"Σκέφτομαι ότι αν κάποτε το Υπουργείο Παιδείας αποφασίσει να εισαγάγει το μάθημα της τοπικής ιστορίας στα σχολεία, το βιβλίο του Κακατσάκη θα πρέπει να αποτελέσει βασικό τμήμα της ύλης του."
Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας.
Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με μια προσωπική κατάθεση.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ίσως κι υπερβολικό αυτό που μου συνέβη διαβάζοντας την ξεστεριά του Βαγγέλη Κακατσάκη, Έμοιαζε σαν να εκπληρώθηκε ένα κομμάτι των φανταστικών μου ταξιδιών στο χρόνο από τα πρωτοεφηβικά μου χρόνια. Και θα σας εξηγήσω τί εννοώ εν τάχει!
Τα χρόνια της άγουρης ακόμη νιότης, τα έζησα τη δεκαετία του 70. Τηλεόραση τότε δεν υπήρχε για να ροκανίζει τον ελεύθερο χρόνο μας. Έτσι η ζωή μας ήταν σχολείο, παιγνίδι και πολύ διάβασμα. Στα χέρια μου συχνά έφταναν τα εικονογραφημένα κλασσικά των εκδόσεων τότε ΑΣΤΗΡ Πεχλιβανίδη. Κάποια φορά, οι σπουδαίοι εκείνοι διασκευαστές των κλασικών αθάνατων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, καταπιάστηκαν με το ευφάνταστο μυθιστόρημα του Χέμπερτ Ουέλς την «Μηχανή του χρόνου». Περιέγραφε ένα μηχάνημα που σε μετέφερε μέσα στο χρόνο, σε όποια περίοδο επέλεγες, ή του παρελθόντος ή του μέλλοντος. Τα βράδια λοιπόν που η φαντασία έδιωχνε τον ύπνο, φανταζόμουνα να μεταφέρομαι με το μηχάνημα του Ουέλς ακριβώς σαυτή την περίοδο που μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Δεν χώραγε στο μυαλό μου η σκέψη μιας σκλαβιάς 400 χρόνων: κι από την άλλη, η εθελοθυσία και τα βάσανα του απλού κρητικού λαού, για ένα παιδί τότε που ο πόλεμος αποτελούσε έκθεμα στις προθήκες της μνήμης, ήταν θέματα εντυπωσιακά! Μην έχοντας τίποτ΄ άλλο παρά το σχολικό βιβλίο που οι σελίδες του αφιέρωναν ελάχιστο χώρο για τα πολύπαθα εκείνα χρόνια, παρατιθέμενα μάλιστα ξερά ιστορικά και με λακωνική πληροφόρηση, μου έλειπε η καθημερινότητα....Η εικόνα της κοινωνίας, το γλωσσικό ιδίωμα, οι ιστορίες των απλών ανθρώπων για να συμπληρώσω το ταξίδι της φαντασίας μου και να κατανοήσω την περίοδο εκείνη.
Έμελλε πολλές δεκαετίες μετά, να έρθουμε στο σήμερα, στα διακόσια χρόνια μετά από κείνη την ηρωική περίοδο του ξεσηκωμού, για να έρθει μια άλλη μηχανή του χρόνου. Εξοπλισμένη μάλιστα με ό,τι μου έλειπε στα χρόνια της εφηβείας μου για να ταξιδέψω. Ένα βιβλίο έπαιξε το ρόλο της μηχανής, με όλα εκείνα τα στοιχεία που αναζητούσα, μεταφέροντάς με στην σκοτεινή και φωτεινή συνάμα περίοδο της τουρκοπατημένης Κρήτης. Η ξεστεριά του Βαγγέλη Κακατσάκη! Κι αν είμαι πλέον εκτός της ηλικίας των ονειροπολήσεων, με την ανάγνωσή του, κατάφερα και προσέγγισα τις μέρες και τα έργα των σκλαβωμένων και όχι μόνο! … Είναι και όσα ένιωσα διαβάζοντας αυτή την άκρως λογοτεχνική συλλογή των διηγημάτων του. Η μέθεξη, η συγκίνηση, η περηφάνια, η θλίψη, είναι μερικά μόνο από ένα σύνολο συναισθημάτων που με κατέλαβαν… :
Με την έκταση που παίρνουν τα γεγονότα. Με το συναισθηματικό άγγιγμα. Με τις ολοζώντανες εικόνες. Με τη ρωμαλέα εκφορά της γραφής του, τους εμπνευσμένους διαλόγους του, που έχουν νευραλγική και ουσιαστική θέση στην πλοκή της αφήγησης. Και βέβαια με τους υπέροχους λογοτεχνικούς ιριδισμούς που κάνουν τον αναγνώστη να κοντοστέκεται. Έχει την ανάγκη να ξαποστάσει από τα σκληρά γεγονότα που ταλανίζουν τους σκλαβωμένους. Έτσι σε πολλά σημεία τα πρωτότυπα σχήματα λόγου λειτουργούν ως μία λογοτεχνική όαση.
Ας αναφέρω δύο μόνο σύντομα παραδείγματα από τα πολλά που δίνουν ανάσα ζωής στο κείμενο. Είναι όταν ο χειμώνας κοντοζυγώνει στο πολύπαθο νησί κι ο Κακατσάκης να πως τον ανακοινώνει:
Οι νύχτες μετακούνησαν τα σύνορά τους και στρίμωξαν τις μέρες σε μιας αναπνιάς τόπο.
Κι αλλού όταν θέλει να παρουσιάσει στον αναγνώστη την ώρα του δειλινού, και πιάνει να νυχτώνει, ο συγγραφέας λέει πάλι:
Η μέρα αναμάζωνε τους ύστερους απλοκαμούς της απ΄τα ψηλώματα.
Κι όταν θέλει να μας πει ότι η πολυπόθητη στιγμή του ξεσηκωμού πλησιάζει, η αφήγηση χαλαρώνει και γλυκαίνει. Σε αντίθεση όπου σ΄ άλλα σημεία στα διηγήματά του ματώνει ο λόγος, όταν ειδικά περιγράφει την σκληρή μεταχείριση, τα βάσανα και την αυτοθυσία των καθημερινών ανθρώπων.
Ο Κακατσάκης λοιπόν, για τη μεγάλη στιγμή του Σηκωμού διαλέγει να περιγράψει την ώρα που φύση είναι στα καλύτερά της κι ο αναγνώστης, μαζί με τους ήρωες του κειμένου, ελπίζει, παίρνει ανάσα, γεμίζει η καρδιά του από τη γλυκιά απαντοχή της λευτεριάς …Ας δούμε πως την πλέκει με χρώματα κι αρώματα:
Τάστρα είχαν ξεφυτρώσει από ώρα στον ουρανό. Ξεστεριά! Οι κούμαροι κι οι αροδαμοί μοσκομύριζαν. Πόσο μορφονιά ήτανε οφέτος η άνοιξη! Η θαλασσινή αερινάδα ζόρισε απ΄ το Φλεβάρη τα νια μπουμπούκια, να προβάλλουν τα κεφαλάκια τους. Με το έμπα τ΄ Απρίλη που ΄φτασε και το χαμπάρι του Σηκωμού, είχανε στελιώσει κιόλας έρωτα με τον ήλιο. Καλημέρα Κρήτη! Καλώς τη δέχεσαι την αδελφή σου την ξενητεμένη τη Λευτεριά. Κι η Κρήτη άνοιγε τις φτερούγες της, ακόνιζε τα μαχαίρια της, μπόλιαζε με το μυστικό τα παιδιά της, και περίμενε…
Είναι μια μόνο γουλιά της ποιητικής γραφής του Βαγγέλη, έτσι για να μοιραστούμε όσο γίνεται στο λίγο χρόνο της παρουσίασης, τις εντυπώσεις διαβάζοντας τη «ξεστεριά».
Πάντως, αν κάποιος έχει διαβάσει τις ποιητικές συλλογές του, πιθανόν αντιλαμβάνεται ότι συμβαίνει το εξής περίεργο με την πένα του: Όταν γράφει ποίηση ο Κακατσάκης γίνεται δωρικός, λιτός, λακωνικός κι αινιγματικός. Στην πεζογραφία σαρώνει με τα σχήματα λόγου, τις απίστευτες περιγραφές του, τα υπαινικτικά του σημεία που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση και τον προιδεάζουν. Όπως εκεί για παράδειγμα που προοικονομεί και υπαινίσσεται το τραγούδι που κλωθογυρνάει την ώρα της δημιουργίας του, στο μυαλό του νεαρού Σφακιανού, αναφέροντας συχνά στο κείμενο, μια λέξη μόνο, μοναχή της κι ασύνδετη: Ξεστεριά!
Κι ο αναγνώστης νιώθει αμέσως σε ποιο πασίγνωστο τραγούδι θα καταλήξει…
Όμως το μεγάλο ερώτημα είναι το πώς ο συγγραφέας μπόρεσε να περιγράψει την εποχή τόσο ρεαλιστικά ωσεί παρών… Με απλά λόγια για να το καταλάβουμε: Για να γράψεις ένα κείμενο πρέπει να γνωρίζεις καλά τα γεγονότα, το χώρο, την ψυχολογία των ηρώων που εξαρτώνται από το κοινωνικό περικείμενο της εποχής. Αν δεν τα γνωρίζεις όλα αυτά, αυτό που θα γράψεις θα είναι χωρίς ψυχή και δίχως πόδια, ψεύτικο.. και ως εκ τούτου, άνευ ενδιαφέροντος.
Ένα στοιχείο να λείπει, η αφήγηση κουτσαίνει και το ενδιαφέρον του αναγνώστη φυλλοροεί, γιατί δεν τον πείθει. Για παράδειγμα: Αν το κείμενο τα έχει όλα τα στοιχεία για να επιτευχθεί η μέθεξη και λείπει το γλωσσικό ιδίωμα της κρητικής τοπιολαλιάς εκείνης της εποχής, χάνεται η αλήθεια του, και διαχέεται ένα κακώς στημένο σκηνικό. Δεν έχει ενδιαφέρον. Κι όμως ακόμη και σ΄ αυτό τον τομέα, άψογη η αφήγηση! Τόσο άψογη που χρειάστηκε κι ένα μικρό γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου για την κατανόηση λέξεων, που πια δεν συνηθίζονται στην ομιλία των σύγχρονων κατοίκων του νησιού μας.
Με τις σκέψεις αυτές κι ίσως για να βρω μια απάντηση στην απορία μου, του πώς απέκτησε ο συγγραφέας τόσο αληθινή και ζωντανή εικόνα της εποχής, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι διάβασε, εντρύφησε σε κείμενα σχετικά με τις κρητικές επαναστάσεις, για να δημιουργήσει μια έμμεση για κείνον εμπειρία και βίωμα, ώστε να μπορέσει να αποδώσει με ειλικρινή τρόπο γεγονότα και καταστάσεις.
Από μια σύντομη κι επιφανειακή αναζήτηση στο διαδίκτυο, προσπάθησα να βρω μια απάντηση για το πόσοι και ποιοι έχουν γράψει και τι ακριβώς έχει γραφτεί για τα χρόνια των εξεγέρσεων στην Κρήτη, μετά την τραγική κατάληξη της επανάστασης του Δασκαλογιάννη.
Βρήκα 8 βιβλία καθαρά ιστορικού περιεχομένου εκ των οποίων κι ένα της ΙΛΑΕΚ βραβευμένο από την ακαδημία Αθηνών, που όμως δεν έχουν σχέση με τη λογοτεχνία. Που σημαίνει ότι ίσως το «Πότε θα κάνει ξεστεριά», ταξιδεύει μόνο του λογοτεχνικά στη συγκεκριμένη ιστορική περιοχή.
Ωστόσο η απορία μου για το πώς είχε τέτοια ρεαλιστική εικόνα ο συγγραφέας για την εποχή, τελικά λύθηκε από τις συζητήσεις που είχαμε με τον ίδιο.. Κατέληξα στο χιλιοειπωμένο, ότι η προφορική παράδοση είναι αμύθητος πλούτος,. Δηλαδή, ένας κοινωνικός περίγυρος ανθρώπων που οι δεκαετίες βάραιναν την πλάτη, στο χωριό του Βαγγέλη, ένας Καζαντζάκης κι ένας Πρεβελάκης, ήταν αιτίες απόκτησης ενός ζωντανού βιώματος για τον συγγραφέα. Αυτός το έμψυχο περιβάλλον των παιδικών του χρόνων, με τις συχνές αφηγήσεις του, έπλασε τη συγγραφική και όχι μόνο ιδιοσυγκρασία του χαρισματικού Βαγγέλη Κακατσάκη.
Επτά λοιπόν είναι τα αφηγήματα του βιβλίου που συνοδεύονται από τα εναρμονισμένα άψογα- σκίτσα του ταλαντούχου Νίκου Μπλαζάκη ως προμετωπίδα για το καθένα από αυτά. Το βιβλίο είναι έκδοση των Χανιώτικων Νέων που γι ακόμη μια φορά, μας έδωσε την ευκαιρία να χαρούμε κι αυτή την συγγραφική δημιουργία του Βαγγέλη.
Τα έξι διηγήματα εκφέρονται σε τρίτο πρόσωπο, ο οποίος είναι και ο πιο συνήθης τρόπος της αφήγησης. Πρόκειται για δεξιοτεχνικά στημένα κείμενα με βασικό ιστό τους τις ιστορίες καθημερινών ηρώων στα χρόνια της τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Τελευταίο κι έβδομο κατά σειρά, είναι το κείμενο που απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο προς τον εθελοντή μαχητή της μάχης του Βαφέ. Άμεσο, συγκινητικό και μια δίκαιη απόδοση τιμής του συγγραφέα για κείνον. Ένας ύμνος γενικότερα, για την υπέρτατη πράξη αλτρουισμού κι αυτοθυσίας γι αυτούς που αψήφησαν το θάνατο, αποχαιρέτησαν τους αγαπημένους τους, κι ήλθαν στην Κρήτη από τις πατρίδες τους, θυσιάζοντας τα πάντα για τη λευτεριά της.
Σκέφτομαι ότι αν κάποτε το Υπουργείο Παιδείας αποφασίσει να εισαγάγει το μάθημα της τοπικής ιστορίας στα σχολεία, το βιβλίο του Κακατσάκη θα πρέπει να αποτελέσει βασικό τμήμα της ύλης του. Τα ξερά ιστορικά γεγονότα, οι αμέτρητες ημερομηνίες, οι δολοπλοκίες και οι πολιτικές σκοπιμότητες δεν μαθαίνονται! δεν τις κρατάει η μνήμη, αν δεν τις στολίσει η λογοτεχνία με το συναίσθημα, με το ανθρώπινο και φυσικό τοπίο και με αφηγήσεις πράξεων σπουδαίων, ακόμα-ακόμα και δίπλα στις μικρότητες και τις ίντριγκες.
Εκφέρουμε, λοιπόν, εδώ την άποψη ότι ένα καλό έργο λογοτεχνίας, όταν καταπιάνεται με ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα μπορεί να μας βοηθήσει να έχουμε μια, όσο γίνεται, πιο εύληπτη προσέγγιση στην Ιστορία. Κι αυτό οφείλεται στον ριζικά διαφορετικό τρόπο με τον οποίον από τη μια πλευρά προσεγγίζει το αντικείμενο της ιστορικής μελέτης ο ιστορικός κι από την άλλη το πώς καταπιάνεται με το ίδιο θέμα ο καλός λογοτέχνης. Ο τελευταίος, προσεγγίζει απροκατάληπτος την Ιστορία και τα πρόσωπά της, με ανοιχτό τον νου και ακόμα πιο ανοιχτή την καρδιά του, ώστε να μπορέσει, με τη μαγεία της τέχνης, να νιώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιστορικής στιγμής και να μας μεταδώσει ζωντανά τις σκέψεις και τα σκιρτήματα του κάθε χαρακτήρα. Και από την άλλη μεριά, να ξαναδημιουργήσει τις ιστορικές σκηνές, εν εξελίξει, με μια γλώσσα που να μας αγγίξει έτσι ώστε να αντιληφθούμε με τον νου αλλά και με την ψυχή το τι συνέβη!
Έ! αυτή είναι, έτσι είναι, την περιγράψαμε κάπως, στο λίγο χρόνο που μας δόθηκε, την ξεστεριά του Βαγγέλη Κακατσάκη.
Κι ευχόμαστε στο συγγραφέα να καταπιαστεί μεθοδικά κι αποφασιστικά με τους καταχωνιασμένους στα κιτάπια του θησαυρούς, δηλαδή με τα πεζά του ανέκδοτα κείμενα.
Για να έχουμε υλικό να μας ταξιδεύει, να φορτίζει τις αποθήκες των συναισθημάτων μας, να αγαλλιάζεται η ψυχή μας!
Σας ευχαριστώ!
*τ.σχολική σύμβουλος Προσχολικής Αγωγής, συγγραφέας, θεατρολόγος - ΦΙΛΗ ΖΩΗΣ ! Από καρδιάς το ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου