Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ

Το ψωμί, που είναι “ποίημα” (δημιούργημα) της μάνας του, έχει γερές βάσεις. Η μάνα, σύμβολο της «έγνοιας», το νοιάζεται με αγάπη, ώστε να ολοκληρωθεί η προετοιμασία του και το αποτέλεσμα να είναι “καλό”. Ως άρτον τον επιούσιον “που  καρδίαν ανθρώπου στηρίζει” επιθυμεί και ο ποιητής να είναι και το δικό του “ποίημα”. Έτσι, στο ξεκίνημα ο Β.Κ. μας προϊδεάζει τον στόχο της δικής του δημιουργίας και μας προειδοποιεί ότι θα μας ξεκουράζει πολύ συχνά, “παίζοντας” με τη χρήση της Ελληνικής Γλώσσας, την οποία γνωρίζει πολύ καλά, εις βάθος και πλάτος.
                                                                                                    Αλεξάνδρα Μποτονάκη






Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ
ΑΡΤΟΣ ΠΟΥ ΚΑΡΔΙΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΙ
Γράφει η Αλεξάνδρα Μποτονάκη*

Ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης  είναι σύζυγος της αγαπημένης συμπατριώτισσας Ευδοκίας Σκορδαλά-Κακατσάκη, επιτυχημένης συγγραφέως παιδικών βιβλίων (έτος αποφοίτησής της  από το Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης το 1968).
Είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή του.

Ψωμί από καλό προζύμι
ψωμί ζυμωμένο με έγνοια
καλοψημένο ψωμί
το ποίημα της μάνας μου

Ποίημα όπως το δικό της,
άρτον “που καρδίαν ανθρώπου στηρίζει”,
θέλω το ποίημα που γράφω

Αποτελείται από 56 μικρά ποιήματα, για τα οποία δίνεται άπλετος χώρος στο καθένα από τον εκδότη ολόκληρη σελίδα, ώστε να απλωθεί και να προκαλέσει τη φαντασία του αναγνώστη…
Η μορφή τους μας θυμίζει το σονέττο των Παρνασσικών με τους δύο-τρεις τελευταίους στίχους να κλείνουν το βασικό μήνυμα του ποιήματος. 
Τα 56 μικρά ποιήματα διαιρούνται σε τρεις ενότητες, χωρίς αυτές να χαρακτηρίζονται από τον ποιητή. Εξάλλου ,όλα τα μικρά αυτά πονήματα διαπνέονται από την αναζήτηση της ελευθερίας, της γνησιότητας, της αλήθειας μέσα από την παράδοση,την αρχαιοελληνική ή χριστιανική, της αγωνίας για τη ζωή και το θάνατο αλλά και της ελπίδας.
Το ψωμί, που είναι “ποίημα” (δημιούργημα) της μάνας του, έχει γερές βάσεις. Η μάνα, σύμβολο της «έγνοιας», το νοιάζεται με αγάπη, ώστε να ολοκληρωθεί η προετοιμασία του και το αποτέλεσμα να είναι “καλό”. Ως άρτον τον επιούσιον “που  καρδίαν ανθρώπου στηρίζει” επιθυμεί και ο ποιητής να είναι και το δικό του “ποίημα”. Έτσι, στο ξεκίνημα ο Β.Κ. μας προϊδεάζει τον στόχο της δικής του δημιουργίας και μας προειδοποιεί ότι θα μας ξεκουράζει πολύ συχνά, “παίζοντας” με τη χρήση της Ελληνικής Γλώσσας, την οποία γνωρίζει πολύ καλά, εις βάθος και πλάτος.
Στο πρώτο δωδεκάστιχο ο ποιητής εικονογραφεί τον εαυτό του σε πρόσωπο της Καινής Διαθήκης, στον Σίμωνα τον Κυρηναίο, ο οποίος διετάχθη “ίνα άρη τον σταυρόν” του κουρασμένου Θε-ανθρώπου και να υποδηλώσει τον ρόλο της ποίησης στον σημερινό άνθρωπο. Θαυμάσια σύλληψη! Στους 9 πρώτους στίχους δίνονται 5 χαρακτηρισμοί του σημερινού Σίμωνος που αναλαμβάνει να άρη “την οδύνη του σύμπαντος κόσμου” αλιεύοντας εικόνες από την ελληνική πραγματικότητα.
Ο ποιητής και δάσκαλος, στα 21 ολιγόστιχα της πρώτης ενότητας, ρίχνεται στην αποστολή του με σεμνή αυτοπεποίθηση... Στήριγμά του η ελληνική γλώσσα και οι δυνατότητές της. Στη γραφίδα του, η πανέξυπνη ελληνική γλώσσα ζωντανεύει και μας χλευάζει με τα καπρίτσια της, παίζοντας διαφορετικό ρόλο σε κάθε στίχο, παίρνοντας διαφορετική θέση στον λόγο, δημιουργώντας αντιθέσεις, που ανατρέπουν τα προηγούμενα. Και δεν είναι μόνο αυτά…
Πέντε-έξι λέξεις αρκούν, για να προετοιμασθεί με την εναλλαγή της σιωπής και της κραυγής, ώστε να συγκλονισθεί ο αναγνώστης από το τελευταίο δίστιχο:

Κραυγάζει
η σιωπή του θανάτου!  (σελ.12)

Οι αντιθέσεις είναι συνήθης ποιητικός τρόπος ίσως και εύκολος και χρησιμοποιείται και στην κλασική ποίηση και στον ελεύθερο στίχο. Χρειάζεται όμως  αυτός που τις χειρίζεται να έχει βιώσει το βάθος και πλάτος των εννοιών, πράγμα που φαίνεται ότι χαρακτηρίζει τον Β.Κ.
Αυτό ισχύει όχι μόνο για τις αντίθετες έννοιες αλλά για κάθε λέξη, εικόνα, σύμβολο. Ίσως γι`αυτό τον λόγο η πρώτη ενότητα κλείνει με ένα δεκατετράστιχο απολογητικό, για τη δυσκολία του ποιητή και της γραφίδας του να “διαχειρισθεί το βάρος των λέξεων”.
Με απογοήτευση ή ταπεινοσύνη διαπιστώνει απαξιωτικά ότι... κάποια “καρακάξα” αδειάζει το βάρος τους, τις μεταλλάσσει σε “καινές” αλλά “κενές”, οπότε και το επιμύθιο:

δίχως βάρος οι λέξεις
πεθαμένο σπουργίτι το μολύβι
στο χέρι του ποιητή

Σε αυτήν την ενότητα των 32 ποιημάτων συναντούμε ποικιλία χώρων έμπνευσης του δημιουργού, από την ελληνική κοινωνική παράδοση, από τη θρησκευτική παράδοση,από τη σημερινή σκληρή πραγματικότητα, που αφορά στον σκεπτόμενο και ευαίσθητο άνθρωπο, την οποία είτε τη βιώνει, είτε την αντικρίζει και τρομάζει. Ο Β.Κ. αποδομεί το ασήκωτο βάρος τους με τη γραφίδα του. Χρησιμοποιεί εύστοχα τις αντιθέσεις των εννοιών, τις ρητορικές ερωτήσεις, τις αναπάντητες ερωτήσεις και με ιδιαίτερη επιτυχία τα υγρά σύμφωνα ως ήχο.

Το υγρό αλλοπρόσαλλο λάμδα (σελ.28)

Μερικά από τα ποιήματά του είναι αφιερωμένα σε συγκεκριμένα πρόσωπα με ένα επιμύθιο, που αφορά σε όλους μας:
...οι δαίμονες που επιμένουν
να κυκλοφορούν στις φλέβες μας (σελ. 17)









Για την απάτη, το ψέμα και την υποκρισία εμπνέεται από σύμβολα και γεγονότα της γραφής και πέφτουν ως καταπέλτης στις εικόνες που ζωγραφίζει. (σελ.21,22,23)
Η τεχνική του ποιητή είναι ίδια και στη δεύτερη ενότητα. Το περιεχόμενο, κατά την εκτίμηση της γράφουσας, αποπνέει αισιοδοξία και σαν να φαίνεται ότι ο ποιητής ανακαλύπτει κάποιες διεξόδους.
Και απολογείται. Με σύμβολο τη στέρεη έννοια της πατρίδας και τις αξίες που τη χαρακτηρίζουν, σε απλές ελληνικές εικόνες αποκαλύπτει την πηγή της έμπνευσής του:

    Πατρίδες του ποιητή οι αισθήσεις του
    Πατρίδα του ποιητή η καρδιά του.

Σταματούμε πάλι στα παιχνίδια με τις λέξεις. Τέσσερις λέξεις, όνειρα, όρια, οδός, ωδή και τρία ...σύμφωνα, το ν, το ρ, και το δ. Αποτέλεσμα: (ο ποιητής) Αναζητώντας την οδό των ουρανίων ωδών (σελ. 36).
(Άντε να το μεταφράσεις σε άλλη γλώσσα!)
Στο επόμενο οκτάστιχο ορθώνει την ποιητική του γραφίδα σε εντολοδόχους του σκότους και προειδοποιεί:

    στο φως του ονείρου
    έχουμε ανάψει εμείς το κερί μας!

Ακολουθούν ποιήματα εμπνευσμένα από φράσεις,εικόνες από το θείο Δράμα και με το προσωπικό του ύφος  οδηγεί τον αναγνώστη σε μακρύτερους δρόμους.
Εξακολουθεί να βρίσκεται στο χώρο της θρησκείας από την οποία διαφαίνεται ότι αντλεί αισιοδοξία και ελπίδα, χωρίς κηρυκτικό και διδακτικό λόγο. Η προσευχή του γίνεται:

    βραδιά των αστεριών,
    των αηδονιών και των γιασεμιών
    η βραδιά των υψωμένων χεριών  (σελ. 44)

Αφού αφιερώσει δύο ποιήματα σε ξεχωριστά άτομα επισημαίνοντας μία αρετή ή κάτι ιδιαίτερο που είχε συγκινήσει τον ποιητή, στρέφεται σε φράσεις μεγάλων Ελλήνων ποιητών και πεζογράφων που, ως “τιτιβίσματα χελιδονιών”, στέλνουν το αισιόδοξο μήνυμα:

    “έχει μέλλον το έθνος μας”.

Τελειώνοντας την ενότητα δεν συγκρατείται, βουτάει τη γραφίδα του σαν μαχαίρι κρητικό, προσβεβλημένος, στην σημερινή πραγματικότητα και προτρέπει:

    Στον ίσκιο της  σημαίας του ανθρώπου
    χρησιμοποιώντας ο καθείς το όπλο του,
    ν`αντισταθούμε  (σελ.49)




Συνέρχεται και, στο τελευταίο δεκάστιχο της ενότητας,  κλείνει με το δυνατό τρίστιχο:

    Αγιοκέρι στο μανουάλι
    της παρεξηγημένης Αγίας Λιτότητας
    ο άρτος ημών ο επιούσιος

Στην τρίτη ενότητα ο Β.Κ. προσπαθεί να απαντήσει και πάλι στο ερώτημα “γιατί γράφει”: Είναι το ταξίδι, είναι η φυγή, είναι η Ιθάκη;
Τον ανησυχεί η απάντηση και με τη βοήθεια του Ανδρέα Κάλβου εύχεται:

    Ας μη μου δώσει η μοίρα μου
    εις ξένην γην τον τάφον”
    Το καλύτερο ποίημα
    δεν το έχω γράψει ακόμα.
Συνεχίζει με τα παιχνίδια των λέξεων. Τέσσερις λέξεις  χαριεντίζονται μεταξύ τους, για να καταλήξουν στον θριαμβικό Παιάνα:

    Καλώς ήρθες, άνοιξη της ποίησης!

Με ποιητική λιτότητα και με τη βοήθεια της γραμματικής αναδεικνύει τη σπουδαιότητα  της μεγαλύτερης αρετής, της αγάπης και κλείνει:

    Σε πρώτο ενικό
    κρίνονται όλα

Συνεχίζει να πρωτοτυπεί με το να προσωποποιεί τις ιδέες του με τις αντιθέσεις, ενώ συναρμολογεί ζωντανές εικόνες, σχεδόν καθημερινές αλλά τόσο βασανιστικές στον καθένα μας. Και τότε βρίσκει καταφύγιο στο Θεό και στην αποδοχή του. Στη Μεγάλη Παρασκευή, την ημέρα των νεκρών, συναντά τις ψυχές:

    ζώσες και λάμπουσες
    θα συνεχίσουνε και φέτος-
    μέχρι να χαράξει η μέρα-
    να βεγγερίζουνε πάνω στα μνήματα
    λέγοντας ιστορίες από τα παλιά…

Ακολουθούν τέσσερα ποιήματα, αφιερωμένα σε τέσσερα πρόσωπα. Στο πρώτο, εξάστιχο και εντελώς αφαιρετικό, χρησιμοποιεί την τεχνική που συναντήσαμε και σε προηγούμενα στιχουργήματα, αφιερωμένα σε πρόσωπα που “κάτι” από την προσωπικότητα ή το έργο τους συγκλόνισε τα αισθήματά του.
Εκπληκτικά τα επόμενα τρία... Στο “Μάνα”, ο ποιητής ανεβάζει στα ύψη τη ψυχρή Γραμματική και μας προσφέρει την πιο πρωτότυπη περιγραφή της μάνας,οποιασδήποτε μάνας και του ρήματος “αγαπώ”. Και με γραμματικούς παραλογισμούς  καταλήγει:

     Μάνα
     Επίρρημα χρονικό
     Σύνδεσμος συμπλεκτικός.
     Πρόθεση που φανερώνει τρόπο
     Επιφώνημα για όλες τις χρήσεις (σελ.63)

Ακολουθεί “εκ βαθέων” ύμνος στην αγάπη του, μέχρι θανάτου, στο γαλανό της θάλασσας και της Ευδοκίας και εύχεται στο τέλος του ταξιδιού του:

    κι ας είναι (σ)κουρ(ι)ασμένη
    η πυξίδα του “σ’ αγαπώ”
    ………………………........…
    Ωραίος τόπος τα μάτια σου
    για το “ενθάδε κείται”  (σελ.64)

Τέλος το τρίτο αφιερώνεται σε ένα μαθητή του που στα 22 του χρόνια πνίγεται...
...
ντυμένος με το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας:

... Τον υποδέχεται το βαθύ γαλάζιο του ουρανού
    και ο Θεός τον διορίζει φύλακα άγγελο
    του μέλλοντος διαρκείας
    Για όλα τα παιδιά του κόσμου
    που τα μάτια τους κυβερνά η σοροκάδα. (σελ. 65)





Ο Βαγγέλης  Κακατσάκης δεν άντεξε τον πειρασμό…Τα δύο από τα τελευταία του στιχουργήματα βροντοφωνούν ότι ο δημιουργός τους είναι Κρητικός και γνωρίζει τη λυρική «λαλιά» του τόπου του, τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, όπως παράλληλα γνωρίζει και να φτιάχνει μαντινάδες με ομοιοκαταληξία. Με αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο “από καρδιάς” εξομολογείται ότι η ποίησή του βγήκε από την καρδιά του σαν καμπάνα, σαν φωτιά, σαν βρύση, σαν ρόδο και:

Χέρι την κάνω την καρδιά και λέω της να δώσει
όρκο τιμής στον ουρανό πως δε θα με προδώσει. (σελ.67)

Το... καλύτερο στο τέλος έχει τίτλο: «Στον ίσκιο του κυπαρισσιού μου» και είναι αφιερωμένο σε υπαρκτό πρόσωπο. Εικόνες, σύμβολα σε όλο τους το μεγαλείο για την αδυναμία της ανθρώπινης ύπαρξης και το αναπόφευκτο του θανάτου.

    Επιστρέφω στον ίσκιο του
    Στον ίσκιο του κυπαρισσιού μου
    Και για να προετοιμάζω,
    την αναχώρησή μου,
    επιστρέφω στον ίσκιο του.  (σελ.68)

Με αυτούς του στίχους κλείνει ο Β.Κ. “σταυροδένοντας τις μνήμες με τις ρίζες”. Το “ποίημά του”, κατά την ταπεινή γνώμη της γράφουσας, είχε τα χαρακτηριστικά του καλού “ποιήματος” όπως του καλού ψωμιού της μάνας του. Πέτυχε να γίνει “άρτος που καρδίαν ανθρώπου στηρίζει”. Αξίζει η συλλογή αυτή να στολίσει το πρώτο ράφι της βιβλιοθήκης σας.

Σημ.: Πολλά από τα ποιήματα της συλλογής αυτής έχουν ήδη μελοποιηθεί. Το “Ενθάδε κείται” μελοποίησε ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Σταμάτης Κραουνάκης.

(Ο ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ , Τεύχος 69, Ιαν, Φεβρ. Μάρτ. 2019)

* φιλόλογος - Μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού "Ο ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ" 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου