Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΜΙΑ ΠΟΛΥΚΑΡΠΗ ΚΑΙ ΚΑΛΙΚΑΡΠΗ ΕΛΙΑ 

Η γιορτή της Μητέρας μεθαύριο, δεύτερη Κυριακή του Μάη, και ο νους μου στη μάνα μου, “μαμουλίνα” την έλεγα στα τέσσερα τελευταία χρόνια της επίγειας παρουσίας της. Ωσεί παρούσα στη ζωή μου, πάντα, “ενόσω ζω, αναπνέω και σωφρονώ”, για να χρησιμοποιήσω μια αγαπημένη μου “Παπαδιαμάντεια” φράση, κι ας βρίσκεται εδώ και 8 χρόνια, 4 μήνες και 6 μέρες, στο άλλο ημισφαίριο της ζωής, όπου την υποδέχθηκε ο πατέρας μου, τα δυο νήπια αδελφάκια μου, οι γονέοι της και οι δυο απ’ τους εφτά αδελφούς της. Πώς και πώς με περίμενε αυτήν τη μέρα!
«Μια αει-θάλλουσα, πολύκαρπη και καλλίκαρπη αιωνόβια ελιά η μάνα μας και η γιαγιά μας! Μια ελιά που άντεξε “μ’ όλους τους καιρούς, μ’ όλους τους ανέμους”. Μια ελιά που είχε απλώσει τις ρίζες της στη σάρκα της λαϊκής μας παράδοσης κι είχε γίνει ένα μαζί της. Μια ελιά στον ίσκιο της οποίας πάντα θα βρίσκουμε καταφύγιο. Προπάντων τώρα που έφυγε από κοντά μας, στον πατέρα μας και παππού μας στη Χώρα των Μακάρων. Οπως βρίσκαμε ακόμα και τα τελευταία χρόνια, όταν τα πόδια της είχαν πάψει πια να την υπακούνε και τα πάντα ακούραστα χέρια της, τα αγιασμένα χέρια, δεν μπορούσαν να κάμουν ούτε τ’ απαραίτητα». Απ’ τα που είπα, αποχαιρετώντάς την (ήταν παραγγελιά της) στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο Νίππος.
«Οπως έλεγε η μάνα μου./ Οπως έκανε η μάνα μου./ Οπως δούλευε η μάνα μου./ Οπως έδινε δέκα για να πάρει ένα/ αν το έπαιρνε κι αυτό η μάνα μου./ Οπως διηγιόταν παλιές ιστορίες η μάνα μου./ Οπως είχε την πόρτα ανοιχτή/ στους διακονιάρηδες η μάνα μου./Οπως κάρφωνε τα νύχια στα χέρια της για να μην κλάψει η μάνα μου./ Σε παρατατικό χρόνο η ζωή της μάνας μου. Σε παρατατικό που δηλώνει ενεστώτα». Το ποίημά μου “Ενεστώτας” (ποιητ. Συλλογή “Οταν γίνεις ποίημα”, Χανιά 2013).
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΑΝΙΩΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥΣ

«Στο πέρασμά σου/ σιγανή φωνή χελιδονιού/ κι άρωμα γιασεμιού./ Μια σφαίρα μαγική σε περιβάλει./ Οταν σε πλησιάζαμε/ όλα γίνονταν εύκολα/ κι ωραία./ Εσύ αεικίνητη τα προλαβαίνεις όλα./ Για όλα είχες προβλέψει/ τίποτα να μη λείψει/ από την ψυχή μας./ Αγρυπνη στέκεσαι δίπλα μας/ τόσες ώρες, τόσες μέρες εφημερίας/ τόσες μέρες αγώνα/ για να είμαστε εμείς καλά./ Τώρα ησύχασε, κοιμήσου, Μάνα!/ Τα βράδια η μνήμη σου έρχεται/ και μας αφήνει λίγη άνοιξη/ μια μικρή ευωδία στο μαξιλάρι,/ κοιμήσου Μάνα!/ είμαστε καλά δε μας έχασες, κοιμήσου!» Το ποίημα “Μάνα” του Γρηγόρη Γεωργουδάκη.
«Το σπίτι καθαρό και περιποιημένο/ Τα έπιπλα στη θέση τους/ Το φωτάκι στο διάδρομο αναμμένο/ να βλέπεις όταν σηκώνεσαι το βράδυ/ Τίποτα δεν έχει αλλάξει θέση/ Ολα είναι όπως τα θυμάσαι/ Δεν ξέρω πότε θα τελειώσει/ Αυτή η εκδρομή/ Για ν’ ακούσω πάλι/ Την ανήσυχη αναπνοή σου/ Τον ψίθυρο των ονείρων σου/ Τη γνώριμη φωνή σου/ Να μιλάει στο/ Αδειο σπίτι»./ Το ποίημα “Εκδρομή (Στη μνήμη της μητέρας μου)” του Λεωνίδα Κακάρογλου.
«Χάραμα βγήκες έξω απ’ την πόρτα,/ που σου άνοιξε ο ήλιος της ανάγκης/ και κάθισες στην ασβεστωμένη πέτρα σου./ Χάιδεψες με τα μάτια τις πολύχρωμες ζωγραφιές σου./ Το σκυλάκι, ο κατιφές, το γλυκό ματάκι,/ το κατημέρι, η γαρυφαλιά, το ωραίο φύλλο./ Αγκάλιασες με τα δάχτυλα/ τα ακριβά σου αρώματα./ Ο βασιλικός, η μαντζουράνα, η μπαρμπαρούσα/ η μέντα, ο δυόσμος, το δεντρολίβανο…/ Κι ύστερα κοίταξες/ τη φωτογραφία της μικρής κορνίζας,/ που τράβηξες απ’ το στήθος σου/ κι η ματιά σου χάθηκε ιχνηλάτης/ στον μακρινό ορίζοντα./ Εγώ, όμως μάνα,/ θυμούμαι τα δικά σου χέρια/ να μυρίζουν ψωμί, γάλα και χώμα/ και το βλέμμα σου αθάνατο νερό/ να με λούζει σε κάθε μου περπάτημα». Το ποίημα “Ιερό πορτραίτο” του Μανόλη Λεφάκη.
«Μια πεθυμιά ‘χω, Μάνα μου, και θέλω να μ’ ακούσεις,/ να έρθεις εις τον ύπνο μου μια νύχτα στ’ όνειρό μου/ έχω ανάγκη να σε δω, καημό να σε ακούσω/ γιατί ‘ναι χρόνια, Μάνα μου, σ’ όνειρο δε σε βλέπω./ Κι αν ‘χεις ‘να παράπονο να μου το πεις να ξέρω/ να προσπαθήσω κ’ αν μπορώ να σου το εξαλείψω,/ γιατί ‘ναι ανάγκη, Μάνα μου, ο γιος σου να σε βλέπει/ έστω και σ’ ένα όνειρο, περαστικό, φευγάτο./ Είκοσι χρόνια είν’ πολλά που έφυγες, μητέρα,/ στη σκέψη καθημερινά μου έρχεσαι, μα φεύγεις/ σαν είν’ τα βάσανα πολλά κ’ η σκέψη μου αλλάζει,/ γι’ αυτό σε θέλω στ’ όνειρο, που ησυχάζ’ ο νους μου». Το ποίημα “Η επιθυμία” του Γιάννη Πολυράκη.
Τέσσερις Χανιώτες ποιητές, ο γιατρός πνευμονολόγος Γρηγόρης Γεωργουδάκης, ο πολιτικός μηχανικός Λεωνίδας Κακάρογλου, ο τ. σχολικός σύμβουλος Μανόλης Λεφάκης και ο τ. διευθυντής του Κεντρικού Καταστήματος Χανίων της Αγροτικής Τράπεζας Γιάννης Πολυράκης, ανακαλούν στο κεκλιμένο επίπεδο της μνήμης τη μάνα τους. Σε ενεστώτα χρόνο. Βεβαίως με αφορμή τη μεθαυριανή Γιορτή της Μητέρας…
Χανιώτικα νέα (Παρασκευή, 10.5.2019) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου