Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΤΙΜΟΥΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΡΟΝΟΥΝ
"Είμαι η πρώτη και η έσχατη/ Εκείνη που τιμούν και περιφρονούν/ Η αγία και η πόρνη/ Η παρθένος και η σύζυγος/ Η γνώση και η άγνοια/ Η δύναμη και ο φόβος./ Η άθεη και το μεγαλείο του Θεού».
Γνωστικός ύμνος στη γυναίκα (5ος αιώνας μ.Χ.).
«Στη Σμύρνη Μέλπω,/ Ηρώ στη Σαλονίκη,/ στον Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό,/ τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα./ Ο τόπος μου ποιoς ήταν; Ποιοι οι δικοί μου;/ Αν ξέρω, ανάθεμά με!/ Σπίτι – πατρίδα έχω τα μπορντέλα./ Ως κι οι πικροί μου χρόνοι, οι παιδικοί μου,/ θολές σβησμένες ζωγραφιές,/ κι είναι αδειανό σεντούκι η θύμησή μου./ Το σήμερα χειρότερο απ’ το χτες/ και τ’ αύριο απ’ το σήμερα θε να ‘ναι./ Φιλιά από στόματ’ άγνωστα, βρισιές,/ κι οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε./ Γλέντια, καυγάδες ως να φέξει, αρρώστιες, αμφιθέατρο του Συγγρού/ κι ενέσεις εξακόσια έξι./ Πνιμένου καραβιού σάπιο σανίδι,/ όλη η ζωή μου του χαμού./ Μα από την κόλασή μου σου φωνάζω:/ Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω». Το ποίημα “Αμαρτωλό” της Γαλάτειας Καζαντζάκη.
«[…] Δεν μπορείς/ ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου/ ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα./ Δεμένα είναι τα χέρια σου./ Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Αργος./ Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει/ στην πορεία των μαρμάρων,/ αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες/ για ελευθερίες και ισότητες/ όπως οι δούλοι,/ οι νεκροί/ και το αίσθημά μας,/ εσύ θα πορευόσουνα/ μες στην κοσμογονία των μαρμάρων/ με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.// Ολοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,/ εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως./ Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε/ στο μάρμαρο ο γλύπτης/ κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων,/ καλή σοδειά ακινησίας./ Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις/ όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,/ σε λέω γυναίκα./ Σε λέω γυναίκα/ γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη». Από το ποίημα της Κικής Δημουλά “Σημείο Αναγνωρίσεως – άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια”. (Φωτ.: Το γλυπτό του Κωνσταντίνου Σεφερλή “Η Βόρεια Ηπειρος”, που βρισκόταν στην οδό Τοσίτσα της Αθήνας).
«Είμαι γη./ Να περπατιέμαι και να οργώνομαι./ Να με ποτίζουν και να δρέπουν τους καρπούς μου./ Ο κόλπος μου αγκαλιάζει τους σπασμούς των κυμάτων/ θάλασσα είμαι με παλίρροια και μ’ άμπωτη./ Ταξιδεύω και πνίγω/ Και στα νερά μου πνίγομαι./ Τα σπλάχνα μου καίνε./ Αγνοημένη, δυναστευμένη, σιωπηλή/ μαινάδα που ξεσκίζω/ Μήτρα εγώ ανθρώπων και θεών/ μνήτρια είμαι των μυστών./ Είμαι γυναίκα κι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου μου». Το ποίημα “Γυναίκα” της Νάνσυς Δανέλη.
Στον απόηχο των όποιων εκδηλώσεων για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας το παρόν ποιητικό αφιέρωμα. “Είμαι η πρώτη και η έσχατη”, “Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω”, “Σε λέω γυναίκα, γιατ’ είσαι αιχμάλωτη, “είμαι γυναίκα και έφτασε το πλήρωμα του χρόνου μου”… Σκέφτηκα κι αυτούς τους στίχους σαν τίτλους της στάσης…
ΕΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΗΣ 

Ὀταν στον βάλτο μαλώνουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια. Απ’ όλους, και χωρίς καμιά εξαίρεση νομίζω, παραδεκτή η παραπάνω ρήση. “Βατράχια” στην προκειμένη περίπτωση οι κάθε λογής κατατρεγμένοι, πρόσφυγες και μετανάστες που αφήνουν την ασιατική “κόλαση” για μια θέση στον ευρωπαϊκό “παράδεισο”. “Βατράχια”, ωστόσο, και οι Ελληνες, των νησιών του Αιγαίου και ιδιαίτερα τελευταία του Εβρου που είναι τα θύματα μιας ανεξέλεγκτης εισβολής που δεν έχει προηγούμενο. Τι καλά να τα βλέπεις όλα από απόσταση, απ’ το σαλόνι του σπιτιού σου και να κρίνεις, να επικρίνεις και να κατακρίνεις, χωρίς να διακρίνεις καταστάσεις! Τι εύκολο που είναι όλα στη θεωρία! Οποιος είναι έξω απ’ τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει…
«Απίστευτα πράγματα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στον Έβρο. Ενα εθνικιστικό και μισαλλόδοξο τσουνάμι σαρώνει τον τόπο μας. Ολοι κυκλοφορούν με όπλα παριστάνοντας την πολιτοφυλακή εναντίον των μεταναστών και των προσφύγων». Αυτά, μεταξύ των άλλων, απ’ τον εκδότη της εφημερίδας “Γνώμη του Εβρου” της Αλεξανδρούπολης Γιάννη Λασκαράκη. «Οι κακοντυμένοι κάτοικοι που βλέπετε τώρα με τα δίκαννα να περιπολούν στα χωράφια τους, στις Καστανιές, στη Ν­έα Βύσσα, στα άσχημα και παρηκμασμένα χωριά του Εβρου και στα νησιά, είναι οι ίδιοι που μέχρι χθες άφοβα έδιναν ψωμί, ρούχα και ελπίδα στους μεμονωμένους ταλαίπωρους που τους χτυπούσαν μέσα στη νύχτα την ξύλινη πόρτα». Αυτά, μεταξύ των άλλων, απ’ τον δικηγόρο της Ορεστιάδας του Εβρου Γιώργο Καραθεοδώρου στη σελίδα του στο βιβλίο των προσώπων (φέισμπουκ). Διαφορετικές οι προσεγγίσεις των κι ας είναι και οι δυο μέσα στον χορό.
«Εναλλαγή συμφώνων./ Ενός οδοντικού κι ενός υγρού./ Η πατρίδα της παρτίδας…/ Η παρτίδα της πατρίδας…/ Σύμφωνο συμβίωσης;/ Σύνηθες παιχνίδι!/ “Εις οιωνός άριστος/ αμύνεσθαι περί πάτρης”,/ επιμένει ο θείος Ομηρος». Το ποίημά μου “Σύνηθες παιχνίδι” (από την ποιητική συλλογή “Οπως το ψωμί”).

Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 10.3.2020)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου