Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

ΕΝ ΝΙΠΠΩ...

                                                          ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ

 

Κι εφέτος λίαν πρωί στην Παναγία του Κλάδου. Λίαν πρωί ... Κι ας ψιλοχιόνιζε! Σιγά το πράγμα...
Χαίρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε...
Πέντε από τις φωτογραφίες του Μανόλη Ι. Κοτσιφάκη )

(Εδώ το περυσινό κείμενο μου. στις ΣΤΑΣΕΙΣ (2.2.2021)...
«Επί της κορυφής ενός λόφου/ το ξωκλήσι της Υπαπαντής./ Κάθε μέρα ο όρθρος./ Την άνοιξη από τα χελιδόνια,/ το καλοκαίρι από τ’ αηδόνια,/ το φθινόπωρο από τα κοτσύφια,/ τον χειμώνα από τα σπουργίτια./ Από έναν γέρο – παπά, μια φορά τον χρόνο,/ στις 2 του Φλεβάρη, λειτουργία./ Με όλα τα πετούμενα/ πλην των χελιδονιών που λείπουν στα ξένα,/ παρόντα με τον περιεστώτα λαό.// Χαίρε κεχαριτωμένη, Θεοτόκε Παρθένε…/ Ωσεί παρόντα τα χελιδόνια/ στη λιτάνευση της εικόνας./ Ένα χαμόγελο το πρόσωπο της Παναγίας,/ δάκρυα στα μάτια του γέρο παπά». Το ποίημά μου “Η Παναγία της Υπαπαντής” από την ποιητική συλλογή “Τα χελιδόνια του μοναχού” (έκδοση: Κοινωφελές Ίδρυμα “Αγία Σοφία” και Πυξίδα της Πόλης”).
Όπως τα γράφω… επί της κορυφής ενός λόφου, βόρεια του Νίππους, σε απόσταση 2 χιλιομέτρων περίπου, το ξωκλήσι της Υπαπαντής, που βιγλίζει τα πέριξ, όλον τον Αποκόρωνα κι ένα μεγάλο μέρος απ’ τα Ρεθεμνιώτικα. Παναγία του Κλάδου ακούγεται, γιατί την έκτισαν κατά που λένε οι παλιοί, λίγα χρόνια πριν απ’ τον πόλεμο του Σαράντα, δυο αδελφές, Κλαδοπούλες, στην περιουσία τους με τα χέρια τους – μαστόρισσα, λένε, στο χτίσιμο η μια, μαστόρισσα στο σουβάντισμα η άλλη. Μεγάλη ιστορία που διακλαδίζεται σε πολλές άλλες, και που δεν είναι εδώ ο χώρος για να τις γράψω… Θα πρέπει να συντρέχει σοβαρός λόγος για να μην τύχω τα τελευταία χρόνια στη Χάρη της, στο πανηγύρι της, που μαζεύει ανεξαρτήτως καιρού πολλούς προσκυνητές, ακόμα κι από τα γυρόχωρα. Ακόμα και με τις ομπρέλες αν το επιβάλει ο καιρός. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ανεβαίνω μέχρις εκεί άλλες φορές… Ν’ ακουμπώ τα μάτια μου στις Μαδάρες, δύοντος του ηλίου, Ιούλιο μήνα, και να ταξιδεύει ο νους μου στα μύρια όσα, το καλύτερό μου.
«Ανύπαντρη μητέρα η Μαρία -/δεκαπέντε χρονών παιδούλα-/ με το κοριτσάκι της στην αγκαλιά/ ολομόναχη μπαίνει στην εκκλησιά,/ για να τη σαραντίσει ο παπάς,/ που, ωστόσο, λείπει./ Τη βλέπει απ’ την εικόνα της Υπαπαντής/ η συνομήλική της Παναγία και ντρέπεται./ Έχει έναν άνδρα/ που την προστατεύει/ δίπλα της, αυτή/ κι ανοιχτή την αγκαλιά του ιερέα Συμεών,/ για να πάρει τον ακριβό της/ και να τον βάλει στ’ Άγια των Αγίων.// “Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία λεν κι εσένα/ κι αν αρνηθώ την Παναγιά, θα αρνηθώ κι εσένα”./ Η μαντινάδα/ που έλεγε στη Μαρία ο δικός της». Το ποίημά μου “Της Υπαπαντής” από την ποιητική συλλογή “Όπως το ψωμί” (εκδ. “Πυξίδα της Πόλης”, Χανιά 2018)







 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου