Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ

ΜΝΗΜΗ  ΜΑΡΙΝΑΣ  ΦΑΝΟΥΡΑΚΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ...     Θα σε συναντούμε  ολοζώντανη, και… πάντα  μια χαρά,   μ’ εκείνο το αιώνιο, το αγαπημένο  χαμόγελό σου, παντού!
Δείτε περισσότερα... ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ
Ευδοκία Σκορδαλά- Κακατσάκη






ΜΝΗΜΗ  ΜΑΡΙΝΑΣ  ΦΑΝΟΥΡΑΚΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ          
                                                     ΘΑ  ΣΕ  ΣΥΝΑΝΤΟΥΜΕ  ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΗ…
                                               
     Αγαπημένη μου, Μαρίνα.  Κύλησαν κιόλας  σαράντα μέρες από την κοίμηση σου. Κοιμήθηκες ήσυχα. Ειρηνικά. Χωρίς να παραπονεθείς. Χωρίς να βαρυγκωμήσεις. Με το αιώνιο χαμόγελό σου,  κι  ένα  «ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ»  χαραγμένα στα χείλη σου. Μόνο λίγο πριν το τέλος, ένα δάκρυ  λαμπύρισε  στην άκρη του αριστερού σου  ματιού.  Μα  δεν κύλησε. Δεν το  άφησες  να τρέξει. Για  να μην το δούμε και πονέσουμε. Να μην το δούμε και  σε λυπηθούμε! Η αξιοπρέπειά σου, η περηφάνια σου…  η απέραντη ευγένεια, η  έγνοια σου  για τους άλλους. Ως την ύστατη στιγμή σου, Μαρίνα!
 Κοιμήθηκες  κάτω απ’ την άγρυπνη ματιά, μέσα στην αγκαλιά,  τη στοργή, την τρυφερότητα και  την αγάπη του Νίκου σου, του Μανόλη σου, του Κωστή σου, της Θάλειας σου,  της Κατίνας σου. Μέσα στην αγάπη συγγενών και φίλων. Την αγάπη  όλων  μας.  Κι ο λαμπερός κυριακάτικος  ήλιος  που σε έλουζε μπαίνοντας στον  θάλαμο  10  του ογκολογικού  του Νοσοκομείου,  κρύφτηκε λυπημένος. Κι ο άγγελος που πήρε την ωραία ψυχή σου, ξέσπασε σε λυγμούς. Κι ο ουρανός  άρχισε να κλαίει  γοερά, ασταμάτητα.  Ποτάμια τα δάκρυά  του  κυλούσαν στους δρόμους του Βάμου, μαζί με το ατέλειωτο  ανθρώπινο ποτάμι που ήρθε να σε αποχαιρετήσει στο σπίτι σου, στην εκκλησιά του Αϊ Νικόλα, στο κοιμητήρι του Αγίου Στυλιανού. Κι  έσμιγε το κλάμα του ουρανού  με τα βουβά ποτάμια  των ματιών μας…  
Ξέρω, δεν σου ταιριάζουν  κλάματα και μιζέριες, Μαρίνα.  Ο καρκίνος  σε τυραννούσε  κι εσύ, «Μια χαρά! Είμαι μια χαρά!» έλεγες.  Σε βλέπαμε να  λειώνεις , να εξαϋλώνεσαι, να  φεύγεις. Κι εσύ, « Μια χαρά! Είμαι μια χαρά!» έλεγες.  Ακόμα και λίγο πριν πεις  εκείνο το θυμωμένο, το  παλικαρίσιο  «παιδιά ως εδώ ήταν, τέλειωσε!» που ακούστηκε σαν   το «τετέλεσθαι» του Χριστού, πριν  προσπαθήσεις   να πετάξεις από τα χέρια σου τον ορό κι  από το πρόσωπό σου τη μάσκα του οξυγόνου,  χαμογελώντας  μας καθησύχαζες.  «Μια χαρά! Είμαι μια χαρά!»  έλεγες.  Κι  έβαζες  τόση  σιγουριά, τέτοια χαρμόσυνη   χροιά  στη φωνή σου, που σχεδόν μας έπειθες  πως όλα πάνε καλά!  Ακούγοντάς  σε, να ‘ξερες πόσο   θαύμαζα το κουράγιο σου, τη δύναμή της ψυχής σου, την υπομονή  σου,  Μαρίνα!  Αγάπη, θαυμασμός, πόνος, λύπη, αγωνία, θυμός,  αξεδιάλυτο κουβάρι στην αλαφιασμένη καρδιά μου…  
Έφευγες. Μήνα το μήνα, βδομάδα τη βδομάδα, μέρα τη μέρα… Έφευγες. Κι  όλοι εμείς που κοινωνήσαμε από τη φιλία, την καρδιά  και την αγάπη σου, το αισθανόμασταν, το βλέπαμε.  Μα δεν  θέλαμε  να το δεχτούμε.  Πώς να χωνέψεις το αχώνευτο. Πώς να δεχτείς αυτό που δεν θέλεις;   Θα ζήσει, έλεγα. Και προσευχόμουν .  Θα ζήσει, έλεγα.  Και παρακαλούσα  ως  την τελευταία στιγμή την Παναγιά. Τη γιάτρισσα, την ελεούσα, την ζωοδόχο πηγή,  την Παναγιά της Τήνου  και του Έβρου, την τριχερούσα, τη γλυκοφιλούσα…  « Μάννα είσαι, Παναγιά μου! Βλέπεις το παράπονο και την οδύνη στα μάτια των παιδιών της. Άπλωσε το χέρι σου και κάνε το θαύμα σου! Κάνε καλά τη Μαρίνα!». Το περίμενα  το θαύμα Της, Μαρίνα!  
Μα δεν μ’ άκουσε. Ίσως η πίστη μου δεν  φτάνει στο μέγεθος ενός κόκκου σιναπιού!  Ίσως, όπως είπε ο Βαγγέλης στην εξόδιο ακολουθία σου,  είχε ανάγκη ο Θεός από μια γιάτρισσα ανάργυρη.   Ίσως  τα παιδιά που φεύγουν από τούτη τη ζωή πονεμένα, παραπονεμένα, φοβισμένα, να χρειάζονται  την καλοσύνη σου,  την ήρεμη σιγουριά σου,  τη  στοργική αγκαλιά σου.  Που να  ξέρω…
Αυτό που ξέρω,  είναι πως η κοίμησή σου,  έφερε τα πάνω κάτω στη  ζωή των παιδιών σου, του Νίκου, της Θάλειας, της Κατίνας. Τίποτα πια δεν είναι το ίδιο για κείνους.  Για  μας όλους,  που σε ζήσαμε   και σ’ αγαπούμε.  Που ψυχανεμιστήκαμε   το  βάθος,  την ασύνορη ελευθερία, το στοχασμό, τη γνώση και τη σύνεση του νου σου. Που κοινωνήσαμε   την πραότητα, την καλοσύνη, την αληθινή φιλία, την απέραντη αγάπη, το ανυστερόβουλο δόσιμο της καρδιάς σου και  την παιδιάστικη αθωότητα  της  ψυχής  σου. Αισθανόμαστε  ευλογημένοι   και τυχεροί  που γευτήκαμε   τη φιλία και την αγάπη σου. Κι ας πονάμε   τώρα.  Έχουν κι η αγάπη κι η φιλία  το τίμημά τους, βλέπεις.
 Το μόνο που καταλαγιάζει τον πόνο μας,  Μαρίνα,  είναι ,  πως έτσι  καλή  κι αληθινή που ήσουν, δεν ταίριαζες  στη γη. Σε κέρδισε ο ουρανός, η καλοσύνη του Θεού και των αγγέλων. Και  πως έτσι λεύτερη και ασυμβίβαστη που ήσουν,  δεν  μπορεί να  βρίσκεσαι   περιορισμένη στο κοιμητήρι του Αγίου Στυλιανού, όπου αποθέσαμε το ανάλαφρο σκήνωμά σου.
Αλλά  θα σε συναντούμε  ολοζώντανη, και… πάντα  μια χαρά,   μ’ εκείνο το αιώνιο, το αγαπημένο  χαμόγελό σου, παντού:  Στο βλέμμα   των παιδιών σου, του Νίκου σου, όλων των αγαπημένων σου.  Δικών και φίλων.  Πάνω  στα μικρά και τα μεγάλα που άγγιξες κι αγάπησες,  Μαρίνα!  Μέσα  στη  μουσική  του αγέρα και της θάλασσας, στην ευγενική σιωπή  των λουλουδιών , στην λαμπερή αστροφεγγιά  της νύχτας, στη ζεστή καλοσύνη του ήλιου, στο γέλιο και το κλάμα τ’ ουρανού!  Και  θα κρατούμε,   όσο ζούμε,   τη  θύμηση,  την αγάπη και τη μορφή σου,  φυλαχτά μοναδικά και πολύτιμα,  στο εικονοστάσι της  ψυχής  μας.


                                                                                   Ευδοκία Σκορδαλά-Κακατσάκη

* Λόγος στο 40\ημερο μνημόσυνό της στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου Βάμου στις 15 Φεβρουαρίου 2015 (Βλ και Χανιώτικα νέα, 17. 02. 2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου