Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ

Οση γαλήνη κι αν κάνει, όση καλοκαιρία και αν υπάρχει, πάντα στις δώδεκα τα μεσάνυκτα κάθε παραμονής Χριστουγέννων θα ιδήτε εδώ τη θάλασσα να φουσκώνει, να αφρίζει χωρίς βοή και αντάρα και να γεμίζει άσπρα κύματα, λέτε και είναι κοπάδια πρόβατα, που βόσκουν σε λιβάδι. Και πάλι σιγά – σιγά τα κύματα σβήνουν και χάνονται στα βάθη του πελάγου»… Ετσι μας έλεγεν ο μπαρμπα-Ηλίας ο Σερεμέτης, στρίβοντας με τα ροζιάρικα, χονδροπετσιασμένα χέρια του σιγάρο...
Δείτε περισσότερα... ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παραμονές Χριστουγέννων! Δυο τρεις μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για διακοπές… Είμαι δέκα χρονών, πάω Τετάρτη Δημοτικού και η δασκάλα μας, η δεσποινίς Εριέτα, μια όμορφη κοπελιά, μάς διαβάζει με την καμπανιστή φωνή της, ενώ έχουμε κλειστά τα αναγνωστικά μας, το μάθημα. Κρεμόμαστε απ’ τα χείλη της…
«Οση γαλήνη κι αν κάνει, όση καλοκαιρία και αν υπάρχει, πάντα στις δώδεκα τα μεσάνυκτα κάθε παραμονής Χριστουγέννων θα ιδήτε εδώ τη θάλασσα να φουσκώνει, να αφρίζει χωρίς βοή και αντάρα και να γεμίζει άσπρα κύματα, λέτε και είναι κοπάδια πρόβατα, που βόσκουν σε λιβάδι. Και πάλι σιγά – σιγά τα κύματα σβήνουν και χάνονται στα βάθη του πελάγου»… Ετσι μας έλεγεν ο μπαρμπα-Ηλίας ο Σερεμέτης, στρίβοντας με τα ροζιάρικα, χονδροπετσιασμένα χέρια του σιγάρο. Και εξακολούθησε: «Και μη θαρρείτε πως είναι τα πεύκα τότε, που βουίζουν εδώ… Είναι ο βοσκός, που σαλαγάει τα πρόβατα επάνω κάτω στο περιγιάλι. Εμείς το ξεύρουμε πάππου προς πάππου και το είδαμε με τα μάτια μας»… Απίθωσε το σιγάρο στο πλαίσιο του παραγωνιού, όπου εσπιθοβολούσαν τα λιόκλαρα και εσταυροκοπήθηκε μ’ ευλάβεια. Το πρόσωπό του, που το είχαν ψήσει η άλμη, το λιοπύρι και τα ξηροβόρια, ανυψώθηκε σε μια ενατένισι κάποιας οπτασίας. Και τα μάτια του, που τα εσκίαζαν πυκνά, ακατάστατα φρύδια, επήραν μιαν ημερότητα και μιαν αγαλλίασι, ωσάν να έβλεπαν στα θεοφάνεια ολόνοικτο τον ουρανό! «Ετσι είναι», είπε, ξαναπαίρνοντας το σιγάρο και τραβώντας βαθειές ρουφηξιές… Μου τα έλεγεν η κυρούλα μου… Εκαθόμουνα δίπλα της και άρχιζε την ιστορία:
«Το βλέπεις εκείνο εκεί το χάλασμα στην πέρα ράχη, επάνω από της Μπίγλαινας το λιοστάσι; Εκεί ήταν τότε η στάνη του Χριστόγιωργα με τ’ όνομα, του πρώτου αρχιτσέλιγγα του τόπου… Γιατί τότε δεν ήταν τίποτε εδώ· μηδέ λιοστάσια μηδέ χωριό… Ερχονταν βλέπεις, οι φούστες με Αλγερίνους και εσκότωναν τα παλληκάρια και έπαιρναν από τα σπίτια ό,τι εύρισκαν… Γι’ αυτό και το χωριό ήτο υψηλά στην παλιοχώρα και είχε βίγλες, που εφύλαγαν και έδιναν είδησι. Και όταν εφαίνονταν οι φούστες στο γιαλό, οι εξωμερίτες όπου φύγη, φύγη… Ακουες θρήνο τα παιδιά και χάρχαλο τα πράγματα. Και έτρεχαν να κρυφθούν στο φρούριο. Ας είναι…
Που λες σ’ εκείνο το χάλασμα επάνω στην πέρα ράχη ήτο η στάνη του Χριστόγιωργα. Είχε χιλιάδες πρόβατα και μυριάδες γίδια, που λέει το τραγούδι… Μα ήταν άνθρωπος σκληρός και απόνετος και δεν έκαμνε καλό σ’ άνθρωπο. Μια βραδιά, που λες, μια παραμονή του Χριστού, κάποιος επήγε και κτύπησε τη θύρα του. Οι σκύλοι, που έσκιζαν άνθρωπο, ούτε έσκουζαν ούτε αγρίεψαν. Μόνο επήγαν και συμμαζεύθηκαν στα πόδια του Χριστόγιωργα. “Ποιος είναι αυτού;”, εξεφώνησεν εκείνος αγριεμένος. “Ποιος είσαι; Τι γυρεύεις τέτοια ώρα;”. “Αν είσαι Χριστιανός, άνοιξε”, αποκρίθηκε μια φωνή. “Μ’ έπιασε η νύκτα και το κρύο και δεν ηξεύρω πού να πάω. Εχιόνιζε κι όλας, εξέχασα να σου το ειπώ”. “Τράβα το δρόμο σου και εδώ δεν είναι χάνι”, εξεφώνησε ο Χριστόγιωργας και εχούγιαξε τα σκυλιά. Μα εκείνα δεν εκουνήθηκαν! “Για την αγάπη του Χριστού, που γεννιέται τώρα”, είπε παρακαλεστά η φωνή, “άνοιξε, δεν βαστώ πια”… Μα εκείνος πού ν’ ανοίξει!! “Σύρε στο δρόμο σου”, ξαναείπεν αγριεμένα. “Για την αγάπη του Χριστού, άνοιξε”, είπε πάλιν η φωνή. Μα πού εκείνος… Κι άξαφνα άκουσε το ποδοβολητό των αρνιών, ωσάν να έβγαιναν από το μανδρί. Κι η θύρα άνοιξε μόνη της κι εβγήκαν έξω τα σκυλιά. Στην κατηφοριά, ωσάν φεγγερή σκιά, κατέβαινε ο ξένος. Και οπίσω του ακολουθούσαν τα πρόβατα. Μπροστά ο ξένος και πίσω αυτά και παραπίσω ο Χριστόγιωργας φωνάζοντας.
Οταν ο ξένος έφθασε στη θάλασσα, άρχισε να περπατά στα κύματα. Οπίσω του έρχονταν ένα – ένα τα πρόβατα. Και εγέμισεν η θάλασσα από πρόβατα, που ολοένα εξεμάκραιναν, ακολουθώντας τη φωτερή σκιά, ώσπου εχάθηκαν στα βάθη του πελάγου. Κι εχάθηκε κι ο Χριστόγιωργας. Κι ερήμαξε η στάνη του. Και μόνον κάθε χρονιά την παραμονή του Χριστού, στα μεσάνυκτα, πηγαινοέρχεται στο γιαλό και σαλαγά τα πρόβατα, που ακολουθούν τον Χριστό. Γιατί ο Χριστός ήταν που είχε έλθει για να τον σώση ή να τον τιμωρήση. Και ο μπαρμπα-Ηλίας εσταυροκοπήθηκε πάλι»… Παραμονές Χριστουγέννων 2014… Τι θυμάται ο άνθρωπος Χριστουγεννιάτικα! Σαν να ήταν χθες…
(Πηγή: Γ. Μέγα, Κ. Ρωμαίου, Σ. Δουφεξή, Θ. Μακροπούλου, Αναγνωστικόν Δ’ Δημοτικού, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήναι 1955, σελ. 83, 84, 85, “Φουρτουνιασμένη θάλασσα”, Περιοδικόν “Ναυτική Ελλάς”, Γεράσιμος Άννινος).
Χανιώτικα νέα (22.121.2014)


Read more: http://www.haniotika-nea.gr/mia-nichta-christougennon/#ixzz3MdxeDVRG
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου