Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ "ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ"
ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ, 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ , ΩΡΑ  7 Μ. Μ. 
ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ ΖΕΣΤΟ Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΣΟΥ ΕΧΩ...









Γράφει η Χρύσα Κακατσάκη* 
Δεν έχω ποτέ ανεβάσει κάτι για δραστηριότητες και εκδηλώσεις πολύ στενών ή οικογενειακών μου προσώπων κι ας είμαστε γενικώς και ειδικώς πολύ ζωηροί για τα γράμματα. Αυτή τη φορά όμως ένιωσα ότι το οφείλω στον αδελφό μου τον Βαγγέλη. Σαν χρέος παλιό που επανειλημμένως ανατοκίστηκε και περιμένει τώρα μια μικρή έστω απόσβεση. Δεν μπορώ να τον κρίνω ως ποιητή γιατί θα είναι υποκειμενικό. Για μένα ποίηση ήταν η προσφώνηση στη μητέρα μας «μαμουλίνα μου». Ποίηση ήταν ότι μετέφερε τον πατέρα μας στα στερνά του στα Λιβάδια για να του δείξει πώς μεγάλωσαν οι ελιές που φύτεψε. Το μάζεμα της ρίγανης και ο ύπνος στις ταράτσες του σπιτιού μας τα καλοκαίρια για να μετράμε τα άστρα.
Όπως στην πινακωτή βαλμένες οι κοινές μας αναμνήσεις.
Όπως το ψωμί τα λόγια και η στήριξή σου στις δύσκολες στιγμές μου
Όπως το ψωμί που τρώγεται ζεστό η αγάπη που σου έχω.


Να γράψω τι για τη Χρύσα, μετά το δικό της γραφτό  στη σελίδα της στο Βιβλίο των Προσώπων... Ποίηση οι θύμησες των παιδικών μας χρόνων... Από την αυλή του πατρικού μας σπιτιού, όπου βασίλευαν οι βασιλικοί και ο ασβέστης, μέχρι τ' άστρα που σου έμαθα να τα μετράς η αγάπη μου για σένα! 
Να 'στε καλά όλοι για τα που γράφετε, έτσι όπως αγαπητικά τα γράφετε. Τιμή και χαρά για μένα η παρουσία σας στην Κρητική Εστία (Στράβωνος 12, Παγκράτι) το Σάββατο, 13 Οκτωβρίου, ώρα 7 μ. μ. 
ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ! 

Υ\\Γ. Ἐνα από τα ποιήματά μου για τον πατέρα μας, Θεοκλή Αντ. Κακατσάκη

 "Η τελευταία του επιθυμία"




«Άνοιγε τους λάκκους εσύ,
τις ελιές εγώ θα τις φυτεύω». 
Διαταγή πάντα ο λόγος του πατέρα.
Ίσα ίσα που ανέπνεε,
όπως έστρωνε το χώμα στα δεντράκια.

«Και την καρυδιά εγώ θα τη φυτέψω»,
μου ’πε την άλλη μέρα,
όταν τελειώσαμε με τις ελιές.
«Λένε πως όποιος φυτέψει καρυδιά,
τη βγάζει δεν τη βγάζει τη χρονιά»,
σκεφτόμουν, ενώ άνοιγα το λάκκο.

Μάζευα τα καρύδια εφέτος,
δεκαοχτώ χρόνια μετά το φευγιό του,
και τα θυμήθηκα.
Κοντά σ’ αυτά και πως
στο χρόνο απάνω,
όταν κατάλαβε πως έφτανε το τέλος του,
μια ήταν η χάρη που μου ζήτησε
-με ανάσα από φιάλη οξυγόνου.
Να βρω τον τρόπο,
να τον πάω μέχρι το χωράφι,
για ν’ αποχαιρετήσει τα δέντρα.
τα τελευταία απ’ τα πολλά που φύτεψε.
*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου