοτε η Γιασεμιά μας, τρεφόταν από τα αισθήματα του φίλου της. Μεγάλωσε, φούντωσε, γέμισε άνθη και σκαρφαλωμένη στο φράχτη ένιωθε μια γλυκιά, νωχέλεια από το χάιδεμα ενός μικρού ανέμου και από τη συντροφιά λογής λογής πουλιών που τρύπωναν στις φυλλωσιές της. Όλοι είχαν να κερδίσουν κάτι απ’ αυτή τη συμβίωση. Τ’ ανοιχτά μπράτσα του φράχτη και το ψιθύρισμα του στοργικού ανέμου, που ήθελε λέει να γίνει ποιητής, βάλθηκαν να διασκεδάζουν την πλήξη και την ερημία της.

Για να βλέπει ορίζοντα, ο άνεμος συχνά της τραγουδούσε στίχους.

«Αχ! η ζωή μια ευωδιά Γιασεμιά μου/ Αχ! η καρδιά / μια πόρτα δίχως κλειδιά» Πώς αλλιώς να εξηγήσει ένας ποιητής πως στην ρευστή εποχή μας, των ανταλλάξιμων και εικονικών σχέσεων, υπάρχει μια τρομακτική ανάγκη για ένα ουσιαστικό πλησίασμα του άλλου; Ποιες λέξεις να χρησιμοποιήσει για την ανάγκη της εγγύτητας, του συναισθηματικού δεσμού, ως αντιστάθμισμα στον πόνο που μπορεί να μας προκαλέσει η μοναξιά;

            Έτσι, ο γερο φράχτης, η Γιασεμιά και ο μικρούλης άνεμος έπιαναν τακτικά ψιλή κουβέντα μες την «αφρούρητη νυχτιά που την πήραν οι θύμησες», μέχρι που έφθασε εκείνο το βελούδινο ανοιξιάτικο βράδυ.

            Οι δύο φίλοι, φράχτης και άνεμος, σε ικετευτικό τόνο παρακάλεσαν το γιασεμί:

«Λευκό μου γιασεμί / μη νυχτώσεις»

Μα, η Γιασεμιά είχα παραδοθεί στις ονειροφαντασιώσεις της. Έβλεπε ένα αστέρι να πέφτει στην αγκαλιά της και τα γιασεμάκια της να λάμπουν όπως τ’ αστέρια, όπως τα ματάκια και τα μαλλάκια των παιδιών.

            Για την οικονομία του παραμυθιού, η γη στηριγμένη στους αγκώνες της παρακολουθεί μαγεμένη το διάδημα του φεγγαριού να λάμπει στο μέτωπο της νύχτας.

            «Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφερνα τη σιωπή / και πίσω από τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη», «Την ώρα που όλα τα κυπαρίσσια δείχνουν μεσάνυχτα, όλα τα δάχτυλα σιωπή…. η εξομολόγηση …. λοξοδρομάει προς τ’ άστρα». Το φεγγάρι χτυπάει ντέφι και αστέρια και αστέρια, χιλιάδες αστέρια ήρθαν στα γενέθλια του. αλλά, πως το ‘πε ο Σεφέρης:

«Σ’ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους

δεν είναι ουρανός μήδε αγγέλου ευφροσύνη

τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους».

            κι απρόσεχτα όπως είναι, παιδιά γαρ, τα αστεράκια μας, ζαλισμένα και σαστισμένα κατακρημνίζονται στη γη, κοντά στη χώρα των λουλουδιών που, όχι συμπτωματικά βρίσκεται σε εξέλιξη ένας διαγωνισμός ομορφιάς.

            Κατά έναν οξύμωρο τρόπο ο ευειδής κόσμος των λουλουδιών υποταγμένος στον εγωπαθή ναρκισσισμό των συγκρίσεων, παρασύρεται στον ερεβώδη κόσμο των ελαττωμάτων, όπου ενδημούν η ασταθής αυτοπεποίθηση, ο νοσηρός εγωισμός, η φλύαρη κοινοτοπία, η φιλαυτία και οι άγονες και αδιέξοδες αντιδικίες.

Τα λουλούδια αποστρέφονται με ένα μίζερο και κακεντρεχή τρόπο τα φοβισμένα αστεράκια και με σκαίο τρόπο, αγνοούν την ανάγκη για στήριξη, συμπόνια, αγκάλιασμα και συμπαράσταση.

Η Γιασεμιά με διάθεση ειλικρινούς συγκατάβασης, λατρείας και αγάπης παραμερίζει τους ανεύθυνους εγωκεντρισμούς και το επηρμένο ύφος του δήθεν και τους παρέχει αφειδώλευτα ασφάλεια, θαλπωρή και την γλυκιά εκείνη παραμυθία που απαιτείται για την αλτρουιστική θεραπεία της ανάγκης.

Με την «Ίδρυση της νέας ημέρας» μια ηλιαχτίδα τ’ ανεβάζει πίσω στο σπίτι τους, τον ουρανό. Η μόνη ανταμοιβή για τη Γιασεμία μικρές ψιχάλες φως και λίγη «δροσιά να γεννιέται μες τα φύλλα / όπως μες τον απέραντο ουρανό το ξάστερο συναίσθημα».

            Ο ποιητής άνεμος που κοιμόταν σαν τον κλέφτη με το αυτί τεντωμένο στην άγνωστη λέξη, έκανε το παραμύθι ποίημα με την περίτεχνη ύφανση των λέξεων, δηλ. παρθένο όραμα, επηρμένο μυστήριο. Η ποίηση του «γέρνει πανί τ’ ονείρου», φυσά στα σταυροδρόμια του κόσμου, ανάμεσα σε οικίες σκιές με πνοή νοσταλγική, ονειρώδη, ήπια, γλυκιά, νανουριστική και χαρίζει όνειρα κι όνειρα σ’ όλα της γης τα παιδιά.

-------------

Κυρίες και Κύριοι

            Λένε πως καλός παραμυθάς είναι αυτός που το τίποτα το κάνει συγκίνηση (Ο.Ε.).

            Η Ευδοκία λοιπόν, έχει την ικανότητα πέραν της σκηνοθεσίας ιδεών την δραματοποίηση των σκέψεων να προσθέτει στη συνταγή της, κατά αλχημικό τρόπο, μια δόση μυστηρίου και αθωότητας που χαρακτηρίζουν την αληθινή δημιουργία. Με τις φτερούγες της ψυχής της αγκαλιάζει τα παιδικά όνειρα. Λύνει ζητήματα εαυτού, δηλ. με κάθε παραμύθι νιώθει ν’ ανεβαίνει η στάθμη στη στάμνα της που έχει το σχήμα της καρδιάς.

Κάθε παραμύθι της είναι ισόποσο με μητρικό χάδι. Με τις εμπνεύσεις και τις δημιουργίες της δίνει ελπίδα, αισιοδοξία και γίνεται ταξιδευτής των παιδικών ονείρων. Γενναιόδωρη και ευρηματική, ιδρύει τη δική της αυτοκρατορία συναισθημάτων και ενσυναίσθησης, στην οποία δεσπόζουν το φως, το χαμόγελο, τα χρώματα, η ελπίδα και η κατανόηση.

Με τη γραφή της επαληθεύει στο έπακρον τα λόγια ενός μεγάλου παραμυθά που έλεγε πως τα παραμύθια είναι για να κοιμούνται τα παιδιά και να ξυπνούν οι μεγάλοι. Αν δεχτούμε την αφυπνιστική τους λειτουργία, μια λειτουργία που σχετίζεται με την ανακίνηση του συναισθήματος, αλλά και λογοκριμένων μέσα μας σκέψεων, και αυτό το παραμύθι είναι παραμύθι.

            Ο μύθος και ο λόγος του παραμυθιού είναι το πρόσχημα να συλλογιστεί και να φέρει στην επιφάνεια θέματα του μέσα χώρου, θέματα που μας απασχολούν και προδήλως τα θεωρούμε σημαντικά. Με τον πλάγιο, παιδαγωγικού πάντα χαρακτήρα, λόγο της, δημιουργεί συνάψεις με την οιονεί επικαιρότητα.

            Σε μια εποχή που χρειαζόμαστε μια Καινή Διαθήκη, μια ηθική στηριγμένη στην παιδική περιέργεια και όχι στον γεροντικό φόβο, το παραμύθι αυτό ακουμπά την αιχμηρή πραγματικότητα και έρχεται ως λύτρωση, ως οικουμενικό προτέρημα αφήγησης. Υπάρχουν πράγματα που τα παιδιά δεν τα ξέρουν, αλλά τα μαντεύουν. Αυτό είναι ίδιον των παιδιών· έχουν τον τρόπο να επικοινωνούν με το άλεκτο, με αυτό που δε χωράει στο λόγο.


Η Ευδοκία πλάθει έναν φανταστικό κόσμο με προφανείς αισωπικές αλληγορίες χωρίς πληκτικούς διδακτισμούς.

----------------

            Τελικά το βιβλίο αυτό μπορεί να είναι μια τοιχογραφία με διάθλασμένες μορφές χρωμάτων που στέλνει σήματα καλοσύνης, απόλαυσης και αισθητικής δικαίωσης. Ένα παίγνιο στην κόψη μιας, επινοημένης πραγματικής και μύθοπλαστικής οικειότητας και ακόμη μια προσωπική επιδραστική φωνή με το δικό της ύφος, τη φυσιογνωμία της, αναγνωρίσιμη, χωρίς χρηστομάθειες και ανέξοδα, περιττά πρέπει.

---------------

            Η γλώσσα του κειμένου χαρακτηρίζεται από ποιητικό μέλισμα και ζωντάνια. Αυτό επιτυγχάνεται από τις επιτυχείς λεκτικές συζεύξεις, η υποδόρια αυτή συνύπαρξη παράγει ένα προσωπικό ύφος με οικεία ταυτότητα.

Η συγγραφέας γδύνει τις λέξεις από τα ενδύματα της ανάγκης, του φόβου, του πόνου κι έτσι αποκτούν αυτή τη διάφανη χροιά. Με αυτές καταχτιέται ένας ουρανός, ο αισθητικός θρίαμβος της ζωής!

Κοντολογίς ο μελωδικός ρυθμικός λόγος, το κυμάτισμα της φράσης και η στίξη, υπακούνε στους κανόνες μιας απόκοσμης μουσικότητας.


---------------

            Όλα τα παραμύθια της Ευδοκίας με τα προφανή συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτουν, ή εξ’ αιτίας αυτών, δηλ. μουσικότητα, αφηγηματική στιλπνότητα και αφηγηματική ευωχία, έχουν υιοθετηθεί από εμψυχωτές – δασκάλους, δημιουργούς (ένα μικρό δείγμα θα δούμε κι απόψε) και διεκδικούν μια εξέχουσα θέση στην παιδική θεατρική σκηνή. Έτσι, είναι ικανά να θεραπεύσουν τις ανάγκες της Θεατρικής Αγωγής. Αποτελούν πρόκληση για τη δημιουργική φαντασία και απαντούν σε αισθητικά αιτήματα. Ευλογημένα από την ποιότητα και την προσφορότητα τους, διευκολύνουν την έξοδο του παιδιού από το κλειστό κέλυφος του υποκειμένου και την εισδοχή του στην ομάδα, στο κέντρο της επικοινωνίας, της αμοιβαιότητας, της ανταλλαγής και της κοινωνικής συνεύρεσης. Οι αισθητικές αναζητήσεις και οι ονειροπολήσεις των μικρών (αλλά και των μεγάλων) μπορούν να οδηγηθούν σε μια βιωματική μέθεξη με έντονο το συγκινησιακό στοιχείο και συνακόλουθα να συμβάλουν στην δημιουργία ενός νέου αξιολογικού κόσμου.

---------------

            Στο παραμύθι που παρουσιάζεται απόψε συναντήθηκαν δύο άξιες δημιουργοί. Το έργο της συγγραφέως βοηθά και συμπληρώνει επικουρικά η Κριστίν Μενάρ. Η Κριστίν «μιλά» τη γλώσσα της εικόνας – η μόνη γλώσσα που γίνεται κατανοητή απ’ όλους, πέρα από γλωσσικά σύνορα – με έμπνευση, φαντασία και απαράμιλλη δεξιοτεχνία. Φροντίζει να ισορροπεί η χάρη της τέχνης με την κομψότητα του έντυπου λόγου. Η εικαστική διήγηση της Κριστίν αποκαλύπτεται με ένα καλλιεργημένο εικαστικό σηματολόγιο ευαισθησίας, σχεδόν δοξαστικό που με ενατένιση, ηρεμία και φαντασία συναντά το παραμύθι ως πρόσχημα για μια δημιουργική καλλιτεχνική μαρτυρία. Έτσι, το κύρος του βιβλίου προσαυξάνει, γραφή και εικόνα συμπορεύονται για ένα λυσιτελές αισθητικό αποτέλεσμα. Να σημειώσω πως, ενόσω δεν φτάνει να γίενι στενογραφία η ζωγραφική θα παραμένει απλώς μια δημοσιογραφία της εικόνας για να δίνει ταυτότητα και πρόσωπο στα βιβλία να κυκλοφορούν.

---------------

            Ο Πεζογράφος Γ. Ιωάννου στα «πολλαπλά κατάγματα» σημειώνει πως ο άνθρωπος πρέπει να έχει πάντοτε μια κλωστή να κρατιέται. Αν χάσει τη μυστική κλωστή είναι χαμένος. Πιστεύω σ’ αυτήν που τώρα κρατώ, γράφει.

«Η Γιασεμιά και τ’ αστεράκια» είναι η δική μας κόκκινη κλωστή που κρατάμε απόψε. Κόκκινη κλωστή δεμένη για να είμαστε σύστοιχοι με τον ομώνυμο εκδοτικό οίκο που σοφά έπραξε και υιοθέτησε αυτό το παραμύθι για να το εκδώσει.

---------------

            Πριν αποχωρήσουμε απ’ αυτήν την αίθουσα υψώστε το δάχτυλο για λίγη σιωπή. λίγη σιωπή αρκεί για ν’ ακούσουμε τον ποιητή άνεμο να διασκορπίζει σ’ όλα τα τρίστρατα της οικουμένης μια ευχή. Ας προσευχηθούμε μαζί του με τους στίχους του Κωστή Παλαμά:

«Κρύβω βαθιά στις τσέπες μου δυο ψίχουλα ψωμί

κρύβω τον ήλιο, τα πουλιά κι ένα άστρο γιασεμί

κι όλα θα γίνουν αύριο καρβέλια χρώματα

για να γιορτάσουν των παιδιών μάτια και στόματα».

Α! ναι και να μην ξεχάσουμε να ευχαριστήσουμε την Ευδοκία για τον τίμιο τρόπο που προσφέρει τα δώρα της σε μικρούς και μεγάλους.

Να την ευχαριστήσουμε για την προτροπή της να χορέψουμε με τα χέρια ψηλά και τα δάχτυλα να γιορτάσουν την παιδικής μας παλινόρθωση.

«Έχε το νου σου μην και χαθεί το δοχείο της φαντασίας σου».



Σας ευχαριστώ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου