Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ


Ο Βαγγέλης Κακατσάκης, απ' όσο ξέρω, είναι της ουσίας, γι' αυτό και καλός ποιητής. Και όταν τον βλέπω, ακούω γι' αυτόν ή διαβάζω τα κείμενά του, έχω μέσα μου τα εργαλεία για την ερμηνεία της σκέψης του. Είναι ένας ερημίτης, εραστής της Παιδείας και της Αλήθειας: δηλαδή, το ίδιο (θα μπορούσαμε να το αντιστρέψουμε): της Αλήθειας και της Παιδείας.
                                 Αυγερινός Ανδρέου
    Πρώην πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

«ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ»


ΠΑΡΟΥΣΊΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΉΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ  "ΌΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ" ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΣΤΊΑ ΣΤΙΣ 13 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 2018

ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ*






Κυρίες και Κύριοι,
          Τον κρητικό  πνευματικό άνθρωπο Βαγγέλη Κακατσάκη γνώρισα πριν 10 ακριβώς χρόνια στο λογοτεχνικό συνέδριο της Βεργίνας, το οποίο έγινε με τη συμμετοχή της ιστορικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας τότε ήμουν Γενικός Γραμματέας, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και άλλων πολλών φορέων. Εκτιμήσας την λογοτεχνική του αξία, το εξαίρετο ήθος του και την ευψυχία του, πλάι στην Κρητική λεβεντιά, ζήτησα απ' αυτόν να εγγραφεί μέλος της  Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ.), όπερ απεδέχθη ασμένως. Έκτοτε έχουμε συνδεθεί με φιλία, δίνουμε μαζί λογοτεχνικούς αγώνες και ανοίγουμε διαύλους πνευματικών δημιουργιών, για τον αναβαθμό του ανθρώπου, για το ύψωμα της δημιουργίας,  για την δικαίωση του απλού αγνωνιζομένου ανθρώπου και για την απονεύρωση των μυλόπετρων του κακού, που λιώνουν και τσακίζουν το δίκιο.
          Όλα καλά, εκτός από ένα δικό μου παράπονο:
          Είναι που δεν κατάλαβε ο φίλος μου Βαγγέλης ότι πρέπει ν΄ανακηρυχθώ επίτιμος δημότης ενός μικρού χωριού της Κρήτης, μετά από τόσες μελέτες, άρθρα και ομιλίες μου για το πρωτοφανέρωτο κρητικό πνεύμα, το υπερήφανο και αδούλωτο, που όμοιό του “ουκ έστιν εν τω κόσμω τούτω”. Και να φωνάζω σε κάθε ομιλία μου ότι ο Θεός έκτισε τον Κόσμο την μία ημέρα και την άλλη ημέρα, ξεκούραστος, έκτισε την Κρήτη και την Ήπειρο!
          Αγαπητοί φίλοι,
Φυσικά αστεϊζομαι, δεν θεωρώ ότι δικαιούμαι μια τέτοια μεγάλη τιμή.
          Βαγγέλης Κακατσάκης, λοιπόν.
          Τι να πρωτοπούμε, τι να πούμε για τον λογοτέχνη αυτόν, ο οποίος άρχισε σαν λογοτεχνική κατάκρυα βρύση, όπως λέει και το γνωστό Ριζίτικο τραγούδι, έγινε λογοτεχνικός χίμαρρος, μετεξελίχτηκε σε λογοτεχνικό ποταμό, σε πλατειά θάλασσα και τώρα απλώνεται στον λογοτεχνικό ωκεανό; Από τα πολλά λόγια που θα είχαμε να πούμε, θα περιορισθούμε στα λίγα, τα οποία χωρούν στον μικρό χρόνο της αποψινής εκδήλωσης.
          Αγαπητοί φίλοι,
          Όταν πέθανε ο τρισμέγιστος Ελευθέριος Βενιζέλος, αυτός “που δεν της χάλασε ποτέ της λευτεριάς χατήρι”, στις αρχές του 1936, πολιτικοί και απλός κόσμος μαζεύτηκαν στο Κρητικό πατρικό του σπίτι. Μεταξύ αυτών και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Όταν του έδειξαν το μικρό δωματιάκι, που ζούσε μικρός ο Εθνάρχης, είπε την σπουδαία φράση: “Μικρή φωλιά, μεγάλος αητός!”. Ωστόσο, η Κρήτη έχει και άλλες μικρές φωλιές, απ' τις οποίες πέταξαν κι άλλοι μεγάλοι αητοί. Από μια τέτοια μικρή φωλιά του Νίππου Αποκορώνου Χανίων, πέταξε ο Βαγγέλης Κακατσάκης, που απόψε τιμούμε.
          Ο Βαγγέλης Κακατσάκης, απ' όσο ξέρω, είναι της ουσίας, γι' αυτό και καλός ποιητής. Και όταν τον βλέπω, ακούω γι' αυτόν ή διαβάζω τα κείμενά του, έχω μέσα μου τα εργαλεία για την ερμηνεία της σκέψης του. Είναι ένας ερημίτης, εραστής της Παιδείας και της Αλήθειας: δηλαδή, το ίδιο (θα μπορούσαμε να το αντιστρέψουμε): της Αλήθειας και της Παιδείας. Βαδίζει ορθός και αταλάντευτος- εις πείσμα του ξεπεσμένου καιρού μας. Λοιπόν, το πράγμα είναι απλό: αν δεν έχεις σκεφθεί, αν δεν έχεις ταλανισθεί, αν δεν έχεις παλέψει, αν δεν έχεις αδικηθεί, αν δεν έχεις νοσταλγήσει, αν δεν έχεις αγαπήσει -πρόσωπα και πράγματα- δεν μπορείς να διδάξεις, δεν μπορείς να γράψεις. Αλλά ο Βαγγέλης τάχει κάνει όλα αυτά και τούτο βγαίνει στο έργο του. Λέει την αλήθεια, ερευνά την αλήθεια, πασχίζει για την αλήθεια.
           Η αναζήτηση της αλήθειας συνήθως αποφεύγεται. “Αταλαίπωρος τοις πολλοίς η ζήτησις της αληθείας και εις τα ετοίμα  μάλλον τρέπονται”. Θουκυδίδης, Α, 20,20.  Δεν ενδιαφέρονται οι πολλοί γι' αυτήν. Καμώνονται οι άνθρωποι ότι θέλουν να μάθουν την αλήθεια, ενώ στην πραγματικότητα τους ενοχλεί και την παραμερίζουν. “... λέγει αυτώ ο Πιλάτος, τι εστίν αλήθεια, και τούτο επών πάλιν εξήλθε προς τους Ιουδαίους”, ( κατά Ιωάννην, ΙΗ', 38).
          Κυρίες και Κύριοι,
          Από τα χρόνια του Ομήρου μέχρι τα σημερινά οι Κρήτες ποιητές, λόγιοι και λαϊκοί, που δομούν τα δημώδη άσματα, ταξιδεύουν, πλοηγούν και πλοηγούνται στα ίδια ιδεολογικά και πολιτιστικά στοιχεία, ακόμη δε αναπλέκονται σε φράσεις σχεδόν ίδιες. Στην ασπίδα του Αχιλλέα, στην Ιλιάδα έχουμε:
“ Βάζει τη γης, τη θάλασσα, βάζει τα ουράνια πάνω,
βάζει τον ήλιο τον ακούραστο, τ' ολόγιομο φεγγάρι”.
Και στο ριζίτικο τραγουδι έχουμε:
“ Κόρη γαϊτάνι έπλεκε χρόνους και πέντε μήνες,
μέσα 'πλεκε τον ουρανό τ' άστρα και το φεγγάρι,
μέσα 'πλεκε τη θάλασσα, κάτεργα και καράβια”.
          Εισερχόμεθα τώρα στο νέο, αξιόλογο βιβλίο του Βαγγέλη Κακατσάκη, με τον τίτλο “ Όπως το ψωμί”, το οποίο μερικώς θα προσεγγίσουμε, γιατί οι προεκτάσεις του είναι μεγάλες ασφαλώς. Διάβασα και μελέτησα το βιβλίο αυτό του ακάματου φίλου μου. Μού άρεσε η δομή του, η γλώσσα του, οι ιδέες του και η τέχνη του. Λογοτεχνία χωρίς ιδέες είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή, δηλαδή ένα πτώμα, είπε πριν 175 χρόνια ο μεγαλύτερος κριτικός λογοτεχνίας και ίσως του κόσμου Βησσαρίων Μπιελίνσκι. Και συνέχισε, αλλά και ιδέες να έχει δεν σώζεται, εάν δεν είναι έντεχνο. Το βιβλίο ετούτο σώζεται, γιατί και ιδέες έχει και έντεχνο είναι. Λόγος απλός και ανεπιτήδευτος, συμπυκνωμένος και ενίοτε αμφίσημος.
           Έδωσαν κάποτε στον Σωκράτη ένα βιβλίο του σκοτεινού Εφεσίου φιλοσόφου, Ηρακλείτου και όταν το διάβασε είπε: Όσα κατάλαβα είναι σπουδαία, φαντάζομαι ότι σπουδαία θα είναι και όσα δεν κατάλαβα.
          Ας μην γελιόμαστε, αγαπητοί φίλοι. Στην ποίηση μεγαλύτερη αξία έχουν αυτά, που ο ποιητής δεν μας τα λέει, που τα υπονοεί, τα κεντρίζει μόνο, τα θεωρεί γνωστά, σιγεί και τα αφήνει τέλος να τα ψηλαφήσουμε ανάμεσα από τις γραμμές ή πίσω απ' αυτές. Ας θυμηθούμε δύο στίχους από την “Ελένη” του Σεφέρη. Ο πρώτος: “Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων”. Ο στίχος αυτός υποκρύπτει ολόκληρο τον μύθο της αηδόνας και της χελιδόνας, που θέλει κανείς σελίδες να τον γράψει και αποδώσει. Ο δεύτερος; “ τ' είναι Θεός, τι μη Θεός και τι ανάμεσά τους;”. Ο στίχος αυτός, που είναι δάνειος από την “Ελένη” του Ευριπίδη ( τι το θείο, τι το μη θείο, τι το μέσον;), κρύβει ολόκληρα φιλοσοφικά θεωρήματα, για τα οποία θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες. Ο ποιητής, όμως τέλεψε με αυτά με έναν στίχο κι άφησε εμάς στους δικούς μας στοχασμούς.
          Προσπάθησε επιτυχώς ο ποιητής Βαγγέλης Κακατσάκης, να καλλιεργήσει την ψυχή μας ασμένως και δαψιλώς. Ιχνηλατεί την σύγχρονη κοινωνία και καταγράφει τα τρωτά της με μαχητική διάθεση διόρθωσης. Καταγράφει, αξιολογεί, ορθοτομεί, υποδεικνύει, ραπίζει, ριπίζει. Ο Επίκτητος σημείωσε: “ Άμεινον γαρ εν μικροίς οικήμασιν μεγάλας οικείν ψυχάς ή μεγάλαις οικίαις ταπεινά φωλεύειν ανδράποδα”! ( Θα ευεργετήσεις πολλαπλά την πόλη όχι υψώνοντας τους ορόφους, αλλά καλλιεργώντας τις ψυχές. Προτιμότερο σε μικρά σπιτάκια να κατοικούν αγέρωχες, περήφανες ψυχές, παρά σε πολυτελή οικοδομήματα να κατοικούν ανδράποδα- εξαχρειωμένοι άνθρωποι).
          Πολύ καλό είναι το ποίημα “Παιγνίδι με τις λέξεις”. Γράφει:
“Η κραυγή της σιωπής.
Η σιωπή της κραυγής.
Η κραυγή του θανάτου.
Η σιωπή του θανάτου”.
          Στη σελίδα 35 του βιβλίου εύρηται το ποίημα “ Πατρίδα του ποιητή”. Μας αναφέρει εκεί κάποιες πατρίδες του ποιητή και κλείνει:
“Πατρίδες του ποιητή οι αισθήσεις του.
Πατρίδα του ποιητή η καρδιά του.”
Αυτές στ' αλήθεια είναι οι πατρίδες του ποιητή. Κι άλλες, όμως, οι οποίες πυραμιδώνουν, πυργώνουν και μετεωρίζουν το συνειδός του ανθρώπου, όπως:
Το ουράνιο τόξο, του οποίου η μία του άκρη ακουμπάει στις παρυφές του δρόμου προς την Εμμαούς ή τη Δαμασκό κι η άλλη καθρεπτίζεται πέρα απ' την όχθη της λίμνης. Ένα κυκλάμινο ή ένα λευκό κρίνο στη σχισμάδα του βράχου. Μια δροσσταλιά στης Γεδρωσίας τ' άτυχα μέρη. Το χαμόγελο του διαβάτη στις όχθες του Νείλου. Η αέρινη στράτα για αντάμωμα της περπατησιάς της Κλεοπάτρας. Η αχτίδα του ήλιου που δύει και φωτίζει ένα σύννεφο. Πολλές και ξεχωριστές οι πατρίδες του ποιητή, του δρομοδείκτη της αρετής και του καλού.
          Στη σελίδα 39 το συμβολικό και αμφίσημο ποίημα με τίτλο “ Σε ιστορικό ενεστώτα”. Κάποιοι στίχοι:
“Πέραν του χειμάρρου των Κέδρων,
όπου ην κήπος”,
βρίσκεται να προσεύχεται
ο Χριστός κάθε Μεγάλη Πέμπτη!
Στ' αλήθεια, ο πέραν του χειμάρρου των Κέδρων κήπος, που μας ιστορεί ο Ιωάννης, ΙΗ΄1, που εδέχθη ο Χριστός το φίλημα του Ιούδα, για να τον αναγνωρίσει η σπείρα, είναι ο τόπος του μαρτυρίου, των δακρύων και του αθώου αίματος όλων των απλών και δικαίων ανθρώπων. Εκεί δικάζονται άδικα απ' τους δυνατούς και από τους ευεργετηθέντες φίλους τους. Εκεί τους αρνείται ο Πέτρος τρις, πριν λαλήσει ο πετεινός, εκεί χαίρονται οι εχθροί του, οι φίλοι του λίγου, του άδειου και του τίποτε.
          Στη σελίδα 46 του βιβλίου δημοσιεύεται το καλύτερο ποίημα της ποιητικής συλλογής αυτής, υπό τον τίτλο “Τιτιβίσματα χελιδονιών”. Τέτοια ποίηση, αγαπητοί φίλοι, την τιμώ, την σέβομαι και την προσκυνώ! Ο ποιητής πήρε φράσεις μεγάλων ποιητών μας και τις παρομοίωσε με τιτιβίσματα χελιδονιών στην καθιερωμένη εαρινή τους σύναξη, όπως λέει. Του Σολωμού, του Παλαμά, του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη, του Καζαντζάκη. Ο χρόνος δεν είναι μαζί μου, για να μπορέσω ν' αναλύσω όλες αυτές τις ρήσεις των ποιητών μας και θα σταθώ, ως εκ τούτου σε μία:
“Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις,
εκεί που πάει να σκύψει”,
έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος. Μας λέει ο ποιητής ότι η Ρωμιοσύνη είναι ακατάλυτη και ανεξάλειπτη. Η έννοια της Ρωμιοσύνης στην ποίηση εμφανίζεται το πρώτον το 1885 σε ποίημα του Παλαμά για την Κύπρο. Βρίσκουμε:
“ Εσύ κρυφοζωντάψες ωραίο νησί καια φύλαξες,
εσύ τα προσκυνάς της Ρωμιοσύνης τα είδωλα...”.
          Δέκα χρόνια αργότερα, το 1895, ο Βασίλης Μιχαηλίδης στην Κύπρο δημοσιεύει το πολύστιχο ποίημά του με τίτλο: “ Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου) ή το τραούδιν του Κυπριανού”. Εκεί βρίσκουμε:
“- Η Ρωμιοσύνη έν φυλή συνότζαιρη του κόσμου,
κανένας δεν ευρέθηκεν για να την ι-ξηλείψει,
κανένας γιατί σσέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εννά χαθεί, όντας ο Κόσμος λείψει!”.
Και σε δική μας απόδοση στην νεοελληνική γλώσσα:
“Η Ρωμιοσύνη είν' φυλή σύγχρονη με τον κόσμο,
κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλείψει,
κανείς γιατί από ψηλά την σκέπει ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη θα χαθεί όταν ο κόσμος λείψει!”.
          Αργότερα (1955) ο Σεφέρης χρησιμοποιεί για πρώτη και μοναδική φορά στην ποίησή του την έννοια Ρωμιοσύνη:
“ Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη
του Χριστού
και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα
της Υπερμάχου Στρατηγού,
που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης,
εκείνου του πέλαγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα
της καλοσύνης”.
          Στη Ρωμιοσύνη αναφέρεται και ο Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης (1975).
          Τέλος, ο Γιάννης Ρίτσος σε ένα “λιανοτράγουδο της πικρής πατρίδας” αναφέρεται στην Ρωμιοσύνη:
“Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο.
Νάτη, πετιέται αποξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου”.
          Ο πρώτος στίχος του τραγουδιού αυτού ίσως ακουμπάει στο γνωστό ριζίτικο ταργούδι:
“Τον αντρειωμένο μην τον κλαις όντε κι αν αστοχήσει,
μ' αν αστοχήσει μια και δυο πάλ' αντρειωμένος είναι”.
          Στη σελίδα 48 του βιβλίου βρίσκουμε ένα ποίημα, υπό τον τίτλο:
“ Αυτό το υπέροχο -μας-”, ποίημα που φαντάζει απλό, αλλά είναι τρανό, ακριβώς γι΄αυτά, που υπονοούνται ή υφέρπουν. Ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος Αθανασιάδης βάζει στο τέλος λέξεων με ειδικό βάρος το “μας”. Η Κρήτη μας, η Ελλάδα μας κ.ο.κ.
          Αυτό το “μας” λέει ο ποιητής είναι μία πλατεία ευθύνης. Και εμείς σημληρώνουμε: Στην πλατεία αυτή, στο αλώνι αυτό χωρούν, περνοδιαβαίνουν και ορχούνται όλοι οι άξιοι της πατρίδας. Εκεί, στο “μας” αυτό και η λεβεντιά των παιδιών της Κρήτης που αποτελεί την καρδιά και τους πνεύμονες της ελευθερίας των Ελλήνων. Δεν υπάρχει άλλο κομμάτι της Ελληνίδος γης ή άλλο υποσύνολο του Γένους των Ελλήνων, που τα τελευταία 600 χρόνια να προσφέρει διαρκώς θυσίες στο βωμό της εθνικής ανεξαρτησίας, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Η παρουσία των Κρητών στις επάλξεις του του Γένους των Ελλήνων, στις βίγλες του ηρωϊσμού, της υπέρτατης θυσίας και του ολοκαυτώματος, είναι αδιάλειπτη. Ενώ τα πάντα χάθηκαν την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου 1453 και η “Πόλις εάλω”, οι ντάπιες των Κρητικών δεν έπεφταν. Αναγκάστηκε ο Μωάμεθ Β', ο Πορθητής, να παρέμβει ο ίδιος, να επιτρέψει στους μαχητές της ελευθερίας αυτούς, με τα όπλα τους να φύγουν για την Κρήτη και τότε σταμάτησε η μάχη.
          Στο πλατύ αυτό αλώνι, ο Μάρκος Τζανής, ο Γιάνναρης, ο Δασκαλογιάννης, ο Χατζημιχάλης, ο Χαιρέτης, ο ηγούμενος Γαβριήλ, ο Κατεχάκης, ο Γύπαρης, οι επαναστάτες του Θερίσου, του Μπιζανίου οι εθελοντές μαχητές, οι πολεμιστές της Μάχης της Κρήτης και της Αντίστασης. Παντού, σε κάθε περίσταση οι Κρήτες στους αγώνες, με το φλογερό μήνυμα:
“Απού 'χει άρματα ας βαστά κι απού δεν έχει ας εύρει”.
          Στην πλατεία αυτή και η σκιά του μαθητή εκείνου από το Μεσολόγγι, που μας ιστορεί ο Παλαμάς. Λίγο μετά από το Αρκάδι κάποιος δάσκαλος κτύπησε με τον χάρακα στα χέρια έναν αδιάβαστο μαθητή και ο μικρός του είπε: - Δάσκαλε, μην με βαράς, θα πάω στην Κρήτη να πολεμήσω και θα σκοτωθώ!
          Στο αλώνι αυτό, στην πλατεία αυτή, θα διαβούν και τα Ελληνόπουλα, τα οποία στο εγγύς ή απώτερο μέλλον θα αποκαταστήσουν με νόμιμα μέσα την δεινώς τρωθείσα τιμή της Μακεδονίας μας, εθνικής ολιγωρίας ένεκεν τουλάχιστο.
         


Περαίνων την ομιλία μου, θέλω να σημειώσω κάτι που το αξίζει ο ποιητής Βαγγέλης Κακατσάκης. Ότι, δηλαδή, δεν βρίσκεται κάπου ανάμεσα Λιτοχώρου, Ενιππέα κάποιας βουνοκορφής του Ολύμπου. Βρίσκεται κοντά στην κορυφή του Ολύμπου και ατενίζει τον Μύτικα κοντά στα 2917 μέτρα. Και δεν λέω ότι βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην ψηλότερη κορυφή, γιατί γνωρίζω ότι ακόμη γράφει και θα μας δώσει και άλλα έργα.
          Και κάτι ακόμη. Συμπληρώνοντας τη ρήση του Οδυσσέα Ελύτη, λέμε: “ Όταν τα πράγματα είναι δύσκολα μέμνησο Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Γιάννη Μακρυγιάννη και Βαγγέλη Κακατσάκη ”!
          Αγαπητοί φίλοι,
          Στην αρχαία Κόρινθο ένας ομιλητής κούρασε τους ακροατές του. Ο Διογένης καθόταν στις πρώτες θέσεις και είδε το τελευταίο χαρτί του ομιλητή. Γύρισε ανάστροφα προς τον κόσμο και είπε: “Αδέλφια, σωθήκαμε, πιάσαμε λιμάνι!”
          Πιάσαμε λιμάνι και εμείς και  εσείς λυτρωθήκατε!
          Φίλε Βαγγέλη,
'Ερρωσο και περαιτέρω δημιούργει!
          Ευχαριστώ που με ακούσατε.

* Αυγερινός Ανδρέου
Δικηγόρος, πρώην Πρόεδρος της Εταιρίας
                    Ελλήνων Λογοτεχνών


1 σχόλιο:

  1. Αισθάνομαι την ανάγκη να σε ευχαριστήσω κατάπολλα και από αυτή τη θέση, Αυγερινέ! Τιμή και χαρά μεγάλη για μένα ν' αναλάβεις να παρουσιάσεις την ποιητική μου συλλογή! Όσο "εντρυφώ" στο κείμενό σου, τόσο ανακαλύπτω την ποίηση μου. Πάντα ωραίος ως Έλληνας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή