Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΥΤΟΣ ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΑΘΑΝΑΣΙΑ
«Απόψε θέλω να σου μιλήσω! Θυμούμαι που πέρυσι 21 του Μάη ήρθαμε στον τάφο σου. Ένα παιδί μίλησε για τη Μάχη της Κρήτης. Ο μεγάλος σου γιος μας έδειξε τη φωτογραφία σου. Μοιάζεις με βράχο που ξεκόλλησε από απέναντι. Υστερρα μας μίλησε για τη ζωή σου. Στο τέλος τα εγγόνια σου άφησαν πάνω στον τάφο σου ένα στεφάνι με λουλούδια. Και μια υπόσχεση. Να σου μοιάσουνε. Κι ύστερα σωπάσαμε για ένα λεπτό. Πόσο γεμάτο ήταν αυτό το λεπτό! Η μορφή σου τα λόγια σου, οι πράξεις σου, όλα μπαινόβγαιναν στο μυαλό μου. Τότε ήταν που σκέφτηκα πως ένα λεπτό σιωπής αξίζει όσο και η αιωνιότητα. Προπάντων όταν το σιωπητήριο αυτό είναι αφιερωμένο σ’ έναν άγνωστο – γνωστό ήρωα που τ’ όνομά του δεν το γράφει κανένα βιβλίο. Που η εικόνα του δε στολίζει κανένα δημόσιο τοίχο. Μένεις μόνο στη θύμηση των παιδιών σου, που τ’ άφησες ορδανά. Και των χωριανών σου που σε είδαν το μαγιάτικο εκείνο πρωινό να ξεκινάς μαζί με δύο τρεις άλλους για τα Πλακάλωνα, Δημήτρη Βαβουλέ, από τις Στρόβλες». (Απόσπασμα από το κείμενό μου “Κουβέντα με έναν ήρωα” που δημοσιεύθηκε στα “Χανιώτικα νέα” στις 20 Μαΐου 1977).
Μάης του 1976. Ιδού εγώ, νεοδιόριστος δάσκαλος στις Στρόβλες Σελίνου μαζί με τους 36 μαθητές μου κι όλους τους χωριανούς, γύρω από τον τάφο του Δημήτρη Βαβουλέ, στον Αγιο Μάμα. Συγκίνησις μέχρι δακρύων. Μάης του 1977, έναν χρόνο μετά. Ιδού πάλι εγώ δάσκαλος στα Πλακάλωνα Κισάμου, εν μέσω άλλων μαθητών και όλων των Πλακαλωνιωτών, να καταθέτουμε δάφνινο στεφάνι, εκεί όπου ο 93χρονος τότε γέροντας Γεώργιος Καρτάκης μας υπέδειξε ότι έπεσε υπέρ πατρίδος ο Στροβλιανός ήρωας και όπου αργότερα με πρωτοβουλία του αξέχαστου γιατρού συγγραφέα Δημήτρη Καρτάκη, θα στηθεί μνημείο… (φωτ.). Και πάλι συγκίνησις μέχρι δακρύων. Ιδιαίτερα για τον Δάσκαλο που είχε “κουβεντιάσει” (είχε γράψει το κείμενό του) μόλις το προηγούμενο βράδυ με τον ήρωά του…
«Θυμάσαι Δάσκαλε, που γιορτάσαμε τη Μάχη της Κρήτης στο μνήμα του Παππού μου;» μου είπε η Γεωργία, ένα από τα εγγόνια του Δημήτρη Βαβουλέ, στις 19 Αυγούστου 2015, στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων, μετά την παρουσίαση του μοναδικού στο είδος του λευκώματος με τίτλο “Εις μνημόσυνο αιώνιο – Θύματα Μάχης Κρήτης και Κατοχής από και στο Νομό Χανίων” του θείου της Νίκου Βαβουλέ. Της χαμογέλασα πλατιά, όντας σίγουρος ότι ήταν ρητορικό το ερώτημά της. Οπως τότε που κατέθετε με άκρα σοβαρότητα, με τα ξαδέλφια της, τον Νεκτάριο, τον Παναγιώτη, τον Παντελή και τον Κωστή, το λουλουδένιο στεφάνι. Πριν από 38 χρόνια. Ηθελα να τη ρωτήσω αν θυμάται τη φράση που είχα πει εν είδει επιλόγου στο τέλος εκείνης της της εκδήλωσης, μετά το “Χριστός Ανέστη” που έψαλε, στεντορεία τη φωνή, ο παπα-Παντελής, με την οποία έκλεισα αργότερα ένα ποίημά μου. Δεν το έκαμα. «Δεν μπορεί παρά να την θυμάται», σκέφτηκα. Δεν είναι μόνο του Δασκάλου προνόμιο οι θύμησες, είναι και των μαθητών…
“Αντί για ψωμί τις μέρες αυτές/ δείπνησαν τη λεβεντιά./ Ήπιαν το κρασί της δόξας./ Έτσι χορτάτους τους βρήκε ο θάνατος./ Η Κρήτη φόρεσε το μαύρο τσεμπέρι της/ κι έψαλε το “Χριστός Ανέστη”/ Ο Θάνατος αυτός ονομάστηκε Αθανασία”. Το ποίημα μου “Αθανασία (1941)”.
Χανιώτικα νέα (08.062018)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου