Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ


Οι φωτιές του Άι - Γιάννη



«Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν μπροστά στις φλόγες/ μέσα στη ζεστή νύχτα/ (Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)/ και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν/ πόσο παράξενα μάς κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια/ τα χωνευτήρια των/ ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια/ ανταύγεια)./ Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο/ το βράδυ που έπεσε η γαλήνη/ άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής/ μέσα στο κορμί σου/ τη νύχτα εκείνη του Άι - Γιάννη/ όταν έσβησαν όλες οι φωτιές/ και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια». Από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη “Φωτιές του Άι – Γιάννη”.



Αναμνήσεις απ' τις φωτιές του Άι – Γιάννη, όπως αυτές που αναφέρεται ο Γιώργος Σεφέρης. Απ' τα “φουντανάκια” που τα ανάβαμε, όταν ήμουν παιδί, σε κάθε γειτονιά του χωριού, αποσπέρας. Μα και αναμνήσεις από “τσοι κληδόνους”, που τους βγάζαμε πάλι σε κάθε γειτονιά του χωριού, σαν αύριο, ανήμερα τ' Άι - Γιαννιού, με το που ψύχνιαζε. Πάνε, πέρασαν, ανεπιστρεπτί αυτές οι εποχές της “βίωσης” των εθίμων, πάνε και δεν ξανάρχονται. Νοσταλγία...



«Αποστέλλεται παρθένος αγνή, ει δυνατόν Μαρία, εις την πηγήν ήτο φρέαρ μετά λαγήνου κενού και παραγγέλεται αυστηρώς να μη ομιλήση ουδενί καθοδόν πηγαίνουσα, αντλούσα και επιστρέφουσα, ούτε να χαιρετήσει τινά [...] Εκαστος των θελόντων να χρηστηριασθώσι, και διά τους απάντας ακόμη, προετοιμάζει τα μήλα αυτού άτινα περικοσμούσι δια μοσχοκαρφίων (γαρούφαλα) σχηματίζοντες επ' αυτόν διάφορα σχήματα [...] έτεροι σημειούσι τα αρχικά του ονόματος [...] και άλλοι προσδένουσιν επ' αυτών δακτυλίους...». Και αυτό, έτσι στο περίπου, όπως ο Παύλος Βλαστός το περιγράφει (βλ. “Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη” του Νίκου Ψιλάκη) γινόταν τότε. Καλή η όποια αναβίωση, δεν λέω, άλλο πράγμα όμως η βίωση!


Για τον πατέρα




«Ποτέ δεν θυμούμαι να μου 'πε τρυφερό λόγο· μια φορά μονάχα - ήμασταν στη Νάξο, την επανάσταση, και πήγαινα στη φράγκικη Σχολή στους φραγκοπαπάδες· είχαμε δώσει εξετάσεις κι είχα πάρει κάμποσα βραβεία, μεγάλα χρυσοδεμένα βιβλία· δεν μπορούσα μόνος μου να τα σηκώσω, πήρε ο πατέρας μου τα μισά και γυρίσαμε σπίτι. Σε όλο το δρόμο δεν άνοιξε το στόμα· προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά του που ο γιος του δεν τον ντρόπιασε· και μονάχα όταν μπήκαμε στο σπίτι, χωρίς να με κοιτάξει: “Δεν ντρόπιασες την Κρήτη”, είπε με κάποια τρυφεράδα. Μα ευτύς θύμωσε με τον εαυτό του που προδόθηκε κι έδειξε πως ήταν συγκινημένος, κι όλη τη βραδιά απέφυγε να με κοιτάξει κι ήταν κατσουφιασμένος». Νίκος Καζαντζάκης από την “Αναφορά στον Γκρέκο”.



«Πήγε ένας πατέρας να ρωτήσει/ πώς πάει ο Νικολάκης του στα γράμματα./ Στα πικρά εργατικά του ρούχα/ στάμπες η αγωνία του σκούρες, μαύρες./ “Ο Νικολάκης, κύριε, είν' ο καλός μου μαθητής./ Όσο μπορείς να τον βοηθήσεις. Κλήμα/ κι αν έχεις στην αυλή, αν χρειαστεί να το πουλήσεις”/ Πέρα, τα ξεφτισμένα τα βουνά,/ σαν πρόσωπα της αργατιάς,/ πώς τα αγλάιζε το φως!/ “Και την καρδιά μου, Δάσκαλε, σαν το ψωμί..”/ πήγε να πει σεμνά και δάκρυσε, και ντράπηκε../ Κι ενώ τον έβλεπε ο δάσκαλος/ να χάνεται πέρα στα ξεφτισμένα τα βουνά:/ “Τι ωραίος, Θεέ μου, είν' ο κόσμος Σου!” είπε/ κι έβγαλε από τη μέσα τσέπη το μαντίλι του, ενώ τα παιδιά φύτευαν ανυποψίαστες κόκκινες φωνές/ ανάμεσα στα πράσινα δέντρα του σχολικού κήπου». Το ποίημα “Ένας πατέρας” του Κώστα Καλαπανίδα.

Στον απόηχο του όποιου εορτασμού της Ημέρας του Πατέρα την περασμένη Κυριακή, τρίτη Κυριακή του Ιουνίου, τα παραπάνω δύο κείμενα. Τα λένε όλα!



Χανιώτικα νέα (23.06.2017)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου