Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

                                          ΕΙΜ(Ν)ΑΙ Η ΕΛΙΑ Η ΤΙΜΗΜΕΝΗ


«Είμαι του ήλιου η θυγατέρα,/ η πιο απ’ όλες χαϊδευτή·/ χρόνια η αγάπη του πατέρα/ σ’ αυτό τον                         κόσμο με κρατεί./ Όσο να γείρω νεκρωμένη,/ αυτόν το μάτι μου ζητεί./ Είμαι η ελιά η τιμημένη!//

Όπου κι αν λάχω κατοικία,/ δεν μ’ απολείπουν οι καρποί·/ ως τα βαθιά μου γηρατεία,/ δεν βρίσκω στην δουλειά ντροπή./ Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη/ κι είμαι γεμάτη προκοπή./ Είμαι η ελιά η τιμημένη!// Εδώ στον ίσκιο μου αποκάτου/ ήρθ’ ο Χριστός να αναπαυθεί/ κι ακούστημε η γλυκιά λαλιά του/ λίγο προτού να σταυρωθεί./ Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,/ έχει στη ρίζα μου χυθεί./ Είμαι η ελιά η τιμημένη!!// Και φως πραότατο χαρίζω/ εγώ στην άγρια τη νυχτιά./ Τον πλούτο πια δεν τον φωτίζω,/ συ μ’ ευλογείς, φτωχολογιά./ Κι αν απ’ τον άνθρωπο διωγμένη,/ θα φέγγω μπρος στην Παναγιά./ Είμαι η ελιά η τιμημένη!»

Από το ποίημα “Η ελιά” του Κωστή Παλαμά.

«Μια αεί-θάλλουσα πολύκαρπη και καλλίκαρπη αιωνόβια ελιά η μάνα μου. Μια ελιά που άντεξε σ’ όλους τους καιρούς μ’ όλους τους ανέμους. Μια ελιά που είχε απλώσει τις ρίζες της στη σάρκα της λαϊκής μας παράδοσης κι είχε γίνει ένα μαζί της. Μια ελιά στον ίσκιο της οποίας πάντα θα βρίσκω καταφύγιο […] Όπως έβρισκα ακόμα και τα τελευταία χρόνια, όταν τα πόδια της είχαν πάψει πια να την υπακούνε και τα χέρια της, αυτά τα αγιασμένα χέρια, δεν μπορούσαν να κάμουν ούτε τα απαραίτητα. Απέραντος ο θαυμασμός μου γι’ αυτήν […] Όχι! Τίποτα, μα τίποτα, εν όσω ζω δεν μπορεί να ξεριζώσει απ’ την καρδιά μου τούτη την ελιά». Από τον “αποχαιρετισμό” στη μητέρα μου, που έφυγε για το άλλο ημισφαίριο της ζωής πριν από 10 περίπου χρόνια.

Όνειρο νοεμβριανής νυχτός… Να είμαι με τη μάνα μου και να μαζεύουμε ελιές στη Γρεν Ελέ, ονειρεύτηκα προχθές το βράδυ. Πρέπει να πήγαινα Τετάρτη Δημοτικού και να ‘χαμε μόλις κάνει στην Ανάγνωση το ποίημα για την ελιά του Κωστή Παλαμά- γι’ αυτό το απήγγειλα ξανά και ξανά στεντορεία τη φωνή. Με μουσική υπόκρουση τη λύρα του Κώστα Μουντάκη. «Έφτασε ο καιρός καλέ μου, που πέφτουν οι ελιές»…
Ποιος κορωνοϊός!

ΚΟΡΩΝΟΪΚΑ ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ



«Οι κήποι κι αν μυρίζουνε βασιλικό και δυόσμο/ καλλιά με μάσκα επαδά, παρά στον άλλο κόσμο». Η μαντινάδα που μου έστειλε την περασμένη εβδομάδα, δυο μέρες πριν (ξανα)μπούμε στην καραντίνα ο γνωστός από την εποχή των “Πεταχτών” φίλος ιερωμένος. «Η καραντίνα γύρισε και πήρε τη σκυτάλη/ να γράψεις για τον ΚΟΒΙΤΑ στη στήλη σου και πάλι», η μαντινάδα που μου έστειλε, πάλι μέσω κινητού, όπως πάντα, τις προάλλες, όντας κι αυτός, όπως όλοι μας “φυλακισμένος”. Παλιά μου τέχνη κόσκινο!

Εκεί που λέγαμε “Δόξα σοι ο Θεός”, στις αρχές του Μάη, αρχίσαμε πάλι το “Παναγία βοήθα μας” τον Νοέμβρη. Δεν ήταν μπόρα που πέρασε ο καταραμένος ιός, όπως νομίζαμε. Φταίμε εμείς που επανήλθε δριμύτερος; Φταίνε άλλοι παράγοντες που δεν μπορεί ακόμα να τους θέσει υπό έλεγχο η επιστήμη; Από ερωτηματικά γι’ αυτήν την πανδημία άλλο τίποτα, ενώ η ζωή συνεχίζεται, όπως τέλος πάντων συνεχίζεται. Από μπόρα σε μπόρα!

«Μ’ αυτόν τον κορωνοϊό θαρρώ έχουμε, μπλέξει/ την καραντίνα ο λαός παλεύει να αντέξει./ Η μάσκα απαραίτητη για όλους είναι τώρα,/ θα πρέπει να προσέχουμε για να περάσει η μπόρα// Οι παντρεμένοι ζόρικα περνούν την καραντίνα/ τους μουρμουρίζει η κυρά και κάνουνε φασίνα». Παραγγελιά οι μαντινάδες που μου έστειλε για τη στήλη η γνωστή μαντιναδολόγος Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. Ωστόσο…

Ωστόσο χαράς ευαγγέλια καθώς “στη σκιά των αυξανόμενων θανάτων”, όπως έγραψε στην πρώτη σελίδα και η εφημερίδα μας (Τρίτη, 10 Νοεμβρίου) «άκρως ενθαρρυντικά θεωρούνται τα δεδομένα από μια ευρεία κλινική μελέτη της φάσης για το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού που αναπτύσσουν οι εταιρείες Pfizer και BioNTech». Ίδομεν… Το “Ταξίδι μιας μεγάλη μέρας μέσα στη νύχτα”, για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο ενός έργου του βραβευμένου με Νόμπελ Ιρλανδού συγγραφέα Εβγκένι Ο’ Νιλ, συνεχίζεται.

«Έρημη πόλη./ Νοέμβρης πάλι μόνοι πάλι/ στην έρημη πόλη/ κι η θάλασσα φουσκώνει./ Εκείνη η αμείλικτη παλίρροια/ ανεβάζει τα νερά στα μάτια/ και δεν υπάρχει μια παλάμη/ ν’ απαλύνει το μάγουλο. […] Ο καθένας στην έρημη πόλη του/ ικετεύει το έλεος/ ν’ αγκαλιάσει την έλλειψη/ με τη στοργή της μάνας/ -γέμισέ με/ ταξίδεψέ με/ νανούρισέ μου τη μνήμη/ το μαχαίρι της τύλιξε/ στο μετάξι του ονείρου/ δεν έχω άλλο τίποτα/ με τα θρύψαλά μου προσάναμμα/ στη φωτιά που καίει/ ζέστανέ με». Από το “Ημερολόγιο καραντίνας” (Ημέρα πρώτη, Σάββατο 7 Νοέμβρη) της Νάνσυς Δανέλη.

Χανιώτικα νέα (Παρασκευή, 13.11.2020)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου